Τι σημαίνει το livre στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης livre στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του livre στο πορτογαλικά.

Η λέξη livre στο πορτογαλικά σημαίνει ελεύθερος, που έχει την ελευθερία να κάνει κτ, ελεύθερος, που έχει χρόνο να κάνει κτ, ελεύθερος για κτ, ελεύθερος, απεριόριστος, ελεύθερος, ελεύθερος, ανεξάρτητος, ανεμπόδιστος, γεννημένος από ελεύθερους γονείς, που δεν είναι αιχμαλωτισμένος, που δεν είναι αιχμάλωτος, ελεύθερος, χωρίς υποχρεώσεις, αδέσμευτος, ασυγκράτητος, αχαλίνωτος, ελεύθερος, ελεύθερος, κενός, ξέφρενος, αχαλίνωτος, ελεύθερος από, ρεπό, χωρίς υποχρεώσεις, ελεύθερος, ανεμπόδιστος, απαρακώλυτος, ελεύθερος, ασύλληπτος, ελεύθερος χρόνος, ανεξέλεγκτος, ελεύθερος, διαθέσιμος, όχι πια δεμένος, που τη γλύτωσε, ελεύθερος, ξαλαφρωμένος, που δεν είναι κατειλημμένος, ανεξαρτητοποιούμαι από κτ, κενός, ελεύθερος, αδέσμευτος, ανεμπόδιστος, απαρακώλυτος, ανεμπόδιστος, απαρακώλυτος, ελεύθερος, ανεξάρτητος, χωρίς λογοκρισία, ελεύθερος, ανεμπόδιστος, ανενόχλητος, ανενόχλητος, ανεμπόδιστος, έξω, ελεύθερο πνεύμα, ελεύθερο εμπόριο, άδεια, ελεύθερη βούληση, laissez-passer, Ενωμένη Ελευθέρα Εκκλησία, δυνατότητα να κάνω κάτι, του στάβλου, υπαίθριος, ελεύθερος, εθελοντικός, φυσιολάτρης, ελεύθερο πουλί, ελεύθερος, χωρίς κόστος, αφορολόγητος, αδασμολόγητος, λογισμικό ανοικτού κώδικα, ελεύθερο πνεύμα, πιο επιθετικός, χωρίς διαλύτες, που δεν έχει δοκιμαστεί σε ζώα, άτεκνος από επιλογή, εύκολος, απλός, στην ύπαιθρο, στην εξοχή, στην ύπαιθρο, στον καθαρό αέρα, έξω, εξωτερικά, έξω με εγγύηση, χωρίς προμήθεια, με τη θέλησή μου, ελεύθερος, δημοκρατία δεν έχουμε;, ελεύθερος χρόνος, Θεέ μου βόηθα!, ελεύθερος χρόνος, ελεύθερο, ελεύθερος πολίτης, ελεύθερη οικονομία, ελεύθερη πτώση, ελευθερία του λόγου, ελεύθερη είσοδος, ελεύθερο πουλί, ελεύθερος συνειρμός, ελεύθερη επιλογή, ελεύθερος πολίτης, ελεύθερος ανταγωνισμός, ελεύθερο σχήμα, ελεύθερο χτύπημα, ελεύθερος έρωτας, ελεύθερος άνθρωπος, εισιτήριο ελευθέρας εισόδου, ελεύθερο πνεύμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης livre

ελεύθερος

adjetivo (sem restrição física)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O prisioneiro finalmente estava livre.
Ο φυλακισμένος ήταν επιτέλους ελεύθερος.

που έχει την ελευθερία να κάνει κτ

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os cidadãos não eram livres para criticar o governo.
Οι πολίτες δεν είχαν την ελευθερία να ασκούν κριτική στην κυβέρνηση.

ελεύθερος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Você está livre no próximo sábado?
Είσαι ελεύθερος αυτό το Σάββατο;

που έχει χρόνο να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sandra disse que estaria livre para nos ajudar amanhã.
Η Σάντρα είπε ότι θα έχει χρόνο να μας βοηθήσει αύριο.

ελεύθερος για κτ

adjetivo

Estou livre para um café amanhã de manhã se quiser me encontrar.
Είμαι ελεύθερος για καφέ αύριο το πρωί άμα θέλεις να βρεθούμε.

ελεύθερος

adjetivo (não literal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O jornal deu uma interpretação livre dos eventos.

απεριόριστος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Após o divórcio, ele teve livre acesso a seus filhos.

ελεύθερος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sua vida estará livre de estresse.

ελεύθερος

adjetivo (assento: desocupado) (θέση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Licença, esse assento está livre?
Συγνώμη, αυτή η θέση είναι ελεύθερη;

ανεξάρτητος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A ex-colônia tornou-se independente no ano passado.

ανεμπόδιστος

adjetivo (visão: desobstruída)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Temos uma visão livre do palco daqui.

γεννημένος από ελεύθερους γονείς

adjetivo (nascido fora da escravidão)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που δεν είναι αιχμαλωτισμένος, που δεν είναι αιχμάλωτος

(animal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ελεύθερος

(χωρίς δεσμά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χωρίς υποχρεώσεις, αδέσμευτος

adjetivo (sem dívidas,sem obrigações)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ασυγκράτητος, αχαλίνωτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ελεύθερος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ελεύθερος, κενός

(μεταφορικά: χρόνος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fred gostava de passar seu tempo livre pescando no riacho atrás da sua casa.
Στον Φρεντ άρεσε να περνάει τον ελεύθερο χρόνο του ψαρεύοντας στο ρυάκι πίσω από το σπίτι του.

ξέφρενος, αχαλίνωτος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ela ouviu o riso alegre e livre das crianças brincando.

ελεύθερος από

adjetivo (de dívidas) (μεταφορικά)

É muito difícil conseguir um empréstimo que seja livre de juros.
Είναι δύσκολο να πάρεις δάνειο χωρίς τόκο.

ρεπό

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

χωρίς υποχρεώσεις, ελεύθερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανεμπόδιστος, απαρακώλυτος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ελεύθερος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ασύλληπτος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O assassino ainda está livre.
Ο δολοφόνος παραμένει ακόμα ασύλληπτος.

ελεύθερος χρόνος

adjetivo (sem planejamentos)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ανεξέλεγκτος

adjetivo (não constrangido)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ελεύθερος, διαθέσιμος

adjetivo (que não está ocupado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

όχι πια δεμένος

adjetivo (desprendido, desatado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που τη γλύτωσε

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ελεύθερος

(figurado, pensamento)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξαλαφρωμένος

(peso emocional) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που δεν είναι κατειλημμένος

(linha telefônica)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανεξαρτητοποιούμαι από κτ

O Panamá se tornou independente da Colômbia no início do século XX.
Ο Παναμάς ανεξαρτητοποιήθηκε από την Κολομβία στις αρχές του 20ου αιώνα.

κενός, ελεύθερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αδέσμευτος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανεμπόδιστος, απαρακώλυτος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανεμπόδιστος, απαρακώλυτος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ελεύθερος, ανεξάρτητος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χωρίς λογοκρισία

(permitida a expressão livre)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ελεύθερος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανεμπόδιστος, ανενόχλητος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανενόχλητος, ανεμπόδιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έξω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
O que você está fazendo aqui? Você deveria estar lá fora em um dia tão adorável!
Τι κάνεις εδώ μέσα; Θα έπρεπε να είσαι έξω μια τέτοια υπέροχη μέρα!

ελεύθερο πνεύμα

substantivo masculino (μεταφορικά)

ελεύθερο εμπόριο

substantivo masculino

άδεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vou tirar umas férias em abril para visitar a Austrália.
Θα πάρω λίγη άδεια τον Απρίλιο για να επισκεφτώ την Αυστραλία.

ελεύθερη βούληση

substantivo masculino (liberdade de escolha)

Todas as coisas são pré-ordenadas por Deus ou o indivíduo tem livre-arbítrio.
Είναι τα πάντα προκαθορισμένα από τον Θεό ή έχουν ελεύθερη βούληση οι άνθρωποι;

laissez-passer

(ΟΗΕ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Ενωμένη Ελευθέρα Εκκλησία

(denominação religiosa)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δυνατότητα να κάνω κάτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
As regras fechadas fizeram Sarah sentir como se ela não tivesse nenhuma ação própria.
Οι αυστηροί κανόνες έκαναν τη Σάρα να αισθάνεται σα να μην είχε καμία αυτενέργεια δική της.

του στάβλου

(BRA, informal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπαίθριος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ελεύθερος

locução adjetiva (desenho, etc.)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εθελοντικός

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φυσιολάτρης

locução adverbial

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ελεύθερο πουλί

(informal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ελεύθερος

preposição (que não contém) (με γενική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χωρίς κόστος

locução adjetiva (sem necessidade de pagar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφορολόγητος, αδασμολόγητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λογισμικό ανοικτού κώδικα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ελεύθερο πνεύμα

locução adjetiva (independente)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

πιο επιθετικός

(luta, competição: livre)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Αφού την προσέβαλε τόσο άσχημα, βγήκαν τα μαχαίρια στην αντιπαράθεσή τους.

χωρίς διαλύτες

expressão

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

που δεν έχει δοκιμαστεί σε ζώα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άτεκνος από επιλογή

locução adjetiva (sem filhos)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

εύκολος, απλός

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στην ύπαιθρο

(do lado de fora)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Nós dormimos ao ar livre ontem à noite. Nem usamos a tenda.
Κοιμηθήκαμε στην ύπαιθρο χθες το βράδυ. Δεν χρησιμοποιήσαμε καν σκηνή.

στην εξοχή, στην ύπαιθρο, στον καθαρό αέρα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

έξω, εξωτερικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ακούστηκε το σχολικό κουδούνι και τα παιδιά ξεχύθηκαν έξω στο προαύλιο. Από τότε που μετακόμισα στην Ισπανία περνάω το περισσότερο χρόνο μου έξω.

έξω με εγγύηση

locução adjetiva

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Είναι έξω με εγγύηση μέχρι να ξεκινήσει η δίκη του.

χωρίς προμήθεια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με τη θέλησή μου

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ελεύθερος

locução adjetiva (que não contém) (με γενική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tento usar produtos de cuidados pessoais livres de aromas artificiais.

δημοκρατία δεν έχουμε;

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ελεύθερος χρόνος

substantivo masculino

Θεέ μου βόηθα!

(expressando exasperação)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ελεύθερος χρόνος

Alex não tinha tempo livre para ir pescar tanto quanto gostaria.
Ο Άλεξ δεν είχε ελεύθερο χρόνο για να ψαρεύει όσο θα ήθελε.

ελεύθερο

ελεύθερος πολίτης

ελεύθερη οικονομία

ελεύθερη πτώση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ελευθερία του λόγου

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ελεύθερη είσοδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ελεύθερο πουλί

(pessoa independente) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ελεύθερος συνειρμός

(método na psicologia onde o paciente faz associações de forma fluente)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ελεύθερη επιλογή

(opções ilimitadas)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ελεύθερος πολίτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ελεύθερος ανταγωνισμός

(livre concorrência no mercado)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ελεύθερο σχήμα

(estilo improvisado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ελεύθερο χτύπημα

(esp: maneira de recolocar a bola no jogo depois de uma falta) (αθλητικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ελεύθερος έρωτας

substantivo masculino (antiquado, fora de uso: sexo extraconjugal)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ελεύθερος άνθρωπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εισιτήριο ελευθέρας εισόδου

(acesso livre sem custos)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ελεύθερο πνεύμα

locução adjetiva (dissidente, rebelde)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του livre στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του livre

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.