Τι σημαίνει το manchar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης manchar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του manchar στο πορτογαλικά.
Η λέξη manchar στο πορτογαλικά σημαίνει λερώνω, κάνω λεκέ, αφήνω λεκέ, αμαυρώνω, λέκιασμα, πασαλείφω, πασαλείβω, μουτζουρώνω, πασαλείφω, λερώνω, λεκιάζω, αμαυρώνω, σπιλώνω, σπιλώνω, λεκιάζω, λερώνω, μουτζουρώνω, λερώνομαι, λεκιάζομαι, μουτζουρώνομαι, πασαλείφομαι, λεκιάζω, λερώνω, λερώνω, βρομίζω, λεκιάζω, λερώνω, λεκιάζω, λερώνω, μουτζουρώνω, γεμίζω κηλίδες, γεμίζω πιτσιλιές, κηλιδώνω, στιγματίζω, πιτσιλάω, πιτσιλίζω, κηλιδώνω, βεβηλώνω, ατιμάζω, αποκτώ κηλίδες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης manchar
λερώνωverbo transitivo (roupa) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O vinho manchou o novo vestido de Catherine. Το κρασί λέκιασε το καινούριο φόρεμα της Κάθριν. |
κάνω λεκέ, αφήνω λεκέ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cuidado para não espirrar vinho vermelho porque mancha. |
αμαυρώνωverbo transitivo (figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O escândalo manchou a reputação do ministro. |
λέκιασμαverbo transitivo (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πασαλείφω, πασαλείβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μουτζουρώνω, πασαλείφωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Não toque a tinta fresca ou irá manchá-la. Μην αγγίζεις τη βρεγμένη μπογιά γιατί θα τη μουτζουρώσεις. |
λερώνω, λεκιάζωsubstantivo feminino (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αμαυρώνωverbo transitivo (reputação) (φήμη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σπιλώνωverbo transitivo (figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os rumores mancharam a reputação de Harry como uma pessoa honesta. Οι φήμες σπίλωσαν τη φήμη του Χάρυ ως ένα ειλικρινές άτομο. |
σπιλώνωverbo transitivo (επίσημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Depois de trabalhar no jardim de noite, Tania tomou banho antes de ir para cama, assim não mancharia os lençóis limpos. |
λεκιάζω, λερώνω, μουτζουρώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λερώνομαι, λεκιάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sua blusa branca vai manchar bem fácil se você cortar cerejas vestindo-a. |
μουτζουρώνομαι, πασαλείφομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
λεκιάζω, λερώνωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
λερώνω, βρομίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O chão molhado manchou os sapatos de Patrick. Το υγρό χώμα λέρωσε τα παπούτσια του Πάτρικ. |
λεκιάζω, λερώνωverbo transitivo (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λεκιάζω, λερώνωverbo transitivo (sujar-se com manchas) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O óleo se espalhou e manchou a toalha de mesa. |
μουτζουρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) As crianças tinham marcado as paredes com giz de cera. Τα παιδιά μουτζούρωσαν όλους τους τοίχους με τις κηρομπογιές τους. |
γεμίζω κηλίδες, γεμίζω πιτσιλιές
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κηλιδώνω, στιγματίζωverbo transitivo (figurado: reputação) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Essas revelações certamente irão macular (or: manchar) sua popularidade. Σίγουρα οι αποκαλύψεις αυτές θα κηλιδώσουν τη φήμη του. |
πιτσιλάω, πιτσιλίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κηλιδώνω, βεβηλώνω, ατιμάζωverbo transitivo (figurado: reputação) (φήμη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela sente que o seu nome foi sujado pela história do jornal. |
αποκτώ κηλίδες
|
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του manchar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του manchar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.