Τι σημαίνει το long way στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης long way στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του long way στο Αγγλικά.
Η λέξη long way στο Αγγλικά σημαίνει μεγάλη απόσταση, σημαντική απόσταση, πολύ πιο κάτω, πολύ πιο μακριά, πολύ πιο πέρα, πολύ παραπέρα, μακριά, μακριά, στο μέλλον, μελλοντικά, χρειάζεται πολλή προσπάθεια ακόμη, επιτυγχάνω, βοηθώ πολύ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης long way
μεγάλη απόσταση, σημαντική απόστασηnoun (considerable distance) I'm not sure I would accept a job there; it's a long way from my family. We still have a long way to go on this project before it's finished. Δεν είμαι σίγουρος ότι θα δεχόμουν μια δουλειά εκεί· είναι σε μεγάλη απόσταση από την οικογένειά μου. Έχουμε να καλύψουμε σημαντική απόσταση, πριν θεωρηθεί ολοκληρωμένο αυτό το πρότζεκτ. |
πολύ πιο κάτωadverb (far below) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It's a long way down from the top of the cliff. |
πολύ πιο μακριά, πολύ πιο πέρα, πολύ παραπέραpreposition (a significant distance along) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The climber fell a long way down the mountain, but luckily landed in deep snow. |
μακριάadverb (in the distance) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) A long way off, you could just see the lights from a distant village. |
μακριάadverb (distant, far away) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Those birds are swimming a long way off shore, so you'll need a telescope to see them. |
στο μέλλον, μελλοντικάadverb (US, colloquial (in the distant future) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) My sixtieth birthday is still a long way off. |
χρειάζεται πολλή προσπάθεια ακόμηexpression (much effort still needed) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Brad did well on the quiz, but he has a long way to go before he passes the class. |
επιτυγχάνωexpression (be successful) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) With Tom's intelligence and ambition, he'll go a long way. |
βοηθώ πολύexpression (be helpful) The man's generous donation will go a long way to help build homes for needy families. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του long way στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του long way
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.