Τι σημαίνει το marching στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης marching στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του marching στο Αγγλικά.

Η λέξη marching στο Αγγλικά σημαίνει παρέλαση, Μάρτιος, παρελαύνω, παρέλαση, πορεία, εξέλιξη, πορεία, περπάτημα, βηματισμός, περπατάω, περπατώ, πραγματοποιώ πορεία προς κτ, οδηγώ, φιλαρμονική. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης marching

παρέλαση

noun (act of walking in procession) (περπάτημα, κίνηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The children enjoyed the marching in the parade.

Μάρτιος

noun (3rd month)

St Patrick's Day is in March.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο Ευάγγελος γιορτάζει τον Μάρτιο.

παρελαύνω

intransitive verb (military: parade)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The army marches before the Queen on her birthday.
Ο στρατός παρελαύνει μπροστά από τη Βασίλισσα στα γενέθλιά της.

παρέλαση

noun (military: parade)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Shall we go and see the Queen's birthday march?
Θα πάμε να δούμε την παρέλαση για τα γενέθλια της Βασίλισσας;

πορεία

noun (military: movement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The march through the fields lasted four days.
Η πορεία μέσα από τα χωράφια διήρκησε τέσσερις μέρες.

εξέλιξη

noun (figurative (advancement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The march of technological progress is inevitable.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτά είναι τα γεγονότα που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας.

πορεία

noun (demonstration)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The protest march included both students and workers.
Η πορεία των διαδηλωτών περιλάμβανε φοιτητές και εργαζομένους.

περπάτημα

noun (travel distance)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sheepscot is a four-day march from here.
Το Σίπσκοτ είναι τρεις μέρες με τα πόδια από εδώ.

βηματισμός

noun (pace)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
At full march, we can cover nearly four miles in an hour.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αν έχουμε σταθερό βηματισμό (or: βήμα), θα φτάσουμε στον προορισμό μας σε μία ώρα.

περπατάω, περπατώ

intransitive verb (figurative (walk purposefully)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She marched to the neighbour's house to demand that they turn down the stereo.
Περπάτησε με αποφασιστικό βήμα προς το σπίτι του γείτονα, για να απαιτήσει να χαμηλώσουν το στερεοφωνικό.

πραγματοποιώ πορεία προς κτ

(demonstration: to a place)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The protesters will march on Downing Street this afternoon.

οδηγώ

transitive verb (military: force to march)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The army marched the captives to the prisoners' camp.
Ο στρατός οδήγησε τους αιχμαλώτους στο στρατόπεδο κρατουμένων.

φιλαρμονική

noun (musical group that parades)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I used to play clarinet in a marching band.
Παλιότερα έπαιζα κλαρινέτο σε μια φιλαρμονική.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του marching στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.