Τι σημαίνει το mancha στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mancha στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mancha στο πορτογαλικά.
Η λέξη mancha στο πορτογαλικά σημαίνει λεκές, λεκές, λεκές, γραμμή, ατέλεια, κηλίδα, ατέλεια, στίγμα, κακή φήμη, διαστίζω, καταστίζω, λάσπη, κηλίδα, τμήμα με πολύχρωμο φτέρωμα στον λαιμό πουλιών, νερά, μουτζούρα, μουντζούρα, πανάδα, κοκκινίλα, κηλίδα, κηλίδα, κηλίδα, μάζα, θολή ανάμνηση, κηλίδα, σπίλος, λεκές, στίγμα, στίγμα, σήραγγα της Μάγχης, μελανή κηλίδωση, που δε λεκιάζει, που δεν αφήνει λεκέ, ηλιακή κηλίδα, κηλίδα αίματος, λεκές από αίμα, πετρελαιοκηλίδα, Μάγχη, λεκές από νερό, οπή αποστράγγισης, καθαρίζω κτ τοπικά, λάσπη, πετρελαιοκηλίδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mancha
λεκέςsubstantivo feminino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tem uma mancha de ketchup na sua camisa. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τι είναι αυτές οι κηλίδες αίματος στο πάτωμα; |
λεκέςsubstantivo feminino (na roupa) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Philip esfregou a camisa tentando tirar a mancha. Ο Φίλιπ έτριψε το πουκάμισό του προσπαθώντας να βγάλει τον λεκέ. |
λεκές
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sarah disse que havia limpado as janelas mas elas estavam cobertas de manchas. Η Σάρα είπε ότι είχε καθαρίσει τα παράθυρα, αλλά ήταν γεμάτα με κηλίδες. |
γραμμή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ben não fez um bom trabalho limpando as janelas; havia manchas em toda parte. Ο Μπεν δεν είχε καθαρίσει και πολύ καλά τα παράθυρα. Υπήρχαν σημάδια παντού. |
ατέλειαsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Heather lava o rosto frequentemente para prevenir manchas. Η Χέδερ πλένει το πρόσωπό της συχνά για να αποφύγει τις ατέλειες. |
κηλίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ατέλειαsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Não é incomum frutas e vegetais orgânicos terem algumas manchas. Δεν είναι σπάνιο για τα βιολογικά φρούτα και λαχανικά να έχουν κάποιες ατέλειες. |
στίγμα(figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) O caso era uma mancha na reputação do político. Η υπόθεση αποτελούσε πλήγμα για τη φήμη του πολιτικού. |
κακή φήμηsubstantivo feminino (figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διαστίζω, καταστίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λάσπη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Carl tentou remover a mancha da frente da sua camiseta. Ο Καρλ προσπάθησε να βγάλει τη λάσπη απ' το μπροστινό μέρος της μπλούζας του. |
κηλίδαsubstantivo feminino (parte doente de planta) (σε φυτό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τμήμα με πολύχρωμο φτέρωμα στον λαιμό πουλιώνsubstantivo feminino (ave: pescoço) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
νεράsubstantivo feminino (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
μουτζούρα, μουντζούρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πανάδα, κοκκινίλα, κηλίδαsubstantivo feminino (na pele) (στο δέρμα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κηλίδαsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κηλίδαsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sem dúvida, há uma mancha (or: nódoa) de mofo nesse pão. |
μάζα(de forma indefinida) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
θολή ανάμνηση
Não tenho certeza do que aconteceu. Está tudo um borrão. Δεν είμαι σίγουρος για το τι έγινε. Είναι όλα μια θολή ανάμνηση. |
κηλίδαsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σπίλος(marca de nascença) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
λεκέςsubstantivo feminino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
στίγμαsubstantivo feminino (figurado: moral) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A nódoa (or: mancha) do adultério arruinou a carreira do pastor. |
στίγμαsubstantivo feminino (mancha na reputação) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σήραγγα της Μάγχης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μελανή κηλίδωσηsubstantivo feminino |
που δε λεκιάζει, που δεν αφήνει λεκέlocução adjetiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ηλιακή κηλίδα(αστρονομία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κηλίδα αίματος
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
λεκές από αίμα
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πετρελαιοκηλίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dispersantes podem ser usados para remover a mancha de óleo de cima d'água. |
Μάγχη
(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) Η Μάγχη είναι ένα από τα κανάλια με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία στον κόσμο. |
λεκές από νερό(marca marrom feita por água) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
οπή αποστράγγισης(parte úmida em uma parede) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
καθαρίζω κτ τοπικά(remover a mancha ou marca de algo) |
λάσπηexpressão (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι πολιτικοί του αντίπαλοι αμαύρωσαν το όνομά του με τόνους λάσπης. |
πετρελαιοκηλίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mancha στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του mancha
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.