Τι σημαίνει το machucar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης machucar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του machucar στο πορτογαλικά.

Η λέξη machucar στο πορτογαλικά σημαίνει μωλωπίζω, χτυπάω, χτυπώ, τραυματίζομαι σε κτ, χτυπάω, χτυπώ, τραυματίζω, πληγώνω, πονάω, μελανιάζω, πληγώνω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, αγγίζω, μελανιάζω, πονάω, πονώ, ματώνω, κάνω κακό σε κπ, λαβώνω, χτυπάω, λυπάμαι που κάνω κτ, τραυματίζομαι, χτυπάω, χτυπάω, κάνω κακό στον εαυτό μου, βλάπτω τον εαυτό μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης machucar

μωλωπίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω, χτυπώ

(μεταφορικά: κπ σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Τα παπούτσια της Έλεν ήταν πολύ στενά και τη χτυπούσαν στα πόδια.

τραυματίζομαι σε κτ

(BRA)

Ele machucou a perna e teve que sair do jogo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Λαβώθηκε βαριά στο χέρι, αλλά συνέχισε τον αγώνα.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo (τραυματίζομαι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O ladrão disse que só queria o dinheiro, não queria machucar ninguém.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μην χτυπήσεις στην πεζοπορία.

τραυματίζω, πληγώνω

(machucar: parte do corpo, BRA)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mike machucou a perna quando caiu da escada.
Ο Μάικ τραυμάτισε το πόδι του όταν έπεσε από τις σκάλες.

πονάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Larga meu braço, você está me machucando!
Άφησε το χέρι μου, με πονάς!

μελανιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ai! Bati com o joelho. Ele vai ficar machucado.
Ωχ! Χτύπησα το γόνατό μου. Πραγματικά θα μελανιάσει.

πληγώνω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As palavras rudes de Mark machucaram Paul.
Τα σκληρά λόγια του Μαρκ πλήγωσαν τον Πωλ.

χτυπάω, χτυπώ

(κάποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os sapatos de Alison estão machucando o pé dela.
Τα παπούτσια της Άλισον τη χτυπάνε στο πόδι.

χτυπάω, χτυπώ

(sapato) (μεταφορικά: κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os novos sapatos de Alison estão machucando.
Τα καινούρια παπούτσια της Άλισον τη χτυπάνε.

αγγίζω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não toque nela ou eu mato você!

μελανιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu feri meu joelho quando bati no hidrante.
Μελάνιασα το γόνατό μου όταν σκόνταψα πάνω στον πυροσβεστήρα.

πονάω, πονώ

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me dói ver você tão infeliz.
Με πονάει να σε βλέπω τόσο δυστυχισμένο.

ματώνω

(μεταφορικά: την καρδιά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A visão de tanta miséria afligiu seu coração.

κάνω κακό σε κπ

verbo transitivo

λαβώνω

verbo transitivo (raro: fazer ferida) (λόγιος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu acabei com o meu tornozelo jogando tênis.

λυπάμαι που κάνω κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me dói falar para você esta terrível notícia.
Λυπάμαι που πρέπει να σου πω αυτά τα φριχτά νέα.

τραυματίζομαι, χτυπάω

(ser ferido)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χτυπάω

(acidental)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω κακό στον εαυτό μου, βλάπτω τον εαυτό μου

(intencional)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του machucar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.