Τι σημαίνει το livrar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης livrar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του livrar στο πορτογαλικά.
Η λέξη livrar στο πορτογαλικά σημαίνει απαλλάσσω κπ από κτ, προσηλυτίζω, εκχριστιανίζω, απαλλάσσω κπ από κτ, απελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι, απεγκλωβίζομαι, αφήνω κπ να τη γλιτώσει, απελευθερώνω, απαλλάσσω, απελευθερώνω, πετάω, λύνω, τη βγάζω καθαρή, ξεφεύγω από κτ, ξετινάζω, φορτώνω κτ σε κπ, ξεφορτώνομαι, ξεφορτώνομαι, ξεφορτώνομαι, ξεκαθαρίζω, ξεφορτώνομαι, απομακρύνω, ελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι από, τη σκαπουλάρω, τη γλιτώνω, αποφεύγω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, απαλλάσσω κπ από κτ, πετάω, απαλλάσσω, απαλλάσσομαι από κπ/κτ, το βάζω στα πόδια, ξεφορτώνομαι, φτηνά τη γλυτώνω, ξαλαφρώνω από κτ, απελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι, απεγκλωβίζομαι, απελευθερώνομαι, λυτρώνομαι, ξεφεύγω, αποδεσμεύομαι, αποδρώ, απαλλάσσω κπ/κτ από κτ/κπ, ελευθερώνω κπ/κτ από κτ/κπ, ξεφορτώνομαι, απελευθερώνομαι, απαγκιστρώνομαι, ξεφορτώνομαι, απορρίπτω, ξεφορτώνομαι, γλιτώνω από κτ, ξεφορτώνομαι, απελευθερώνω, ξεφορτώνομαι, δίνω, χαρίζω, απεμπλέκομαι από κτ, καταργώ, μέχρι να περάσει, αφήνω, διώχνω, ξεφορτώνομαι, ξεκάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης livrar
απαλλάσσω κπ από κτverbo transitivo Seu problema auditivo o livrou do serviço militar. |
προσηλυτίζω, εκχριστιανίζωverbo transitivo (teologia) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os missionários vieram para salvar os aldeões. |
απαλλάσσω κπ από κτverbo transitivo A compra on-line liberará você da necessidade de ir às lojas. |
απελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι, απεγκλωβίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αφήνω κπ να τη γλιτώσει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απελευθερώνω, απαλλάσσω(soltar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απελευθερώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετάω(descartar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λύνω(cachorro) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τη βγάζω καθαρή(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) João sempre se safa de tudo. |
ξεφεύγω από κτverbo pronominal/reflexivo (μεταφορικά) Έχοντας τρεις δουλειές, ο Μάνι κατάφερε να ξεφύγει από την φτώχεια. |
ξετινάζωverbo pronominal/reflexivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φορτώνω κτ σε κπ(καθομιλουμένη) |
ξεφορτώνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Não consigo me desfazer dessa depressão que sinto. Ela conseguiu desfazer-se das dúvidas. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δε μπορώ να ξεφορτωθώ την κατάθλιψη που νιώθω. Κατάφερε να ξεφορτωθεί τις αμφιβολίες της. |
ξεφορτώνομαιverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξεφορτώνομαιverbo pronominal/reflexivo (informal) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεκαθαρίζω, ξεφορτώνομαιlocução verbal (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu me livrei de todos os brinquedos velhos das crianças, doando-os para a caridade. Ξεκαθάρισα όλα τα παλιά παιχνίδια των παιδιών και τα έδωσα σε ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα. |
απομακρύνω(επίσημο, ευφημισμός) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A companhia demitiu numerosos funcionários, já que teve recentes problemas financeiros. Η εταιρεία απομάκρυνε αρκετούς υπαλλήλους μετά τα πρόσφατα οικονομικά της προβλήματα. |
ελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι απόverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A chave para ter férias excelentes é se livrar das preocupações e problemas. Το μυστικό για να κάνεις υπέροχες διακοπές είναι να απαλλαχθείς από έννοιες και ανησυχίες. |
τη σκαπουλάρω, τη γλιτώνωverbo pronominal/reflexivo (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ele foi julgado por corrupção, mas se livrou. Δικάστηκε για διαφθορά, αλλά τη γλίτωσε (or: τη σκαπούλαρε). |
αποφεύγωverbo pronominal/reflexivo (κάτι δυσάρεστο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O menino livrou-se da punição ao culpar o amigo. Το αγόρι γλύτωσε την τιμωρία κατηγορώντας τον φίλο του. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>verbo pronominal/reflexivo (informal) |
απαλλάσσω κπ από κτ
A chegada do meu irmão me liberou da tarefa de tomar conta dos nossos pais sozinho. |
πετάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você precisa se livrar dessas calças. Você nunca mais as vestiu. Πρέπει να πετάξεις αυτό το παντελόνι, δεν το φοράς πια. |
απαλλάσσω(από βάρος, φορτίο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απαλλάσσομαι από κπ/κτverbo pronominal/reflexivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Eu não aguentava ela e estou feliz de me livrar dela! Δεν μπορούσα να την αντέξω και είμαι ευτυχής που την ξεφορτώθηκα! |
το βάζω στα πόδια(fugir) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεφορτώνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φτηνά τη γλυτώνω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξαλαφρώνω από κτverbo pronominal/reflexivo |
απελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι, απεγκλωβίζομαιverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
απελευθερώνομαι, λυτρώνομαι, ξεφεύγω, αποδεσμεύομαι, αποδρώverbo pronominal/reflexivo (escapar) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Os dois condenados poderiam finalmente se livrar da gangue. |
απαλλάσσω κπ/κτ από κτ/κπ, ελευθερώνω κπ/κτ από κτ/κπexpressão verbal Henry era um homem muito limpo; quando ele se mudou, livrou a casa de Amanda da bagunça. Ainda não conseguimos livrar todas as crianças dos piolhos. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Χένρι ήταν άνθρωπος της τάξης και όταν μετακόμισε, ξεφορτώθηκε την ακαταστασία από το σπίτι της Αμάντα. |
ξεφορτώνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απελευθερώνομαι, απαγκιστρώνομαιverbo pronominal/reflexivo (figurativo) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξεφορτώνομαι(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Minha mochila estava pesada demais, por isso joguei fora alguns suprimentos. Το σακίδιό μου ήταν πολύ βαρύ, έτσι ξεφορτώθηκα κάποιες προμήθειες. |
απορρίπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεφορτώνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os traficantes tentaram se livrar das evidências dando descarga nas drogas pela privada. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Προσπάθησαν να ξεφορτωθούν τα αποδεικτικά στοιχεία ρίχνοντας τα ναρκωτικά στη τουαλέτα. |
γλιτώνω από κτ(informal) Preciso me livrar de minha reunião esta tarde porque tenho uma consulta médica agendada. |
ξεφορτώνομαι(κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estou tentando pensar numa maneira de me livrar dele. Προσπαθώ να βρω τρόπο να τον ξεφορτωθώ. |
απελευθερώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Depois de livrar-me de minhas responsabilidades, eu aproveitei uma semana na praia. |
ξεφορτώνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Não consigo me livrar deste resfriado. Απλά δεν μπορώ να ξεφορτωθώ αυτό το κρύωμα. |
δίνω, χαρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Adam livrou-se de todos os seus bens materiais antes de entrar em um monastério. Ο Άνταμ χάρισε όλα τα εγκόσμια αγαθά του πριν μπει στο μοναστήρι. |
απεμπλέκομαι από κτ(de envolvimento) |
καταργώ(κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μέχρι να περάσειverbo pronominal/reflexivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Περπάτησε μέχρι να περάσει ο πόνος στο πόδι του κια ξαναμπήκε στον αγώνα. |
αφήνω, διώχνω(livrar-se de) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) É melhor você livrar-se desta atitude. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Κόψε το υφάκι γιατί δεν θα τα πάμε καλά. |
ξεφορτώνομαι(figurado, matar) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O chefe da máfia ordenou que um matador se livrasse do traidor. Ο αρχηγός της μαφίας προσέλαβε έναν πληρωμένο δολοφόνο για να ξεφορτωθεί τον προδότη. |
ξεκάνω(αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O boxeador livrou-se de seu adversário em apenas dois rounds. Ο πυγμάχος ξέκανε τον αντίπαλό του σε δύο μόλις γύρους. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του livrar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του livrar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.