Τι σημαίνει το lixo στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lixo στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lixo στο πορτογαλικά.

Η λέξη lixo στο πορτογαλικά σημαίνει σκουπίδια, σκουπίδια, σκουπίδια, σκουπίδι, σκουπίδια, απόβλητα, σκουπίδι, σκουπίδια, σκουπίδια, σκουπίδια, απόβλητα, σκουπίδι, βλακεία, αηδία, βλακείες, ανοησίες, αηδίες, σκουπίδι, σκουπίδια, απορρίμματα, μπάζα, άχρηστος, άχρηστη, απόρριψη, ρίψη, χωματερή, ΜΗΝ ΠΕΤΑΤΕ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ, συλλογή απορριμάτων, αποκομιδή απορριμάτων, σκουπιδοτενεκές, φαράσι, καλάθι αχρήστων, σκουπιδοφάγος, απορριματοφόρο, που πετά σκουπίδια σε δημόσιους χώρους, που πετά σκουπίδια σε δημόσιους χώρους, χωματερή, σκουπίδι, απόβρασμα, κάθαρμα, σκουπιδοτενεκές, αγωγός ρίψης σκουπιδιών, απορριμματοφόρο, ραδιενεργά απόβλητα, σακούλα απορριμάτων, σκουπιδοτενεκές, κομποστοποιητής απορριμάτων, κάλαθος αχρήστων, σκουπιδοντενεκές, κάλαθος αχρήστων, σκουπιδοντενεκές, σκουπιδοσακούλα, ανεπιθύμητη αλληλογραφία, σκουπιδοτενεκές, κάδος ανακύκλωσης, κάλαθος αχρήστων, σκουπιδοφάγος, ρακοσυλλογή, ρίψη απορριμμάτων, σακούλα σκουπιδιών, σωρός σκουπιδιών, πυρηνικά απόβλητα, τοξικά απόβλητα, σκουπιδιάρικο, σκουπιδοφάγος, κάδος απορριμάτων με ρόδες, ηλεκτρονικά απόβλητα, απόβλητα κηπευτικών εργασιών, αντικείμενα που μαζεύονται από το πάτωμα, πάω χαμένος, βγάζω τα σκουπίδια, ρακοσυλλέκτης, ρακοσυλλέκτρια, σκουπιδοτενεκές, σάρωθρο δρόμων, ανεπιθύμητη αλληλογραφία, ρίχνω σκουπίδια σε κτ, πετάω σκουπίδια σε κτ, ρίχνω σκουπίδια, πετάω σκουπίδια, κάνω σκουπίδια, κάδος, οργανικά σκουπίδια, απορριματοφόρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lixo

σκουπίδια

substantivo masculino (restos, resíduos)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Kyle levou o lixo para fora.
Ο Κάιλ έβγαλε τα σκουπίδια έξω.

σκουπίδια

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
As ruas estavam cheias de lixo porque os lixeiros estavam em greve.
Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι σκουπίδια επειδή οι εργαζόμενοι στην διαχείριση απορριμμάτων απεργούσαν.

σκουπίδια

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Você pode levar o lixo para a lixeira, por favor?
Η ομάδα των εθελοντών πέρασε την ημέρα μαζεύοντας σκουπίδια από την παραλία.

σκουπίδι

substantivo masculino (figurado) (μεταφορικά, μειωτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκουπίδια

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Havia pedaços de lixo por toda a rua. Isso é lixo? Posso jogar fora?
Αυτό είναι για πέταμα; Να το πετάξω;

απόβλητα

(lixo ou esgoto)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

σκουπίδι

substantivo masculino (ING, informal: algo sem valor) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκουπίδια

(μεταφορικά: κάδος)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Richard jogou a casca da banana no lixo.
Ο Ρίτσαρντ έριξε τη φλούδα της μπανάνας στα σκουπίδια.

σκουπίδια

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Bill tirou o lixo, pronto para ser coletado no dia seguinte.
Ο Μπιλ έβγαλε έξω τα σκουπίδια έτοιμα για περισυλλογή την επόμενη ημέρα.

σκουπίδια

(μεταφορικά: ο κάδος)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Não coloque papelão no lixo, ele vai para os recicláveis.

απόβλητα

substantivo masculino (resíduos) (από βιομηχανία)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
A fábrica de suco de laranja gerou muito lixo.
Το εργοστάσιο πορτοκαλάδας παράγει πολλά απόβλητα.

σκουπίδι

substantivo masculino (figurado, gíria) (μεταφορικά, αποδοκιμασίας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O carro de Paul era um lixo.
Το αυτοκίνητο του Πωλ ήταν σκουπίδι.

βλακεία, αηδία

substantivo masculino (figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Você está lendo isso? Achei que fosse lixo.
Το διαβάζεις αυτό; Νόμιζα ότι ήταν βλακεία.

βλακείες, ανοησίες, αηδίες

substantivo masculino (figurado)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Do que está falando? Nunca ouvi tanto lixo!
Για ποιο πράγμα μιλάς; Δεν έχω ξανά ακούσει τέτοια βλακεία!

σκουπίδι

(figurado, informal) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Esse filme era um lixo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η ταινία ήταν για τα μπάζα.

σκουπίδια

substantivo masculino (figurado, gíria) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
O programa de computador só cuspiu um monte de lixo.
Το υπολογιστικό πρόγραμμα έβγαζε μόνο σκουπίδια.

απορρίμματα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Uma pilha de lixo emporcalhava um canto da cozinha.
Ένας σωρός σκουπίδια λέρωνε τη γωνία της κουζίνας.

μπάζα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

άχρηστος, άχρηστη

substantivo masculino (figurado, pejorativo, ofensivo) (για άτομο)

απόρριψη, ρίψη

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
É expressamente proibido o depósito de lixo nesta área.
Απαγορεύεται αυστηρά η ρίψη σκουπιδιών σε αυτήν την περιοχή.

χωματερή

(BR, informal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Wendy levou o lixo do jardim para o lixão.
Η Γουέντι πήγε μερικά σκουπίδια από τον κήπο στη χωματερή.

ΜΗΝ ΠΕΤΑΤΕ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ

interjeição (placa)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συλλογή απορριμάτων, αποκομιδή απορριμάτων

(BRA)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σκουπιδοτενεκές

(BRA)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φαράσι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλάθι αχρήστων

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκουπιδοφάγος

(συσκευή)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

απορριματοφόρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

που πετά σκουπίδια σε δημόσιους χώρους

expressão

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

που πετά σκουπίδια σε δημόσιους χώρους

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χωματερή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σκουπίδι

substantivo masculino (informal: algo indesejado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

απόβρασμα, κάθαρμα

(pejorativo) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ορισμένοι θεωρούν ότι οι φοροεισπράκτορες είναι παλιάνθρωποι.

σκουπιδοτενεκές

(BRA, lixeira)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Não deixe seu lixo no chão. Jogue-o na lata de lixo! Uma lata de lixo é grande, geralmente colocada na rua para a coleta de lixo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μην αφήνεις τα σκουπίδια στο πάτωμα. Πέταξέ τα στο καλάθι των αχρήστων!

αγωγός ρίψης σκουπιδιών

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

απορριμματοφόρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ραδιενεργά απόβλητα

(produto remanescente do reator nuclear)

σακούλα απορριμάτων

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σκουπιδοτενεκές

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Leve estes sapatos fedorentos para fora e jogue na lata de lixo!
Βγάλε αυτά τα βρωμερά παπούτσια έξω και πέταξέ τα στον σκουπιδοτενεκέ!

κομποστοποιητής απορριμάτων

(máquina que prensa dejetos)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κάλαθος αχρήστων, σκουπιδοντενεκές

(receptáculo interno para lixo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κάλαθος αχρήστων, σκουπιδοντενεκές

substantivo feminino (receptáculo interno para lixo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σκουπιδοσακούλα

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Βάζουμε όλα τα σκουπίδια σε μια σκουπιδοσακούλα.

ανεπιθύμητη αλληλογραφία

(e-mail não solicitado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eu tenho ótimos filtros de spam, então quase nunca vejo lixo virtual.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έχω βάλει ειδικά φίλτρα κι έτσι σπάνια λαμβάνω ανεπιθύμητη αλληλογραφία. Το 90% των μηνυμάτων μας είναι συνήθως ανεπιθύμητη αλληλογραφία και μόνο το 10% είναι χρήσιμα.

σκουπιδοτενεκές

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κάδος ανακύκλωσης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Leve os jornais velhos para a lata de lixo reciclável. Nós colocamos jornais, papelão e plástico na nossa lata de lixo reciclável.
Πάρε και πέταξε τις παλιές εφημερίδες στον κάδο ανακύκλωσης.

κάλαθος αχρήστων

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σκουπιδοφάγος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ρακοσυλλογή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ρίψη απορριμμάτων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σακούλα σκουπιδιών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σωρός σκουπιδιών

(pilha, monte de lixo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πυρηνικά απόβλητα

τοξικά απόβλητα

(produto tóxico)

σκουπιδιάρικο

(ανεπίσημο, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκουπιδοφάγος

(dispositivo que descarta o lixo da pia)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κάδος απορριμάτων με ρόδες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ηλεκτρονικά απόβλητα

απόβλητα κηπευτικών εργασιών

substantivo masculino

αντικείμενα που μαζεύονται από το πάτωμα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πάω χαμένος

(desperdiçar)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Um novo estudo mostrou que 50 porcento da comida do mundo vai para o lixo.
Μια νέα μελέτη ανακάλυψε ότι το 50 τις εκατό της τροφής παγκοσμίως πάει χαμένο.

βγάζω τα σκουπίδια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρακοσυλλέκτης, ρακοσυλλέκτρια

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Liam sempre vasculha o lixo dos vizinhos para ver se há algo que possa usar; ele é um verdadeiro catador de lixo.
Ο Λίαμ ψάχνει πάντα στα σκουπίδια του γείτονα για να δει εάν υπάρχει κάτι που μπορεί να πάρει. Είναι πραγματικός ρακοσυλλέκτης.

σκουπιδοτενεκές

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Por favor, coloque suas sobras na lata de lixo.
Σε παρακαλώ πέταξε τα αποφάγια σου στον σκουπιδοτενεκέ.

σάρωθρο δρόμων

(veículo que limpa ruas)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ανεπιθύμητη αλληλογραφία

substantivo masculino (e-mail não solicitado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ρίχνω σκουπίδια σε κτ, πετάω σκουπίδια σε κτ

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pessoas que jogam lixo no chão realmente me deixam bravo.
Όσοι ρίχνουν σκουπίδια στο πεζοδρόμιο με εκνευρίζουν πραγματικά.

ρίχνω σκουπίδια, πετάω σκουπίδια, κάνω σκουπίδια

expressão verbal (εκεί που δεν επιτρέπεται)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ben jogou lixo na rua porque ele não viu uma lixeira para jogar seu lixo.
Ο Μπεν πέταξε τα σκουπίδια κάτω επειδή δεν είδε κάδο για να πετάξει τα ρίξει.

κάδος

(grande contêiner de dejetos)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O homem lançou os restos na lata de lixo.

οργανικά σκουπίδια

απορριματοφόρος

locução adjetiva (όχημα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lixo στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.