Τι σημαίνει το maneira στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης maneira στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του maneira στο πορτογαλικά.

Η λέξη maneira στο πορτογαλικά σημαίνει τρόπος, τρόπος, τρόπος, τρόπος, τρόπος, εθιμοτυπία, ύφος, τρόπος, οδός, τακτική, μέθοδος, στρατηγική, τρόπος, επίσημα, επισήμως, διαστρεβλωμένος, έτσι, συνεπώς, απλά, λιτά, ειδικά, αναπόσπαστα, θερμά, ζεστά, τακτικά, τακτοποιημένα, συμμαζεμένα, νυσταγμένα, αγενώς, αποκρουστικά, ατημέλητα, τρόπος έκφρασης, αλαζονική συμπεριφορά, υπεροπτική συμπεριφορά, αλαζονική στάση, υπεροπτική στάση, με πομπώδες ύφος, κατά αυτό τον τρόπο, έτσι, σαστισμένα, δραματοποιώ, τραγικοποιώ, άκομψα, αφάνταστα, γραφικά, ψυχρά, ασυγκίνητα, που τον έστειλαν σε λάθος μέρος, έτσι κι αλλιώς, με κλίση, με τίποτα, μεταφορικά μιλώντας, κατά κάποιον τρόπο, σε κάθε περίπτωση, με τον δικό μου τρόπο, είτε με τον έναν, είτε με τον άλλο τρόπο, με το δικό μου τρόπο, όσο τίποτε άλλο, σε κάποιο βαθμό, όσο το δυνατό καλύτερα, πολιτισμένα, κατά κάποιο τρόπο, κατά μία έννοια, επ'ουδενί, με αυτόν τον τρόπο, με ποιο τρόπο, πως, αντισυμβατικά, προκλητικά, αποκαλυπτικά, ψύχραιμα, εκστατικά, αποδεδειγμένα, όπως, με τον ίδιο τρόπο, με τον ίδιο τρόπο που, κατά περίσταση, ο τρόπος που το θέτω, τρόπος έκφρασης, ο σωστός τρόπος, ίσα που τα φέρνω βόλτα, μόλις που τα φέρνω βόλτα, βρίσκω έναν τρόπο, βρίσκω μία λύση, ζω απλά/απλοΐκά, ζω τη μεγάλη ζωή, ζω στην πολυτέλεια, μαθαίνω κτ με τον δύσκολο τρόπο, ασύγκριτος, μοναδικός, αλλιώς, διαφορετικά, από την αρχή, με οποιοδήποτε τρόπο, με κανένα τρόπο, σε τέτοιο βαθμό, σε αυτόν τον βαθμό, καθόλου, όπως να 'ναι, με τίποτα, ελεύθερα, ούτως ή άλλως, ευθυγραμμίζομαι, είμαι ευθυγραμμισμένος, μη ρεαλιστικά, τεχνοτροπία, μιλώ με συγκεκριμένο τρόπο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης maneira

τρόπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Há mais de uma maneira de se fazer uma xícara de chá.
Υπάρχουν περισσότεροι του ενός τρόποι να φτιάξει κανείς ένα φλυτζάνι τσάι.

τρόπος

(forma)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A maneira lenta e cautelosa de Ken de dirigir frustra os outros motoristas.
Ο αργός και προσεκτικός τρόπος οδήγησης του Κεν ενοχλεί τους άλλους οδηγούς.

τρόπος

substantivo feminino (conduta)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ela agiu de uma maneira estranha.
Συμπεριφερόταν με περίεργο τρόπο.

τρόπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ele executou o trabalho de maneira desleixada.
Τέλειωσε τη δουλειά με πρόχειρο τρόπο.

τρόπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A maneira de acelerar o projeto é aumentar o pessoal.
Ο τρόπος για να επιταχύνουμε το πρότζεκτ είναι να αυξήσουμε το προσωπικό.

εθιμοτυπία

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Existe uma maneira a seguir nessas ocasiões.

ύφος

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Eu gosto de escrever de maneira coloquial.

τρόπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Fizeram gozação com o Beto por causa do seu jeito de falar.
Τον Μπομπ τον κορόιδευαν για τον τρόπο ομιλίας του.

οδός

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Uma forma de conseguir permissão é pedir ao presidente do clube diretamente.
Ένας τρόπος να πάρεις άδεια είναι να ρωτήσεις κατευθείαν τον πρόεδρο της λέσχης.

τακτική, μέθοδος, στρατηγική

substantivo feminino (plano)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vamos tentar uma nova tática e ver se ele cooperará conosco.
Προτείνω να δοκιμάσουμε μια νέα τακτική και να δούμε πόσο συνεργάσιμος είναι.

τρόπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Esse é o jeito de se fazer isso.
Αυτός είναι ο σωστός τρόπος για να το κάνεις.

επίσημα, επισήμως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

διαστρεβλωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

έτσι, συνεπώς

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Assim, todo o mundo decidiu continuar.
Έτσι (or: συνεπώς), όλοι αποφάσισαν να προχωρήσουν.

απλά, λιτά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A jovem menina estava vestida de maneira simples.
Το νεαρό κορίτσι ήταν απλά ντυμένο.

ειδικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αναπόσπαστα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Είναι αναπόσπαστα εμπλεγμένοι στα οικονομικά προβλήματα της εταιρείας.

θερμά, ζεστά

(figurativo) (φιλικά, μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τακτικά, τακτοποιημένα, συμμαζεμένα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

νυσταγμένα

(com sono)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αγενώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αποκρουστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ατημέλητα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τρόπος έκφρασης

(expressão, forma de dizer)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αλαζονική συμπεριφορά, υπεροπτική συμπεριφορά, αλαζονική στάση, υπεροπτική στάση

(αποδοκιμασίας)

με πομπώδες ύφος

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

κατά αυτό τον τρόπο, έτσι

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Para abrir a janela, você tem que puxar assim.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μην το κάνεις έτσι, κάνε το κατά αυτό τον τρόπο.

σαστισμένα

(depois de pancada: tonto)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

δραματοποιώ, τραγικοποιώ

(figurado, exagerar) (κατάσταση, γεγονός)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

άκομψα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αφάνταστα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

γραφικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ψυχρά

(μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ασυγκίνητα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

που τον έστειλαν σε λάθος μέρος

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έτσι κι αλλιώς

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

με κλίση

locução adverbial (όχι ίσια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με τίποτα

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεταφορικά μιλώντας

(não literalmente) (όχι κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατά κάποιον τρόπο

locução adverbial (mais ou menos)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
De certa forma, Aiden merecia a vitória tanto quanto seu oponente, mas só pode haver um vencedor.
Κατά κάποιον τρόπο ο Έιντεν δικαιούνταν εξίσου τη νίκη με τον αντίπαλό του, αλλά μπορούσαμε να έχουμε μόνο ένα νικητή.

σε κάθε περίπτωση

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Responderemos o mais breve possível e, em todos os casos, em 48 horas.
Θα απαντήσουμε το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση, εντός 48 ωρών.

με τον δικό μου τρόπο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είτε με τον έναν, είτε με τον άλλο τρόπο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με το δικό μου τρόπο

expressão (com estilo próprio)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

όσο τίποτε άλλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε κάποιο βαθμό

advérbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όσο το δυνατό καλύτερα

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πολιτισμένα

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κατά κάποιο τρόπο

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατά μία έννοια

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επ'ουδενί

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με αυτόν τον τρόπο

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Se você fizer desse jeito, vai levar mais tempo do que se fizer isso de outro modo.
Αν το κάνεις μ' αυτόν τον τρόπο θα πάρει περισσότερο χρόνο απ' το να το κάνεις με τον άλλο τρόπο.

με ποιο τρόπο, πως

advérbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αντισυμβατικά

(informal, anglicismo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vamos tentar pensar fora da caixa.
Ας προσπαθήσουμε να σκεφτούμε αντισυμβατικά εδώ πέρα.

προκλητικά, αποκαλυπτικά

locução adverbial (vestir-se com poucas roupas)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ψύχραιμα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εκστατικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αποδεδειγμένα

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

όπως

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu sei que é muito trabalho; apenas faça de qualquer maneira que puder.

με τον ίδιο τρόπο

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ela nunca cozinha aquele prato da mesma maneira, então ele é diferente a cada vez.
Ποτέ δεν μαγειρεύει αυτό το πιάτο με τον ίδιο τρόπο, οπότε κάθε φορά είναι αλλιώτικο.

με τον ίδιο τρόπο που

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Προσπάθησα να ζωγραφίσω τα ηλιοτρόπια με τον ίδιο τρόπο που τα έκανε ο Βαν Γκογκ.

κατά περίσταση

ο τρόπος που το θέτω

(informal: uso de palavras, colocação)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τρόπος έκφρασης

(formas de expressão)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ο σωστός τρόπος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ίσα που τα φέρνω βόλτα, μόλις που τα φέρνω βόλτα

expressão (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βρίσκω έναν τρόπο, βρίσκω μία λύση

(achar a solução de um problema)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ζω απλά/απλοΐκά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζω τη μεγάλη ζωή, ζω στην πολυτέλεια

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μαθαίνω κτ με τον δύσκολο τρόπο

expressão verbal

ασύγκριτος, μοναδικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αλλιώς, διαφορετικά

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Enquanto a maioria de nós foi ao cinema, John e Amy fizeram de outra maneira e foram a um bar.
Ενώ οι περισσότεροι από εμάς πήγαν στον κινηματογράφο ο Τζον και η Έιμι έπραξαν διαφορετικά και πήγαν σε ένα μπαρ.

από την αρχή

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

με οποιοδήποτε τρόπο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με κανένα τρόπο

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

σε τέτοιο βαθμό, σε αυτόν τον βαθμό

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ele gritou de tal maneira que minhas orelhas quase explodiram.
Φώναξε σε τέτοιο βαθμό που σχεδόν κουφάθηκα.

καθόλου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Depois daquela entrevista, de modo nenhum sei o que o trabalho implica.

όπως να 'ναι

(informal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eu fiquei chocado de ver Sara amontoar os vestidos caros dela dentro do armário de qualquer jeito.
Σοκαρίστηκα που είδα τη Σάρα να χώνει τα ακριβά της φορέματα μέσα στην ντουλάπα όπως να 'ναι.

με τίποτα

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sem chance da gente chegar na hora. Nosso carro quebrou.
Με τίποτα δε φτάνουμε στην ώρα μας· χάλασε το αμάξι.

ελεύθερα

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Uma grande variedade de flores e ervas cresce de maneira selvagem no pasto.
Μια μεγάλη ποικιλία λουλουδιών και βοτάνων φυτρώνουν ελεύθερα στο κοντινό λιβάδι.

ούτως ή άλλως

Eu tentei apertar todos os botões desse aparelho, mas não consegui fazê-lo funcionar de jeito algum.

ευθυγραμμίζομαι, είμαι ευθυγραμμισμένος

locução adverbial

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Να βεβαιωθείς αν οι πόρτες των ντουλαπιών είναι ευθυγραμμισμένες αφού στερεώσεις τους μεντεσέδες.

μη ρεαλιστικά

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

τεχνοτροπία

locução adverbial (no estilo de) (στην τέχνη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pintado por Smith, à maneira de Monet.

μιλώ με συγκεκριμένο τρόπο

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του maneira στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.