Τι σημαίνει το libertar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης libertar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του libertar στο πορτογαλικά.

Η λέξη libertar στο πορτογαλικά σημαίνει απελευθερώνω, ελευθερώνω, απελευθερώνω, ελευθερώνω, απελευθερώνω, ελευθερώνω, απαλάσσω, ελευθερώνω κπ/κτ από κτ, απελευθερώνω, ελευθερώνω, ελευθερώνω, απελευθερώνω, βγάζω, βοηθώ κπ να αποδράσει, απελευθερώνω, εκτονώνω, ελευθερώνω, απελευθερώνω, απελευθερώνω, χειραφετώ, ελευθερώνω, αφήνω ελεύθερο, απελευθερώνω, ελευθερώνω, απελευθερώνω, παραδίδω, αποφυλακίζω, απαλάσσω, αποφυλακίζω, απελευθερώνω, απαλλάσσω, λύνω, αποδεσμεύω, ελευθερώνω, αποφυλακίζω, χαλαρώνω, απελευθερώνομαι από κπ, απελευθερώνομαι από τα δεσμά κάποιου, απελευθερώνομαι από κτ, απελευθερώνομαι από κτ, κλάνω, ξαλαφρώνω από κτ, απελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι, απεγκλωβίζομαι, απελευθερώνομαι, λυτρώνομαι, ξεφεύγω, αποδεσμεύομαι, αποδρώ, απελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι, απεγκλωβίζομαι, απελευθερώνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης libertar

απελευθερώνω, ελευθερώνω

(κπ από κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απελευθερώνω, ελευθερώνω

verbo transitivo (από κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απελευθερώνω, ελευθερώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os escravos foram libertados em 1865 nos Estados Unidos.
Οι σκλάβοι στην Αμερική απελευθερώθηκαν (or: ελευθερώθηκαν) το 1865.

απαλάσσω

verbo transitivo (κάποιον από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os aparelhos domésticos nos libertaram de muitas tarefas demoradas que nossos avós tinham que executar.
Οι οικιακές συσκευές μας απάλλαξαν από πολλές χρονοβόρες δουλειές του σπιτιού που έπρεπε να κάνουν οι παππούδες μας.

ελευθερώνω κπ/κτ από κτ

Ele não conseguiu libertar a linha de pesca das ervas daninhas.

απελευθερώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ελευθερώνω

verbo transitivo (από δεσμά, χειροπέδες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ελευθερώνω, απελευθερώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O governo finalmente libertou os prisioneiros políticos.
Τελικά η κυβέρνηση απελευθέρωσε τους πολιτικούς κρατούμενους.

βγάζω

(figurado, da cadeia) (από τη φυλακή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βοηθώ κπ να αποδράσει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A quadrilha libertou o companheiro deles da cadeira.
Ένα από τα μέλη της συμμορίας ήταν στη φυλακή οπότε οι υπόλοιποι τον βοήθησαν να αποδράσει.

απελευθερώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκτονώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você deve dar um bom grito para liberar todas estas emoções.

ελευθερώνω, απελευθερώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os amigos do criminoso o libertaram da prisão.
Οι φίλοι του εγκληματία τον βοήθησαν να δραπετεύσει από τη φυλακή.

απελευθερώνω, χειραφετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ελευθερώνω, αφήνω ελεύθερο

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απελευθερώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles concordaram em soltar todos reféns.
Συμφώνησαν ν' απελευθερώσουν όλους τους ομήρους.

ελευθερώνω, απελευθερώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραδίδω

(BRA, reféns)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Damasco deu até quinta para os sequestradores de oito trabalhadores sírios liberarem os reféns.

αποφυλακίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As autoridades soltaram o prisioneiro.

απαλάσσω

(κάποιον από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este contrato nos exonera de responsabilidade em caso de lesão.

αποφυλακίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A cadeia soltou (or: libertou) o prisioneiro depois de quatro anos.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αφού έγιναν δεκτά όλα τα αιτήματά τους οι τρομοκράτες απελευθέρωσαν (or: ελευθέρωσαν) τους ομήρους.

απελευθερώνω, απαλλάσσω

(soltar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λύνω

verbo transitivo (τις αλυσίδες αλυσίδες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποδεσμεύω, ελευθερώνω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποφυλακίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O comitê de liberdade condicional soltou o homem da prisão.

χαλαρώνω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απελευθερώνομαι από κπ, απελευθερώνομαι από τα δεσμά κάποιου

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απελευθερώνομαι από κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Os dois condenados puderam finalmente escapar do trabalho forçado.
Οι δύο κατάδικοι κατάφεραν επιτέλους να ξεφύγουν από την ομάδα των αλυσοδεμένων κρατουμένων.

απελευθερώνομαι από κτ

κλάνω

(gíria)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξαλαφρώνω από κτ

verbo pronominal/reflexivo

απελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι, απεγκλωβίζομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απελευθερώνομαι, λυτρώνομαι, ξεφεύγω, αποδεσμεύομαι, αποδρώ

verbo pronominal/reflexivo (escapar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os dois condenados poderiam finalmente se livrar da gangue.

απελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι, απεγκλωβίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απελευθερώνομαι

verbo pronominal/reflexivo (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Depois de seis semanas no campo de treinamento, os recrutas estavam prontos para se soltarem (or: se libertarem, or: se liberarem) e tomar umas cervejas.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του libertar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.