Τι σημαίνει το ligação στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ligação στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ligação στο πορτογαλικά.

Η λέξη ligação στο πορτογαλικά σημαίνει σύνδεσμος, απολίνωση, σύνδεση, σειρά, δέσιμο, σύνδεση, σύνδεση, διασύνδεση, δεσμός, liaison, ένωση, έχω δεσμούς, έχω σχέσεις, τηλέφωνο, σύνδεση, δεσμός, καλή σχέση, τηλεφώνημα, δεσμοί, σύνδεση, τηλέφωνο, τηλεφώνημα, σχέση, τηλεφώνημα, δικτύωση, δωρεάν, κλήση με χρέωση παραλήπτη, αστική κλήση, δωρεάν τηλεφωνικός αριθμός, χημική ένωση, τηλεφώνημα, υπεραστικό τηλεφώνημα, σύνδεση δεδομένων, προεπιλεγμένη πύλη, ταυτόχρονες αποτυχημένες κλήσεις μεταξύ δύο ατόμων, καλώδια μπαταρίας, διασυνδέσεις με συμμορία, διασυνδέσεις με σπείρα, απαντάω σε ένα τηλεφώνημα, απαντάω σε μια κλήση, κομμάτι, μέρος που λείπει, τηλεφώνημα με τρεις συνομιλητές, συνδετικός κρίκος, διακοπή, συνδέω, συνδέω, συνδέω κπ με κπ/κτ, βάζω μπροστά με τα καλώδια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ligação

σύνδεσμος

substantivo feminino (físico: ligação) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ο σύνδεσμος μεταξύ των βαγονιών είναι ελαττωματικός.

απολίνωση

substantivo feminino (cirurgia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σύνδεση

substantivo feminino (conexão, associação) (σχέση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ποια είναι η σύνδεση αυτών των εγκλημάτων με τις συμμορίες;

σειρά

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δέσιμο

substantivo feminino (emocional) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Max tem uma incrível ligação ao seu novo filhotinho.
Ο Μαξ έχει τρομερό δέσιμο με το νέο του σκυλάκι.

σύνδεση

substantivo feminino (ato de conectar)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η σύνδεση των μονοπατιών δίνει στην όλη διαδρομή μήκος πενήντα μιλίων.

σύνδεση, διασύνδεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
As duas unidades de tropas tinham uma ligação para trocar importantes informações.
Οι δυο μονάδες του στρατού είχαν έναν σύνδεσμο για να ανταλλάσσουν σημαντικές πληροφορίες.

δεσμός

substantivo feminino (química: atração entre átomos) (χημεία: έλξη ατόμων)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Uma molécula de água contém um átomo de oxigênio e dois átomos de hidrogênio, conectados por ligações covalentes.
Κάθε μόριο νερού περιλαμβάνει ένα άτομο οξυγόνου και δύο υδρογόνου, τα οποία συνδέονται με ομοιοπολικούς δεσμούς.

liaison

(προφορά: σύνδεση)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Sarah tinha dificuldade em aprender quais ligações eram opcionais e quais eram proibidas em francês.

ένωση

substantivo feminino (química) (χημεία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έχω δεσμούς, έχω σχέσεις

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O político teve que renunciar porque foi descoberto que ele tinha ligação com a máfia.

τηλέφωνο

substantivo feminino (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Recebi uma ligação do meu gerente do banco hoje.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Όταν κοίταξα το κινητό μου, είδα ότι είχα αρκετές αναπάντητες κλήσεις.

σύνδεση

substantivo feminino (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Há alguma ligação entre esses dois assassinatos?
Υπάρχει κάποια σύνδεση (or: σχέση) ανάμεσα στους δύο φόνους;

δεσμός

(συναισθηματικός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
As irmãs têm um vínculo verdadeiro.
Οι δύο αδερφές έχουν δυνατό δέσιμο.

καλή σχέση

Steve e Harry se dão bem, eles têm uma conexão.
Ο Στιβ και ο Χάρι τα πάνε καλά, έχουν ένα δέσιμο.

τηλεφώνημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Recebi um telefonema da sua mãe hoje.
Είχα ένα τηλεφώνημα από τη μητέρα σου σήμερα.

δεσμοί

(união) (στενές σχέσεις)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Os dois países partilham um vínculo há muitos anos.

σύνδεση

(ponto de ligação entre superfícies)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A junta é onde duas partes são conectadas.

τηλέφωνο, τηλεφώνημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σχέση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τηλεφώνημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Só um telefonema rápido para você saber que cheguei em casa a salvo.

δικτύωση

(informática)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A rede permitiu que os computadores em todos os prédios do campus fossem conectados.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Υπάρχει δίκτυο σε κάθε κτίριο της πανεπιστημιούπολης.

δωρεάν

(número telefônico: livre de tarifas)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κλήση με χρέωση παραλήπτη

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αστική κλήση

substantivo feminino

δωρεάν τηλεφωνικός αριθμός

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

χημική ένωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τηλεφώνημα

(contactar por telefone)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υπεραστικό τηλεφώνημα

(chamada de telefone)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σύνδεση δεδομένων

(programação)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προεπιλεγμένη πύλη

(informática) (πληροφορική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ταυτόχρονες αποτυχημένες κλήσεις μεταξύ δύο ατόμων

(tentativas repetidas de discar para alguém)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καλώδια μπαταρίας

substantivo masculino plural (coloquial, veículo: cabos elétricos) (αυτοκίνητο)

διασυνδέσεις με συμμορία, διασυνδέσεις με σπείρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απαντάω σε ένα τηλεφώνημα, απαντάω σε μια κλήση

expressão (telefone)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Λυπάμαι για τη διακοπή, αλλά πρέπει να βγω έξω για να το σηκώσω.

κομμάτι, μέρος που λείπει

(parte ausente de sequência)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τηλεφώνημα με τρεις συνομιλητές

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνδετικός κρίκος

(explicação ausente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διακοπή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συνδέω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Agora vamos pôr você na linha com o coordenador.
Τώρα θα σε συνδέσουμε με τον συντονιστή. Θα σε συνδέσω με το τηλεφωνικό κέντρο.

συνδέω

(telefonia) (για τηλεφωνική γραμμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνδέω κπ με κπ/κτ

(telefonia)

βάζω μπροστά με τα καλώδια

verbo transitivo (carro)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ligação στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.