Τι σημαίνει το way στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης way στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του way στο Αγγλικά.
Η λέξη way στο Αγγλικά σημαίνει τρόπος, τρόπος, τρόπος, τρόπος, κατεύθυνση, μέρος, οδός, δρόμος, δρόμος, πολύ, πολύ, πολύ, συνήθεια, αυτοκινητόδρομος, μονοπάτι, άποψη, πλευρά, δρόμος, διάθεση, συνήθεια, ύφος, απόσταση, πολύ πιο κάτω, πολύ πιο μακριά, πολύ πιο πέρα, πολύ παραπέρα, μακριά, μακριά, στο μέλλον, μελλοντικά, χρειάζεται πολλή προσπάθεια ακόμη, ολόκληρη την απόσταση, με τα χίλια, εντελώς μέσα, σε όλη την διαδρομή, ολόκληρη την απόσταση, μεγάλη απόσταση, στη διαδρομή, στη διαδρομή, στη πορεία, όπως - όπως, όπως και να έχει, όπως να'ναι, με κάποιον τρόπο, με οποιοδήποτε τρόπο, προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, τυχαία, Αππία οδός, παρεμπιπτόντως, μέσω, ως, για παράδειγμα, παράδρομος, ανοίγω δρόμο, ανοίγω δρόμο, τυχαίνει σε κπ, προχωράω αργά, είτε έτσι, είτε αλλιώς, σπρώχνω κπ για να κάνει στην άκρη, περνάω σπρώχνοντας από κτ, σε κάθε κατεύθυνση, βρίσκω τον δρόμο μου ψηλαφίζοντας, προχωρώ προσεκτικά, αγωνίζομαι για να επιτύχω κτ, βρίσκω έναν τρόπο, βρίσκω μία λύση, μπαίνω με τη βία, μπαίνω με το ζόρι, μπαίνω στην μέση, φεύγω από τη μέση, βγαίνω από τη μέση, ξεμπερδεύω με κτ, γίνεται το δικό μου, περνάει το δικό μου, δίνω προτεραιότητα, δίνω προτεραιότητα σε κτ/κπ, υποχωρώ, καταρρέω, κάνω το χατήρι, επιτυγχάνω, βοηθώ πολύ, πηδιέμαι, εκπληρώνω, πραγματώνω, μπαίνω σε κόπο, κάνω τον κόπο, κάνω παράκαμψη, αλλάζω κατεύθυνση, πάω από την άλλη, πεθαίνω, χαλάω, χαλώ, πνέω τα λοίσθια, διευκολύνω την κατάσταση, έχω έφεση σε κτ, ας γίνει το δικό σου, αποπλανώ, έτσι έχουν τα πράγματα, σε κακή κατάσταση, με κακό τρόπο, με άσχημο τρόπο, σε μεγάλο βαθμό, αδερφικά, φιλικά, εγκάρδια, με έμμεσο τρόπο, ελαφρώς, κατά κάποιον τρόπο, εκλεκτικά, κλειστά, αυθόρμητα, διαφορετικά, καθόλου, με οποιοδήποτε τρόπο, από όλες τις απόψεις, σε κίνδυνο, με τον δικό μου τρόπο, επ'ουδενί, κάπως, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με αυτόν τον τρόπο, έτσι, με τον ίδιο τρόπο, με τον ίδιο τρόπο που, στη μέση, εμποδίζω, εμποδίζω, παρόμοια με, σαν, όπως, σχετικά με, όσον αφορά, με αυτόν τον τρόπο, με ποιο τρόπο, πως, με το δικό μου τρόπο, σπρώχνω, κτυπώ, δείχνω τον δρόμο, ανοίγω τον δρόμο, μαθαίνω κτ με τον δύσκολο τρόπο, μεγάλη απόσταση, σημαντική απόσταση, κοιτάζω και από την άλλη πλευρά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης way
τρόποςnoun (manner) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) There is more than one way to make a cup of tea. Υπάρχουν περισσότεροι του ενός τρόποι να φτιάξει κανείς ένα φλυτζάνι τσάι. |
τρόποςnoun (method of doing [sth]) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Show me the way you knead dough. Δείξε μου τον τρόπο που πλάθεις το ζυμάρι. |
τρόποςnoun (preferred method) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) This is the way to do it. Αυτός είναι ο σωστός τρόπος για να το κάνεις. |
τρόποςnoun (means) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The way to accelerate the project is to add staff. Ο τρόπος για να επιταχύνουμε το πρότζεκτ είναι να αυξήσουμε το προσωπικό. |
κατεύθυνσηnoun (direction) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Which way did you go to get here? Ποια κατεύθυνση πήρες για να πας εκεί; |
μέροςnoun (often plural (divisions, parts) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We divided the dessert three ways. Χωρίσαμε το επιδόρπιο σε τρία μέρη. |
οδόςnoun (street name) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The street I live on is called Artren Way. Ο δρόμος στον οποίο μένω λέγεται οδός Άρτρεν. |
δρόμοςnoun (route) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) There is a way through the mountains ten kilometres south of here. Υπάρχει ένας δρόμος μέσα από τα βουνά δέκα χιλιόμετρα νότια από εδώ. |
δρόμοςnoun (preferred, recognised route) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I don't know the way to the pharmacy. Δεν γνωρίζω τον δρόμο για το φαρμακείο. |
πολύadverb (informal (very much) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Your piece of cake is way bigger than mine. That's way more than I can spend. Το δικό σου κομμάτι τούρτας είναι πολύ μεγαλύτερο από το δικό μου. Αυτά είναι πολύ περισσότερα από όσα μπορώ να διαθέσω. |
πολύadverb (slang (extremely) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sitting at home doing schoolwork on a Friday night is way depressing. |
πολύadverb (far) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) That's way into the future. Αυτό είναι στο πολύ μακρινό μέλλον. |
συνήθειαnoun (characteristic) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) His ways are odd and eccentric. |
αυτοκινητόδρομοςnoun (highway) (για αυτοκίνητα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) We went by the old Roman way. Ακολουθήσαμε τον παλιό ρωμαϊκό δρόμο. |
μονοπάτιnoun (passage) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Follow the way through the woods. |
άποψη, πλευράnoun (aspect) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) In some ways I agree with you. |
δρόμοςnoun (course) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The way to Boston is a major highway. |
διάθεσηnoun (condition, mood) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He is in a bad way today. |
συνήθειαnoun (habit) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He has a way of always losing his keys. Έχει τη συνήθεια να χάνει τα κλειδιά του. |
ύφοςnoun (mode, style) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The modern way uses brighter colours. |
απόστασηnoun (distance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Chicago is a long way from here. Το Σικάγο είναι σε πολύ μεγάλη απόσταση από εδώ. |
πολύ πιο κάτωadverb (far below) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It's a long way down from the top of the cliff. |
πολύ πιο μακριά, πολύ πιο πέρα, πολύ παραπέραpreposition (a significant distance along) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The climber fell a long way down the mountain, but luckily landed in deep snow. |
μακριάadverb (in the distance) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) A long way off, you could just see the lights from a distant village. |
μακριάadverb (distant, far away) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Those birds are swimming a long way off shore, so you'll need a telescope to see them. |
στο μέλλον, μελλοντικάadverb (US, colloquial (in the distant future) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) My sixtieth birthday is still a long way off. |
χρειάζεται πολλή προσπάθεια ακόμηexpression (much effort still needed) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Brad did well on the quiz, but he has a long way to go before he passes the class. |
ολόκληρη την απόστασηexpression (the full distance) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He has just run a marathon and was barefoot all the way. Μόλις έτρεξε σε ένα μαραθώνιο και δε φορούσε παπούτσια για ολόκληρη την απόσταση. |
με τα χίλιαexpression (figurative, slang (completely) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "Which football team do you support?" "Manchester United all the way!" «Τι ομάδα είσαι στο ποδόσφαιρο;» «Manchester United με τα χίλια!» |
εντελώς μέσαadverb (completely in) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) To get the card to work, you have to put it all the way in. |
σε όλη την διαδρομή(during the entire journey to) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) We had to listen to him snore all the way from New York to Rome. |
ολόκληρη την απόσταση(the full distance to) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He sang and danced all the way to school. |
μεγάλη απόσταση(emphatic: a long way) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) You want me to carry this all the way back to the house? |
στη διαδρομήadverb (over a route) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We're driving to the mountains, but will stop for coffee along the way. Οδηγούμε προς τα βουνά, αλλά θα σταματήσουμε για καφέ στη διαδρομή. |
στη διαδρομή, στη πορείαadverb (figurative (in course of events) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Their marriage has lasted 40 years, with a lot of ups and downs along the way. Ο γάμος τους κράτησε 40 χρόνια, με πολλά σκαμπανεβάσματα στην πορεία. |
όπως - όπωςadverb (informal (haphazardly, randomly) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
όπως και να έχει, όπως να'ναι, με κάποιον τρόποnoun (some means) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Is there any way you could make your essay more interesting? |
με οποιοδήποτε τρόποadverb (informal (in any way) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I'm not going shopping for you, any which way! |
προς οποιαδήποτε κατεύθυνσηadverb (informal (in any direction) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The wind keeps blowing the smoke any which way. |
τυχαίαadverb (informal (haphazardly, randomly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) She used to load the dishwasher any which way. |
Αππία οδόςnoun (Roman road in Italy) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Leaving Rome, we saw many pedestrians on the Appian Way. |
παρεμπιπτόντωςexpression (incidentally) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) By the way, have you seen this before? Παρεμπιπτόντως, το έχεις δει αυτό; |
μέσωpreposition (going through) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) She flew from Khartoum to Kathmandu by way of Dubai. Πέταξε από το Χαρτούμ στο Κατμαντού μέσω Ντουμπάι. |
ωςpreposition (as) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Glen sent Sandy a box of chocolates by way of an apology. Ο Γκλεν έστειλε στη Σάντυ ένα κουτί σοκολατάκια ως ένδειξη συγγνώμης. |
για παράδειγμαadverb (as an example) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
παράδρομοςnoun (side road) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ανοίγω δρόμοverbal expression (path: remove obstacles) (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) They took out the old walnut grove to clear the way for the bypass. |
ανοίγω δρόμοverbal expression (figurative (remove obstacles) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) City council approval cleared the way for the new mall. |
τυχαίνει σε κπnoun (happen in [sb]'s life) (απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.) That is the worst thing that ever came my way. I have a feeling that some good luck will come your way soon. Είναι ό,τι χειρότερο μου έτυχε ποτέ. |
προχωράω αργάverbal expression (go slowly) The climber edged his way along the narrow ledge in the cliff face. |
είτε έτσι, είτε αλλιώςadverb (whichever is true) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He may or may not have been insured: either way, you can still make a claim. Μπορεί να είναι ασφαλισμένος ή και όχι. Είτε έτσι, είτε αλλιώς μπορείς να εγείρεις απαιτήσεις. |
σπρώχνω κπ για να κάνει στην άκρηverbal expression (push [sb] aside) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) An old lady elbowed Dan out of the way as he was trying to get on the bus. |
περνάω σπρώχνοντας από κτverbal expression (push through a crowd, etc.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε κάθε κατεύθυνσηexpression (in every direction) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βρίσκω τον δρόμο μου ψηλαφίζονταςverbal expression (find way by touch) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It was pitch black in the tunnel, so we had to feel our way. |
προχωρώ προσεκτικάintransitive verb (proceed tentatively) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αγωνίζομαι για να επιτύχω κτverbal expression (figurative, informal (struggle to succeed) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She fought her way to the top of the company. |
βρίσκω έναν τρόπο, βρίσκω μία λύσηverbal expression (devise a solution) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I don't know how I'll do it, but I'll find a way. |
μπαίνω με τη βίαverbal expression (obtain entry, way: by strength) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The army forced their way into the city. |
μπαίνω με το ζόριverbal expression (enter by physical force) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She attempted to keep him outside of the house, but he forced his way in. |
μπαίνω στην μέσηintransitive verb (be an obstacle) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I couldn't see much of the parade because a tall fat man got in the way. |
φεύγω από τη μέση, βγαίνω από τη μέσηverbal expression (informal (move aside) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The truck finally got out of the way and I was able to turn right. |
ξεμπερδεύω με κτverbal expression (informal, figurative (task: complete) Let's get the cleaning out of the way: then we can do something fun. |
γίνεται το δικό μου, περνάει το δικό μουverbal expression (have what you want) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sue got her own way when her parents let her go to the party. |
δίνω προτεραιότηταverbal expression (driving: yield, give priority to) Drivers should always give way when there are pedestrians about. Οι οδηγοί πρέπει πάντα να δίνουν προτεραιότητα όταν υπάρχουν πεζοί τριγύρω. |
δίνω προτεραιότητα σε κτ/κπverbal expression (driving: yield to, give priority to) When driving in the UK, remember to give way to traffic on your right. |
υποχωρώ, καταρρέωverbal expression (fall, collapse, break under pressure) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The bridge columns couldn't resist the strong current and ended up giving way. Οι κολόνες της γέφυρας δεν μπόρεσαν να αντέξουν το ισχυρό ρεύμα του νερού και στο τέλος υποχώρησαν. |
κάνω το χατήριverbal expression (give in to: [sb], [sth]) (σε κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Adrian pestered me so much about going to the party that eventually I gave way to him. |
επιτυγχάνωexpression (be successful) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) With Tom's intelligence and ambition, he'll go a long way. |
βοηθώ πολύexpression (be helpful) The man's generous donation will go a long way to help build homes for needy families. |
πηδιέμαιintransitive verb (slang (have sex) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He wanted to go all the way but she said no. |
εκπληρώνω, πραγματώνωintransitive verb (informal (completely fulfil expectations) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μπαίνω σε κόπο, κάνω τον κόποverbal expression (figurative (make effort) (συνήθως με άρνηση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Don't go out of your way to bring me the book: I don't need it today. She went out of her way to help me. Έκανε ό,τι μπορούσε για να με βοηθήσει. |
κάνω παράκαμψηverbal expression (take detour) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It is the best bakery in town, and it is worth going out of your way to get your bread there. |
αλλάζω κατεύθυνσηverbal expression (take a different direction) |
πάω από την άλληverbal expression (take the opposite direction) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Joe set off towards the bank and I went the other way towards the post office. |
πεθαίνωverbal expression (literary (person: die) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χαλάω, χαλώverbal expression (figurative (food: go bad, spoil) (φαγητό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πνέω τα λοίσθιαverbal expression (figurative (project, etc.: come to an end) (μεταφορικά) |
διευκολύνω την κατάστασηverbal expression (figurative (make [sth] go more smoothly) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Richard's friend greased the wheels a little to help him get his job application processed early. |
έχω έφεση σε κτverbal expression (have a natural affinity for) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She should be a writer - she's really got a way with words. |
ας γίνει το δικό σουinterjection (informal, disapproving (resignation) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) OK, have it your way; I'm through arguing with you. You don't want pepperoni on the pizza? Fine, have it your own way. |
αποπλανώverbal expression (informal (seduce, have sex with) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) As soon as she saw Paul, Amanda was determined to have her way with him. |
έτσι έχουν τα πράγματαexpression (informal (that is how things normally happen) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε κακή κατάστασηadjective (informal (unwell, in a poor state) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Paul was in a bad way after his motorbike accident. |
με κακό τρόπο, με άσχημο τρόποadverb (having a negative effect) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Luka is behaving in a bad way which is affecting the other children in his class. |
σε μεγάλο βαθμόadverb (informal (very much, greatly) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If we lose the contract, it will hurt us in a big way. |
αδερφικάadverb (in an affectionate, fraternal way) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) There was nothing homoerotic about their greeting, they just hugged each other in a brotherly way. |
φιλικά, εγκάρδιαadverb (cordially, warmly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I greeted him in a friendly way. |
με έμμεσο τρόποadverb (figurative (circuitously) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) What I'm asking, in a roundabout way, is whether you'd like to go out with me tonight? |
ελαφρώςadverb (slightly, somewhat) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Being suspended from school has actually improved his behaviour in a small way. |
κατά κάποιον τρόποadverb (sort of, more or less) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) In a way, Aiden deserved the victory as much as his opponent, but there can only be one winner. Κατά κάποιον τρόπο ο Έιντεν δικαιούνταν εξίσου τη νίκη με τον αντίπαλό του, αλλά μπορούσαμε να έχουμε μόνο ένα νικητή. |
εκλεκτικά, κλειστάadverb (showing elitism) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αυθόρμηταadverb (casually) (χωρίς να το σκεφτώ) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) One of the customers complained that the waiter had treated him in an offhand way. |
διαφορετικάadverb (differently) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
καθόλουadverb (at all, in the slightest) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) If I've offended you in any way, I apologise. |
με οποιοδήποτε τρόποadverb (in whichever manner) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'll get the job done today in any way I can. |
από όλες τις απόψειςadverb (completely, in all aspects) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The new house was better in every way than the apartment. |
σε κίνδυνοexpression (in danger) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
με τον δικό μου τρόποadverb (uniquely) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Every Greek island is, in its own way, unique. |
επ'ουδενίadverb (not at all) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The fact that you were a little drunk in no way excuses your behavior. |
κάπωςadverb (somehow) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I thought he looked different in some way, then I realised he'd shaved off his beard. |
με τον έναν ή τον άλλο τρόποadverb (somehow) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'd like to help him in some way or other because he deserves to succeed. |
με αυτόν τον τρόποexpression (through the stated method) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έτσιexpression (in the stated manner) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sorry if I offended you; I didn't mean it in that way. |
με τον ίδιο τρόποexpression (similarly) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) She never cooks that dish in the same way, so it is different every time. Ποτέ δεν μαγειρεύει αυτό το πιάτο με τον ίδιο τρόπο, οπότε κάθε φορά είναι αλλιώτικο. |
με τον ίδιο τρόπο πουpreposition (similarly to) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I tried to paint the sunflowers in the same way as Van Gogh. Προσπάθησα να ζωγραφίσω τα ηλιοτρόπια με τον ίδιο τρόπο που τα έκανε ο Βαν Γκογκ. |
στη μέσηadjective (causing an obstruction) (για εμπόδια) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You've left your car in the way and I can't get past it. |
εμποδίζωverbal expression (physically blocking [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Can you move your suitcase out of the hallway, please? It's in the way. |
εμποδίζωverbal expression (impeding work, progress, etc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρόμοια με, σαν, όπωςpreposition (similar to, like) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σχετικά με, όσον αφοράpreposition (relating to) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) There isn't much in this book in the way of European history. Δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες στο βιβλίο σχετικά με την ευρωπαϊκή ιστορία. |
με αυτόν τον τρόποadverb (as demonstrated or described) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) If you do it this way it will take longer than if you do it the other way. Αν το κάνεις μ' αυτόν τον τρόπο θα πάρει περισσότερο χρόνο απ' το να το κάνεις με τον άλλο τρόπο. |
με ποιο τρόπο, πωςadverb (how) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
με το δικό μου τρόποadverb (with your own style) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Don't copy your classmates: the important thing is to do it in your own way. You're beautiful in your own way! |
σπρώχνω, κτυπώverbal expression (informal (shove aside) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He ran down the school hallway knocking people out of his way. |
δείχνω τον δρόμοverbal expression (serve as guide) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) John knows where we are going, so he will lead the way. |
ανοίγω τον δρόμοverbal expression (figurative (be the first to do [sth]) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ford led the way into mass-produced automobiles. |
μαθαίνω κτ με τον δύσκολο τρόποverbal expression (learn from difficult experiences) |
μεγάλη απόσταση, σημαντική απόστασηnoun (considerable distance) I'm not sure I would accept a job there; it's a long way from my family. We still have a long way to go on this project before it's finished. Δεν είμαι σίγουρος ότι θα δεχόμουν μια δουλειά εκεί· είναι σε μεγάλη απόσταση από την οικογένειά μου. Έχουμε να καλύψουμε σημαντική απόσταση, πριν θεωρηθεί ολοκληρωμένο αυτό το πρότζεκτ. |
κοιτάζω και από την άλλη πλευράverbal expression (look in the opposite direction) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Don't just look to your right when you cross the street; look the other way as well. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του way στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του way
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.