Τι σημαίνει το about στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης about στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του about στο Αγγλικά.

Η λέξη about στο Αγγλικά σημαίνει περίπου, περίπου, αφορώ, αφορώ, σχετικά με, ολόγυρα, πέρα δώθε, έτοιμος, από την άλλη πλευρά, σε περίμετρο, κυκλοφορώ, έχει κάτι, γύρω, τριγύρω, κοντά σε, είμαι εδώ, είμαι παρών, γύρω από, τριγύρω από, γύρω από, τριγύρω από, γύρω από, σε όλο, γύρω από, τριγύρω από, γύρω, τριγύρω, γύρω σε, τριγύρω, γύρω, τριγύρω, γύρω, περίπου, περίπου, υπάρχω, κοντά, τριγύρω, ολόγυρα, περίμετρος, περιφέρεια, τριγύρω, γύρω, -, γύρω, σε τροχιά, σε κύκλο, -, κάπου, -, γύρω από, χαζολογάω, χαζολογώ, διαδίδω, περπατάω και σκουντουφλάω σε κτ, μιλώ ασταμάτητα για κτ, μιλώ ακατάπαυστα για κτ, κουβεντιάζω, τσαμπουνάω, κινούμαι αδέξια, φέρνω, πραγματοποιώ, δεν βγάζω λέξη για κτ, ψάχνω, ψάχνω, χαζολογάω, χαζολογώ, προκύπτω, συμβαίνω, ορτσάρω, αστειεύομαι για κτ, φλυαρώ για κτ, μακρηγορώ για κτ, χαζολογώ, χασομερώ, μαλακίζομαι, που πρόκειται να γίνει, που πρόκειται να συμβεί, που πρόκειται να γίνει, που πρόκειται να συμβεί, μεταβολή, μεταβολή, Μεταβολή!, κάνω μεταβολή, κάνω μεταβολή, ταλανίζομαι από κτ, συμφωνώ με κπ για κτ, για, γύρω, τριγύρω, θυμώνω, αισθάνομαι αγχωμένος για κτ, αδιάφορος, αγχώνομαι για κτ, μαλώνω, τσακώνομαι, μαλώνω συνέχεια για κτ, μαλώνω διαρκώς για κτ, ρωτάω, ρωτώ, ρωτάω, ρωτώ, περίπου, γύρω, πάνω κάτω, αξιόπιστος, κακό προαίσθημα για κτ/κπ, κακομεταχειρίζομαι, υπεκφεύγω, υπεκφυγή, παραπονιέμαι, γκρινιάζω, γκρινιάζω για κτ, παραπονιέμαι για κτ, μαλώνω για κτ, τσακώνομαι για κτ, καβγαδίζω για κτ, γκρινιάζω για κτ, μουρμουράω για κτ, κάνω αποκαλύψεις, φλυαρώ για κτ, γκρινιάζω για κτ, μουρμουρίζω για κτ, μουρμουράω για κτ, φλυαρώ για κπ/κτ, καυχιέμαι, καυχιέμαι, καυχιέμαι, κομπάζω, ενημερώνω, κολλάω, στριμώχνω κπ και τον ρωτάω για κτ, ενδιαφέρον, με ενδιαφέρει, με απασχολεί, με αφορά, νοιάζομαι για κπ, προσέχω, προειδοποιώ κπ για κτ, άσχετος με κτ, συντελώ στην πρόκληση, μιλάω ανοιχτά για κτ, σχολιάζω, παραπονιέμαι, ανήσυχος για κτ, δεν δίνω δεκάρα, δεν δίνω μία, δεν δίνω φράγκο, δεν δίνω πεντάρα τσακιστή, που κρύβει κτ, που κρύβεται για κτ, γκρινιάζω για κτ, μουρμουρίζω για κτ, τρελός για κπ, τρελαμένος με κτ, πωρωμένος με κτ, κολλημένος με κτ, κοκορεύομαι, κλαίω για κτ/κπ, κλαίω, που έχει περιέργεια για κτ, ταραγμένος με κτ, αναστατωμένος με κτ, ξετρελαμένος, τρελαμένος, ονειρεύομαι, διαφωνώ, συζητώ, δυσαρεστημένος με κτ, που έχει αμφιβολίες, ονειρεύομαι, ονειρεύομαι, ενημερώνω κπ για κτ, διαφωτίζω, διαφωτίζω, ενθουσιάζομαι, ενθουσιασμένος, ενθουσιασμένος που θα κάνω κτ, εγκωμιάζω, εξυμνώ, διακηρύσσω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, λέω ιστορίες για κτ, διηγούμαι ιστορίες για κτ, φαντάζομαι, έχω ανάμεικτα συναισθήματα για κτ, έχω αντικρουόμενα συναισθήματα για κτ, νιώθω άσχημα για κτ, έχω θετικό προαίσθημα για κτ, έχω καλό προαίσθημα για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης about

περίπου

preposition (mainly UK (quantity: approximately)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
There were about fifteen people in our tour group.
Το γκρουπ μας είχε γύρω στα δεκαπέντε άτομα.

περίπου

preposition (mainly UK (time: close to, more or less)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I heard a crash at about ten o'clock last night.
Άκουσα έναν κρότο γύρω στις δέκα χθες το βράδυ.

αφορώ

preposition (on the subject of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I went to the library to look for a book about insects.
Πήγα στη βιβλιοθήκη να βρω ένα βιβλίο για τα έντομα.

αφορώ

verbal expression (be on the subject of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My presentation is about the effects of alcohol. This book is about a king who loses his crown.

σχετικά με

preposition (of, concerning)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What do you think about the president's speech?
Ποια είναι η άποψή σου για τον λόγο του προέδρου;

ολόγυρα

adverb (mainly UK (all around)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She was sitting at her desk, books lying all about.
Καθόταν στο γραφείο της με βιβλία πεταμένα τριγύρω.

πέρα δώθε

adverb (mainly UK (from one spot to another)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
He was dancing about, waving his lottery ticket in the air.
Χοροπηδούσε πέρα δώθε, κουνώντας το λαχείο του στον αέρα.

έτοιμος

verbal expression (on the point of doing)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I was just about to step into the bath when the doorbell rang.
Ετοιμαζόμουν να μπω στην μπανιέρα όταν χτύπησε το κουδούνι της πόρτας.

από την άλλη πλευρά

adverb (mainly UK (in the opposing direction)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He whirled about and saw that his girlfriend was behind him.

σε περίμετρο

adverb (mainly UK (in circumference)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The lake is approximately three miles about.
Η λίμνη έχει περίμετρο περίπου τρία μίλια.

κυκλοφορώ

adverb (prevalent)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
There are lots of cases of the measles about.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Την άνοιξη κυκλοφορούν πολλές ιώσεις.

έχει κάτι

preposition (of the nature of [sth])

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
There's something about his voice that makes me nervous.
Η φωνή του έχει κάτι που μου προκαλεί νευρικότητα.

γύρω, τριγύρω

preposition (surrounding)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
There were shots all about us.

κοντά σε

preposition (mainly UK (near to)

There are lots of trees about the house and garden.

είμαι εδώ, είμαι παρών

phrasal verb, intransitive (informal (be present, in the vicinity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Not many people are about today.

γύρω από, τριγύρω από

preposition (surrounding)

They put a fence around the swimming pool.
Έβαλαν φράχτη γύρω από την πισίνα.

γύρω από, τριγύρω από

preposition (in a circle about [sth])

They sat around the table wondering what to do next.
Κάθισαν γύρω από το τραπέζι κι αναρωτιόνταν τι θα έκαναν στη συνέχεια.

γύρω από

preposition (encircling)

Put the belt around your waist and then fasten it.
Βάλε τη ζώνη στη μέση σου και κούμπωσέ την.

σε όλο

preposition (all over, from place to place) (από μέρος σε μέρος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She travels around the country for her job.
Ταξιδεύει παντού στη χώρα για τη δουλειά της.

γύρω από, τριγύρω από

preposition (in all directions)

There were roads leading off all around the house.

γύρω, τριγύρω

preposition (scattered through) (σκόρπια)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Books were spread all around the room.
Βιβλία ήταν απλωμένα παντού γύρω (or: τριγύρω) στο δωμάτιο.

γύρω σε

preposition (time: approximately) (περίπου: χρόνος)

I'll see you around three o'clock.
Θα τα πούμε κατά τις τρεις.

τριγύρω

adverb (in a ring, circle) (σε κύκλο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The dog ran around and around trying to catch its tail.
Ο σκύλος έτρεχε γύρω γύρω προσπαθώντας να πιάσει την ουρά του.

γύρω, τριγύρω

adverb (in all directions) (προς κάθε κατεύθυνση)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Look around and note down everything you can see.
Κοίτα γύρω (or: τριγύρω) και σημείωσε ό,τι βλέπεις.

γύρω

adverb (with a circular course)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The earth turns around on its axis.
Η γη γυρίζει γύρω από τον άξονά της.

περίπου

preposition (size, amount: approximately)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It's around three inches tall and an inch wide.
Έχει τρεις ίντσες ύψος και μία πλάτος κατά προσέγγιση.

περίπου

preposition (quantity: approximately)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It takes around 60 gallons of water to grow one avocado.

υπάρχω

adjective (informal (in existence)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Plastic chairs have been around for thirty years.
Οι πλαστικές καρέκλες υπάρχουν εδώ και τριάντα χρόνια.

κοντά

adjective (informal (present, nearby)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Is she around? I want to ask her something.

τριγύρω, ολόγυρα

adverb (on every side) (σε κάθε πλευρά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It's a beautiful house with trees all around.
Είναι ένα όμορφο σπίτι με δέντρα γύρω γύρω.

περίμετρος, περιφέρεια

adverb (in circumference)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The vase is ten centimetres around.
Το βάζο έχει περίμετρο (or: περιφέρεια) δέκα εκατοστά.

τριγύρω, γύρω

adverb (surrounding a place)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
There are lots of shops around.

-

adverb (used in compounds (in circulation) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
There are rumours going around.
Κυκλοφορούν φήμες.

γύρω

adverb (with roundabout direction)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The road goes around to the orchard.

σε τροχιά, σε κύκλο

adverb (in a circuit)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The crowd watched with excitement as the cars raced around.

-

adverb (over: to a certain place) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
She came around to my house. I drove round to the office to pick up some files.
Ήρθε σπίτι μου. Πήγα με το αυτοκίνητο στο γραφείο για να πάρω κάτι φακέλους.

κάπου

preposition (in, near)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Is James around the office somewhere?
Είναι ο Τζέιμς στο γραφείο;

-

preposition (to various parts of) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We should go around town and put posters up.
Καλό θα ήταν να γυρίσουμε την πόλη και να κρεμάσουμε αφίσες.

γύρω από

preposition (centred on) (μεταφορικά)

The course is organized around important historical events.

χαζολογάω, χαζολογώ

phrasal verb, intransitive (UK, vulgar, slang (behave in a frivolous way)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διαδίδω

phrasal verb, transitive, separable (spread ideas about [sth/sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περπατάω και σκουντουφλάω σε κτ

phrasal verb, intransitive (move about clumsily)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The baby woke up in the middle of the night, crying, because Joe was banging around in the kitchen.

μιλώ ασταμάτητα για κτ, μιλώ ακατάπαυστα για κτ

(UK, informal (talk insistently about [sth])

Tanya is always banging on about how awful her boss is.
Η Τάνια δεν βάζει ποτέ γλώσσα μέσα για το πόσο κακό είναι το αφεντικό της.

κουβεντιάζω

phrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (discuss casually) (κάποιο θέμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τσαμπουνάω

(UK, slang (talk incessantly) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
What on earth are you on about?
Τι στο καλό μου τσαμπουνάς;

κινούμαι αδέξια

phrasal verb, intransitive (move clumsily)

φέρνω, πραγματοποιώ

phrasal verb, transitive, separable (cause)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He promised that he would bring about change.
Υποσχέθηκε ότι θα πραγματοποιήσει αλλαγές.

δεν βγάζω λέξη για κτ

(figurative, slang (keep silent)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You'd better button up about the missing cookies.
Καλύτερα να μην βγάλεις λέξη για τα μπισκότα που λείπουν.

ψάχνω

phrasal verb, intransitive (search)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As time wore on and Audrey still hadn't found her glasses, she began to cast about desperately.

ψάχνω

(figurative (seek)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm casting about for some really good example sentences.

χαζολογάω, χαζολογώ

phrasal verb, intransitive (informal (play the fool, behave in a silly way)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
One can never take him seriously; he's always clowning around.

προκύπτω, συμβαίνω

phrasal verb, intransitive (happen)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dave's idea to start his own business came about after he lost his job.
Η ιδέα του Ντέιβ να ξεκινήσει τη δική του επιχείρηση προέκυψε αφότου έχασε τη δουλειά του.

ορτσάρω

phrasal verb, intransitive (nautical: tack)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The yacht came about.
Το ιστιοφόρο ορτσάρισε.

αστειεύομαι για κτ

(US, figurative, slang (make jokes about)

The girls were cutting up about their embarrassing parents.

φλυαρώ για κτ, μακρηγορώ για κτ

(talk boringly about [sth])

Clive was droning on about his problems at work.

χαζολογώ, χασομερώ

phrasal verb, intransitive (UK, informal (waste time doing [sth] trivial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μαλακίζομαι

phrasal verb, intransitive (vulgar, slang (spend time foolishly) (αργκό, χυδαίο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

που πρόκειται να γίνει, που πρόκειται να συμβεί

verbal expression (on the point of being)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She is about to become the youngest scientist to win the Nobel Prize.
Πρόκειται να γίνει η νεώτερη επιστήμονας που θα κερδίσει το Βραβείο Νόμπελ.

που πρόκειται να γίνει, που πρόκειται να συμβεί

adjective (imminent)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You want me to give you money? That's not about to happen.
Θέλεις να σου δώσω χρήματα; Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί.

μεταβολή

noun (figurative (policy, opinion: reversal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Following a strong public outcry, the politician did an about-face regarding his position on global warming.
Σε συνέχεια της ισχυρής κοινωνικής κατακραυγής, ο πολιτικός έκανε μεταβολή σε ότι αφορά την θέση του για την υπερθέρμανση του πλανήτη.

μεταβολή

noun (military: turn)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Μεταβολή!

interjection (military: turn)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Company halt! About-face! Forward march!
Λόχος αλτ! Μεταβολή! Εμπρός μαρς!

κάνω μεταβολή

intransitive verb (military: perform a turn)

κάνω μεταβολή

intransitive verb (turn in opposite direction)

ταλανίζομαι από κτ

(struggle with decision)

I was very unsure about whether or not to give up my job and I agonised over the decision for weeks.

συμφωνώ με κπ για κτ

verbal expression (have same opinion about)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We all agreed with Jack about the colour of the new chairs.
Όλοι συμφωνήσαμε με τον Τζακ για το χρώμα που θα έχουν οι νέες καρέκλες.

για

adjective (on the topic of)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
I want to hear all about your trip.
Θέλω να ακούσω τα πάντα σχετικά με το ταξίδι σου.

γύρω, τριγύρω

adverb (UK (all around a certain area)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The pickpocket looked all about to make sure nobody was watching.

θυμώνω

(cross about [sth]) (με κάτι, για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He was angry about his son's failure.
Ήταν θυμωμένος για την αποτυχία του γιου του.

αισθάνομαι αγχωμένος για κτ

verbal expression (be nervous about [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Claire is anxious about her appointment with the dentist tomorrow.

αδιάφορος

(indifferent about) (για κτ, μπροστά σε κτ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The receptionist seemed apathetic about her job and barely smiled at us.

αγχώνομαι για κτ

(be nervous about [sth])

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I'm apprehensive about moving to Japan; I have never lived abroad before.
Αγχώνομαι για τη μετακόμιση στην Ιαπωνία. Δεν έχω ζήσει στο εξωτερικό ποτέ άλλοτε.

μαλώνω, τσακώνομαι

(disagree) (για κτ, με κπ για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My friend always argues about money with her husband.
Η φίλη μου μαλώνει (or: τσακώνεται) συνέχεια με τον σύζυγό της για τα λεφτά.

μαλώνω συνέχεια για κτ, μαλώνω διαρκώς για κτ

(figurative (disagree constantly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The two brothers argue endlessly over who is better at basketball.

ρωτάω, ρωτώ

transitive verb (request information from [sb]) (για κτ, σχετικά με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He asked his father about jobs in the factory.
Ρώτησε τον πατέρα του για με τυχόν θέσεις εργασίας στο εργοστάσιο.

ρωτάω, ρωτώ

(request information) (για κτ/σχετικά με κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The journalist was asking about the director's latest film.
Ο δημοσιογράφος έκανε ερωτήσεις σχετικά με την τελευταία ταινία του σκηνοθέτη.

περίπου, γύρω, πάνω κάτω

adverb (time: at approximately)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Class starts at one, shall we meet at about quarter to?

αξιόπιστος

(knowledgeable about) (όσον αφορά σε κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My history teacher is particularly authoritative on the Tudor period.

κακό προαίσθημα για κτ/κπ

noun (misgivings)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I have a bad feeling about this place; I think we should leave.

κακομεταχειρίζομαι

adjective (UK (treated or handled roughly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υπεκφεύγω

verbal expression (figurative (avoid getting to the point)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stop beating around the bush and give me the real reason!

υπεκφυγή

noun (not getting to the point)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
All this beating around the bush is starting to annoy me; just say yes or no!

παραπονιέμαι, γκρινιάζω

(mainly US, slang (complain) (για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He's always beefing about work.

γκρινιάζω για κτ, παραπονιέμαι για κτ

(slang (complain about [sth])

Fred is always bellyaching about the long hours he has to work.

μαλώνω για κτ, τσακώνομαι για κτ, καβγαδίζω για κτ

(quarrel about)

My brother and I often bicker over which TV channel we want to watch.

γκρινιάζω για κτ, μουρμουράω για κτ

(vulgar, slang (complain about [sth])

The employees stood at the coffee machine and bitched about their pay.
Οι εργαζόμενοι στέκονταν δίπλα στη μηχανή του καφέ και γκρίνιαζαν (or: μουρμούραγαν) για τον μισθό τους.

κάνω αποκαλύψεις

(slang (divulge carelessly) (για κτ, σχετικά με κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The secretary blabbed to the newspapers about her affair with her boss.

φλυαρώ για κτ

(talk pointlessly about)

My dad likes to blather about football to anyone who will listen.

γκρινιάζω για κτ, μουρμουρίζω για κτ, μουρμουράω για κτ

(figurative, pejorative (complain about)

There is no point in bleating about the weather; we can't change it.

φλυαρώ για κπ/κτ

(UK, regional (talk pointlessly about)

καυχιέμαι

(speak proudly) (για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jillian is boasting about her children again.
Η Τζίλιαν καυχιέται ξανά για τα παιδιά της.

καυχιέμαι

verbal expression (speak proudly about achieving [sth]) (ότι/πως ή για κάτι που έκανα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Marcus often boasts about running the Boston Marathon last year.
Ο Μάρκους καυχιέται συχνά ότι έτρεξε στον περσινό μαραθώνιο της Βοστώνης.

καυχιέμαι, κομπάζω

(talk boastfully) (για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He is always bragging about his wealth.
Συνεχώς καυχιέται για τον πλούτο του.

ενημερώνω

(apprise of) (κπ για κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The chief briefed his agents on the recent developments of the case.
Ο αρχηγός ενημέρωσε τους πράκτορές του για τις πρόσφατες εξελίξεις της υπόθεσης.

κολλάω

(think too much about) (μτφ: σε κάτι, με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
There is no point in brooding over things that have happened in the past. Jamie has been brooding about the outcome of last night's football game all morning.
Δεν υπάρχει λόγος να υπεραναλύουμε πράγματα που συνέβησαν στο παρελθόν. Ο Τζέιμι υπεραναλύει το αποτέλεσμα του χθεσινοβραδινού αγώνα ποδοσφαίρου όλο το πρωί.

στριμώχνω κπ και τον ρωτάω για κτ

(US, figurative, informal (accost, force to converse about) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The reporter buttonholed the congressman about budget cuts.

ενδιαφέρον

noun (informal, figurative (interest) (για κτ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There has been a lot of buzz this season for plaid skirts.

με ενδιαφέρει, με απασχολεί, με αφορά

(think is important)

I care about the issue of global warming.
Με ενδιαφέρει (or: με απασχολεί) το θέμα της υπερθέρμανσης του πλανήτη.

νοιάζομαι για κπ

(feel affection)

Of course I want to spend more time with you. I care about you.
Φυσικά και θέλω να περάσω περισσότερο χρόνο μαζί σου. Νοιάζομαι για σένα.

προσέχω

adjective (making sure to do [sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He is careful about locking the doors before he goes out.
Προσέχει να κλειδώνει πάντα την πόρτα πριν βγει έξω.

προειδοποιώ κπ για κτ

(warn)

The boss cautioned his employees about time-wasting.

άσχετος με κτ

(informal (uninformed)

Don't ask me! I'm clueless about babies!

συντελώ στην πρόκληση

verbal expression (cause jointly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Opposition to the government and anger at the police combined to bring about the riots.

μιλάω ανοιχτά για κτ

(informal (confess to [sth]) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You might feel better if you go to your boss and just come clean about what you did.

σχολιάζω

(make remarks)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Audrey commented about the newspaper article.
Η Ώντρευ σχολίασε το άρθρο της εφημερίδας.

παραπονιέμαι

(find fault, express unhappiness) (για κάποιον/κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She never stops complaining about her lazy, useless husband. He complained about the leak to his landlord.
Ποτέ δε σταματά να γκρινιάζει (or: μουρμουρίζει) για τον τεμπέλη, άχρηστο σύζυγό της.

ανήσυχος για κτ

(worried about [sth])

Tina is concerned about her weight and has decided to join a gym.
Η Τίνα είναι προβληματισμένη με το βάρος της και αποφάσισε να ξεκινήσει γυμναστήριο.

δεν δίνω δεκάρα, δεν δίνω μία, δεν δίνω φράγκο, δεν δίνω πεντάρα τσακιστή

verbal expression (informal (feel completely apathetic towards) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I couldn't care less about the tabloid headlines.
Σκασίλα μου για όσα λένε οι παλιοφυλλάδες!

που κρύβει κτ, που κρύβεται για κτ

(evasive) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jennine stopped dyeing her hair and being coy about her age. The senator remained coy about his plans to run for governor.
Ο γερουσιαστής ήταν μυστικοπαθής σχετικά με τα σχέδιά του να κατέβει για κυβερνήτης.

γκρινιάζω για κτ, μουρμουρίζω για κτ

(informal (complain about)

You don't make the weather any better by crabbing about it.

τρελός για κπ

(slang (infatuated) (μεταροφικά)

She thinks about him all the time because she is crazy for him.
Τον σκέφτεται όλη την ώρα γιατί είναι τρελή γι' αυτόν.

τρελαμένος με κτ, πωρωμένος με κτ, κολλημένος με κτ

(slang (enthusiastic) (αργκό)

My youngest boy's just crazy about basketball.
Ο μικρότερος γιος μου είναι τρελαμένος (or: πωρωμένος) με το μπάσκετ.

κοκορεύομαι

(figurative, informal (brag about) (για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Steve is crowing about his perfect test score.
Ο Στηβ κοκορεύεται για τον άριστο βαθμό του στο διαγώνισμα.

κλαίω για κτ/κπ

(shed tears for)

The little boy was crying about being punished. What on earth are you crying about?
Το μικρό αγόρι έκλαιγε γιατί το τιμώρησαν. Γιατί στο καλό κλαις;

κλαίω

(figurative (mourn, lament) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
There is no point in crying about a situation you cannot change.
Δεν υπάρχει λόγος να κλαις για μια κατάσταση που δεν μπορείς να αλλάξεις.

που έχει περιέργεια για κτ

(interested in [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Small children are curious about everything.
Τα μικρά παιδιά είναι περίεργα για τα πάντα.

ταραγμένος με κτ, αναστατωμένος με κτ

(slang, figurative (upset)

ξετρελαμένος, τρελαμένος

(mainly UK, informal (person: infatuated) (με κάποιον/κάτι)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Becca is totally daft about the new guy at work.
Η Μπέκα είναι απόλυτα τρελαμένη με τον νέο συνάδελφό της.

ονειρεύομαι

(fantasize about)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I frequently daydream about living in a warmer climate.

διαφωνώ

verbal expression (not agree) (με κάποιον για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alison disagreed with Mike about the best way to discipline their daughter.
Η Άλισον διαφώνησε με τον Μάικ όσον αφορά τον καλύτερο τρόπο για να πειθαρχηθεί η κόρη τους.

συζητώ

(discuss)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δυσαρεστημένος με κτ

(dissatisfied with, disapproving of)

The king was displeased with his advisor's decision to dismiss several members of the court.

που έχει αμφιβολίες

adjective (unconvinced, not sure)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
John is doubtful about whether he made the right choice.
Ο Τζον αμφιβάλλει για το αν έκανε τη σωστή επιλογή.

ονειρεύομαι

(daydream) (μεταφορικά: μελλοντική εικόνα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
All day long, she dreamed of their honeymoon.
Αναπολούσε τον μήνα του μέλιτος όλη μέρα.

ονειρεύομαι

(fantasize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She dreams about becoming an astronaut.
Φαντασιώνεται (or: φαντασιώνει) ότι θα γίνει αστροναύτης.

ενημερώνω κπ για κτ

transitive verb (inform, enlighten)

The doctor educated us about the dangers of antibiotics.
Ο γιατρός μας ενημέρωσε για τους κινδύνους των αντιβιοτικών.

διαφωτίζω

(figurative (explain or clarify to) (κπ σχετικά με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Would somebody please enlighten me about whatever is going on here!

διαφωτίζω

(figurative (inform) (κπ σχετικά με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ray is an expert on French existentialism, so he can enlighten you about that branch of philosophy.

ενθουσιάζομαι

intransitive verb (show enthusiasm)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ενθουσιασμένος

(keen, hopeful) (με κτ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I'm not enthusiastic about the new tax system.
Δεν είμαι ενθουσιασμένη με το νέο φορολογικό σύστημα.

ενθουσιασμένος που θα κάνω κτ

expression (excited to do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tony's very enthusiastic about starting college.
Ο Τόνυ είναι πολύ ενθουσιασμένος που θα ξεκινήσει το πανεπιστήμιο.

εγκωμιάζω, εξυμνώ

(speak in praise of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brent eulogized at length about the benefits of a vegan diet.

διακηρύσσω

(figurative (enthuse about [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

verbal expression (be animated, enthusiastic about)

The children are excited about going on holiday next week.

λέω ιστορίες για κτ, διηγούμαι ιστορίες για κτ

(recount)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She'll fable about her past for hours if you let her.

φαντάζομαι

(imagine, daydream about [sth]) (ότι/πως)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As a child, I fantasized about living in a boarding school.

έχω ανάμεικτα συναισθήματα για κτ, έχω αντικρουόμενα συναισθήματα για κτ

verbal expression (have conflicting feelings)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I feel ambivalent about leaving the company; I've worked there since I left school, but the job doesn't satisfy me anymore.

νιώθω άσχημα για κτ

(feel guilty)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω θετικό προαίσθημα για κτ, έχω καλό προαίσθημα για κτ

verbal expression (be optimistic)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του about στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του about

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.