Τι σημαίνει το limpia στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης limpia στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του limpia στο ισπανικά.

Η λέξη limpia στο ισπανικά σημαίνει υαλοκαθαριστήρας, καθάρισμα, συγύρισμα, καθαρίζω, καθαρίζω, σκουπίζω, σκουπίζω, καθαρίζω, μαζεύω, απομακρύνω, καθαρίζω, καθαρίζω, καθαρίζω, καθαρίζω, αφαιρώ τους κοριούς, βγάζω, καθαρίζω, απαλλάσσομαι από, ξεφορτώνομαι, σβήνω, διαγράφω, ξεφορτώνομαι, ξεγράφω, καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω, ξεσκονίζω, συγυρίζω, τακτοποιώ, συμμαζεύω, πλένω, καθαρίζω, καθαρίζω κτ από το χιόνι, βγάζω, σκουπίζω, καθαρίζω, καθαρίζω, καθαρίζω, καθαρίζω, καθαρίζω τραπέζια, βγάζω, αφαιρώ, μαζεύω κτ από κτ, βγάζω, αφαιρώ, καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω, καθαρίζω, αδειάζω, καθαρίζω κτ, βουτάω, βουτώ, σκουπίζω, ξεπλένω, ξεβγάζω, σφουγγαρίζω, εξαγνίζω, πλένω, ξεσκονίζω, συγυρίζω, τακτοποιώ, συμμαζεύω, μαζεύω κτ από κτ, βγάζω κτ από κτ, βγάζω τα εντόσθια, μαζεύω τα πιάτα, καθαρίζω, καθαρίζω, καθαρίζω, τακτοποιώ, συγυρίζω, συμαζεύω, καθαρός, άσπιλος, απέριττος, λιτός, τίμιος, ευθύς, ειλικρινής, ντόμπρος, καθαρός, καθαρός, καθαρός, καθαρός, καθαρός, γλυκός, καθαρός, δίκαια, τίμια, έντιμα, καθαρός, δίκαιος, καθαρός, περιποιημένος, άσπιλος, ολόκληρος, καθαρός, αναίμακτος, χωρίς ιούς, βρωμιάρης, άοπλος, καθαρά, καθαρό δωμάτιο, καθαρίστρια, καθαρή συνείδηση, δαπεδοκαθαριστής, δαπεδοκαθαριστήρας, πράσινη ενέργεια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης limpia

υαλοκαθαριστήρας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los limpiaparabrisas luchaban por mantener el cristal despejado de la lluvia tan intensa.

καθάρισμα, συγύρισμα

verbo transitivo

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καθαρίζω

verbo intransitivo (casa)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Debemos limpiar antes de que lleguen los invitados.
Πρέπει να καθαρίσουμε πριν καταφτάσουν οι καλεσμένοι.

καθαρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Qué usas para limpiar tu equipo de laboratorio?
Τι χρησιμοποιείς για να καθαρίσεις τον εξοπλισμό του εργαστηρίου σου;

σκουπίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si se te cae vino tinto en la alfombra, y no lo limpiás inmediatamente, nunca podrás sacar la mancha.

σκουπίζω, καθαρίζω, μαζεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Déjame que te limpie las lágrimas.

απομακρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La saliva ayuda a limpiar la bacterias de los dientes.
Το σάλιο βοηθάει στο να απομακρύνονται τα βακτήρια από τα δόντια.

καθαρίζω

verbo transitivo (χώρο όπου μένουν ζώα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Limpiamos los establos todos los días.

καθαρίζω

(lugar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jack limpió el establo y le dio de comer a los caballos.

καθαρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καθαρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siempre uso lavandina cuando limpio la cocina.
Πάντα χρησιμοποιώ χλωρίνη όταν καθαρίζω την κουζίνα.

αφαιρώ τους κοριούς

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βγάζω

(με πλύσιμο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Crees que podremos limpiar la mancha de tinta?
Πιστεύεις ότι θα καταφέρουμε να βγάλουμε αυτό τον λεκέ από μελάνι;

καθαρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Límpiate la cara y cámbiate la ropa antes de cenar.
Καθάρισε το πρόσωπό σου και άλλαξε ρούχα πριν το δείπνο.

απαλλάσσομαι από, ξεφορτώνομαι

(AR, coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El cambio climático nos limpiará a todos.

σβήνω, διαγράφω, ξεφορτώνομαι, ξεγράφω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No puedes esperar limpiar tu pasado delictivo como si fuera polvo en un espejo.

καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Limpia tu cuarto y guarda toda tu ropa.
Νοικοκύρεψε το δωμάτιό σου και τακτοποίησε τα ρούχα σου!

ξεσκονίζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Amanda ha estado limpiando toda la mañana.
Η Αμάντα ξεσκονίζει όλο το πρωί.

συγυρίζω, τακτοποιώ, συμμαζεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Rosa todavía estaba limpiando cuando llegaron los invitados.
Η Ρόουζ ακόμα τακτοποιούσε όταν έφτασαν οι καλεσμένοι της.

πλένω, καθαρίζω

verbo transitivo (χαλιά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Contratamos profesionales para limpiar las alfombras.
Προσλάβαμε επαγγελματίες για να πλύνουν (or: καθαρίσουν) τα χαλιά.

καθαρίζω κτ από το χιόνι

(con quitanieves)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Trajeron las quitanieves de la ciudad para limpiar las calles del pueblo.

βγάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lavé el auto con la manguera para limpiar la suciedad.
Ξέπλυνα το αυτοκίνητο με λάστιχο για να βγάλω (or: καθαρίσω) τη βρωμιά.

σκουπίζω, καθαρίζω

verbo transitivo (figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sírvelo con mucho pan para limpiar tanta salsa.
Σερβίρετε το με αρκετό ψωμί για να σκουπίσετε (or: καθαρίσετε) τη σάλτσα.

καθαρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Limpié el barro de mis botas.
Καθάρισα τη λάσπη από τα παπούτσια μου.

καθαρίζω

verbo transitivo (figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gobernador prometió limpiar la ciudad y poner fin a la red de trata.
Ο κυβερνήτης ορκίστηκε να καθαρίζει την πολιτεία και να βάλει τέλος στις σπείρες διακίνησης.

καθαρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tu cocina está inmaculada, sé que te debe gustar limpiar.
Η κουζίνα σου είναι πεντακάθαρη, συνεπώς ξέρω πως σου αρέσει να καθαρίζεις.

καθαρίζω τραπέζια

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El primer trabajo de Mark fue limpiar mesas en una cafetería, pero ahora es chef.

βγάζω, αφαιρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La profesora tomó el borrador y limpió lo que había escrito.

μαζεύω κτ από κτ

El camarero limpió la mesa y se llevó los platos.
Ο σερβιτόρος ήρθε και μάζεψε τα πιάτα απ' το τραπέζι.

βγάζω, αφαιρώ

(frotando) (κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Limpió las manchas de barro de sus zapatos.
Αφαίρεσε την κηλίδα λάσπης από το παπούτσι του.

καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi casa está desorganizada porque odio limpiar.

καθαρίζω

verbo transitivo (establo) (από κοπριά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando se enseñó a los niños a cuidar de los caballos, aprendieron cómo limpiar las cuadras.

αδειάζω

verbo transitivo (figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los pájaros limpiaron los árboles, no quedó ni una fruta.
Τα πουλιά άδειασαν τα δέντρα από τα φρούτα.

καθαρίζω κτ

(από άχρηστα αντικείμενα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si despejas la mesa podemos jugar a las cartas ahí.
Αν καθαρίσεις το τραπέζι όπου φάγαμε, θα μπορέσουμε να παίξουμε χαρτιά.

βουτάω, βουτώ

(το υπόλοιπο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Usó un trozo de pan para embeber los restos de la sopa.

σκουπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Πριν καθίσεις σκούπισε το παγκάκι.

ξεπλένω, ξεβγάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Te molestaría enjuagar el fregadero? Está un poco grasiento.

σφουγγαρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kyle fregó el piso después de su turno.
Ο Κάιλ σφουγγάρισε το πάτωμα μετά από τη βάρδιά του.

εξαγνίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La confesión está hecha para purificarte de tus pecados.
Η εξομολόγηση έχει σκοπό να εξαγνίσει την ψυχή σου από τις αμαρτίες σου.

πλένω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los huevos revueltos hacen que la sartén sea difícil de lavar.

ξεσκονίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Richard desempolvó la biblioteca.
Ο Ρίτσαρντ ξεσκόνισε τη βιβλιοθήκη.

συγυρίζω, τακτοποιώ, συμμαζεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Ordena tu cuarto en este instante!
Μάζεψε το δωμάτιό σου αυτή τη στιγμή!

μαζεύω κτ από κτ, βγάζω κτ από κτ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Anita vació los armarios y se preparó para la mudanza.
Η Ανίτα έβγαλε όλα τα ρούχα από τις ντουλάπες για να ετοιμαστεί για τη μετακόμιση.

βγάζω τα εντόσθια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Kelly destripó al pez que recién había pescado.
Η Κέλι έβγαλε τα εντόσθια από το ψάρι που μόλις έπιασε.

μαζεύω τα πιάτα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Serviré la cena y tú recoges cuando acaben de comer.

καθαρίζω

(quitar piedras, raíces, etc. antes de arar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos a desbrozar el terreno y luego plantaremos césped nuevo.
Θα αποψιλώσουμε τη γη και μετά θα φυτέψουμε νέο χορτάρι.

καθαρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Depuramos el aire con un filtro.

καθαρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Después de la cena, James le pasó un trapo a la mesa.
Μετά το φαγητό ο Τζέιμς καθάρισε το τραπέζι.

τακτοποιώ, συγυρίζω, συμαζεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καθαρός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Necesito ponerme una camisa limpia.
Πρέπει να φορέσω καθαρό πουκάμισο.

άσπιλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απέριττος, λιτός

adjetivo (figurativo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τίμιος, ευθύς, ειλικρινής, ντόμπρος

adjetivo (figurado) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καθαρός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La muestra está totalmente limpia, sin contaminar.

καθαρός

adjetivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El árbitro quiere un combate limpio.

καθαρός

adjetivo (drogas) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi amigo lleva limpio un año.

καθαρός

adjetivo (μεταφορικά: άψογος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La sierra hizo un corte limpio a través del árbol.

καθαρός

adjetivo (figurado) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El oficial de policía hace su tarea con una conciencia limpia.

γλυκός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Respiramos el aire limpio del bosque.

καθαρός

(drogas) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tenía un problema con las drogas, pero ahora llevo cinco años limpio.

δίκαια

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No me gusta jugar fútbol con ellos. No juegan limpio.
Δε μου αρέσει να παίζω φούτμπολ μαζί τους. Δεν παίζουν δίκαια.

τίμια, έντιμα

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nadie quiere jugar a las cartas con él porque no juega limpio.

καθαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Seth siempre mantuvo su recámara aseada.
Ο Σεθ έχει πάντα τακτοποιημένο το δωμάτιό του.

δίκαιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No creo que Jim haga trampa; es un hombre justo y generalmente muy honesto.

καθαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

περιποιημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Kate siempre estaba pulcra y bien vestida.
Η Κέιτ είναι πάντα περιποιημένη και καλοντυμένη.

άσπιλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ολόκληρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los ladrones se llevaron un millón neto.

καθαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Harás veinte mil netos.

αναίμακτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Οι επαναστάτες πήραν τον έλεγχο της χώρας με ένα αναίμακτο πραξικόπημα.

χωρίς ιούς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βρωμιάρης

(προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

άοπλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καθαρά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

καθαρό δωμάτιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los clientes de hoteles esperan encontrarse la habitación limpia cuando llegan.

καθαρίστρια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καθαρή συνείδηση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δαπεδοκαθαριστής, δαπεδοκαθαριστήρας

(μηχάνημα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πράσινη ενέργεια

locución nominal femenina (figurado, renovable) (μεταφορικά)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του limpia στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.