Τι σημαίνει το order στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης order στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του order στο Αγγλικά.

Η λέξη order στο Αγγλικά σημαίνει διατάζω, παραγγέλνω, παραγγέλνω, διαταγή, εντολή, εντολή, προσταγή, σειρά, σειρά, τάξη, τάξη, παραγγελία, διάταγμα, τάγμα, τάξη, παραγγελία, παράσημο, τάξη, τύπος, ένταλμα, τάγμα, τάξη, ρυθμός, χειροτονία, τάγματα, δίνω εντολές, διατάσσω, διατάζω, ταξινομώ, συνιστώ, δίνω εντολές σε κπ, διατάζω, παραγγέλνω, παραγγέλνω απ'έξω, Είστε έτοιμος να παραγγείλετε;, παραγγελία, τραπεζική εντολή, καλώ κπ/κτ να κάνει ησυχία, ξεκινώ, της ώρας, δικαστική εντολή, δικαστική απόφαση, δελτίο παράδοσης, εκτελεστικό διάταγμα, αδελφότητα, εντολή αποσιώπησης, μπερδεύομαι, ανακατεύομαι, αλφαβητικά, αλφαβητικός, σε αύξουσα σειρά, κατ' αύξουσα σειρά, σε χρονολογική σειρά, σε σειρά, σε τάξη, σε σειρά, σε τάξη, εντάξει, προκειμένου, έτσι ώστε, για να, για να, σε αντίστροφη χρονολογική σειρά, σύμφωνα με το πρόγραμμα, λειτουργώ στην εντέλεια, δουελεύω στην εντέλεια, σύντομα, γρήγορα, που λειτουργεί σωστά, σε άψογη κατάσταση, που δουλέυει ρολόι, δημόσια τάξη, λογική σειρά, κατά παραγγελία, ταχυδρομική παραγγελία, κατάλογος ταχυδρομικής παραγγελίας, νύφη κατά παραγγελία, φτιάχνω κτ κατά παραγγελία, Μέλος του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, εντολή πληρωμής, έμβασμα, φυσική τάξη πραγμάτων, αριθμητική σειρά, μέλος του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, υπό παραγγελία, βιβλίο παραγγελιών, επιβεβαίωση παραγγελίας, φόρμα παραγγελίας, διάταξη μάχης, Τάγμα των Μινοριτών αδερφών, Τάγμα των Φραγκισκανών μοναχών, σειρά μεγέθους, τάξη μεγέθους, σειρά διαδοχής, ημερήσια διάταξη, χαρακτηριστικό γνώρισμα, που δεν λειτουργεί, απαράδεκτος, παραφέρομαι, μπερδεμένος, ανακατεμένος, πλωρώστε σε διαταγή του, ιεραρχία, παραγγέλνω, ένσταση επί της διαδικασίας, παρατήρηση επί της διαδικασίας, ταχυδρομικό έμβασμα, προπληρώνω, προκαταβολή, ασφαλιστικό μέτρο, εντολή αγοράς, βάζω κτ σε τάξη, βάζω κτ σε τάξη, βάζω τάξη σε κτ, θέτω εκτός λειτουργίας, ιεραρχική τάξη, θρησκευτικό τάγμα, θρησκευτικό τάγμα, εντολή επανάληψης, περιοριστικά μέτρα, φαίνομαι σωστός, μοιάζω σωστός, δείχνω σωστός, τακτοποιώ, βάζω τάξη σε, βάζω σε τάξη, φαγητό της ώρας, μάγειρας φαγητού της ώρας, κοινωνική τάξη, πάγια εντολή, πάγια εντολή, εντολή κατ' οίκον περιορισμού, παίρνω παραγγελία, δύσκολη υπόθεση, στα μέτρα μου, η σειρά των λέξεων, εντολή εργασίας, καλή κατάσταση λειτουργίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης order

διατάζω

transitive verb (command) (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm ordering you to put that money back and apologize.
Σε προστάζω να δώσεις πίσω τα χρήματα και να ζητήσεις συγγνώμη.

παραγγέλνω

transitive verb (request)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We should order another bottle of wine.
Καλύτερα να παραγγείλουμε άλλο ένα μπουκάλι κρασί.

παραγγέλνω

intransitive verb (request food or drink)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Have you ordered yet?
Έχετε παραγγείλει ήδη;

διαταγή, εντολή

noun (mandate, command)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Whose orders are these?
Τίνος εντολές είναι αυτές;

εντολή, προσταγή

noun (military: command issued)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The general's order was to attack immediately.
Η προσταγή του στρατηγού ήταν να επιτεθούμε αμέσως.

σειρά

noun (succession)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He listed off their names in alphabetical order.
Έγραψε τα ονόματά τους σε αλφαβητική σειρά.

σειρά

noun (arrangement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Are these books in any particular order?
Αυτά τα βιβλία είναι σε κάποια συγκεκριμένη σειρά;

τάξη

noun (social structure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Second World War gave rise to a new world order.
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος έδωσε το έναυσμα σε μια νέα παγκόσμια τάξη.

τάξη

noun (rule of law)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Society cannot function without order.
Η κοινωνία δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τάξη.

παραγγελία

noun (request: in restaurant, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Has the waiter taken your order?
Έχει πάρει ο σερβιτόρος την παραγγελία σας;

διάταγμα

noun (decree) (επίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
By order of the King, the prisoners were set free.

τάγμα

noun (society)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He joined an order of Freemasons.

τάξη

noun (rank)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The lower orders of society always suffer most from war.

παραγγελία

noun (document: request to purchase)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have sent you my order for a new table.

παράσημο

noun (rare (military insignia)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He wore his orders proudly on the breast of his jacket.

τάξη

noun (quality)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Their cooking is of the highest order.
Η μαγειρική τους είναι πρώτης τάξης.

τύπος

noun (kind)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I don't like behaviour of that order.

ένταλμα

noun (law: directive)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The judge issued an order requiring him to pay the debt in full.

τάγμα

noun (religious group)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
St Francis established the order of friars named after him in 1209.

τάξη

noun (biology: grouping)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Foxes and bears are of the same order, but not the same family.

ρυθμός

noun (architecture)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
This book has pictures of the Ionic, Doric and Corinthian orders.

χειροτονία

plural noun (Christianity: rite of ordination)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τάγματα

plural noun (Christianity: clergy ranks)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

δίνω εντολές

intransitive verb (issue orders)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He prefers to order than to obey.

διατάσσω, διατάζω

transitive verb (decree) (να γίνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The judge ordered that he stay away from the victim.

ταξινομώ

transitive verb (arrange)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He ordered the files according to date.

συνιστώ

transitive verb (prescribe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The doctor ordered a week's bed rest.

δίνω εντολές σε κπ

phrasal verb, transitive, separable (be bossy toward [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διατάζω

phrasal verb, transitive, separable (informal (be bossy towards)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't try to order me around; you aren't my boss.

παραγγέλνω

phrasal verb, transitive, separable (buy for home delivery)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραγγέλνω απ'έξω

phrasal verb, intransitive (telephone for food to be delivered) (φαγητό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm too tired to cook tonight, so let's just order out.

Είστε έτοιμος να παραγγείλετε;

expression (question to restaurant customer)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παραγγελία

noun (order for [sth] out of stock) (λόγω μη διαθεσιμότητας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If your item is not in stock, the company will place a back order for you.

τραπεζική εντολή

noun (pay order, banker's cheque)

καλώ κπ/κτ να κάνει ησυχία

verbal expression (request silence)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεκινώ

verbal expression (formally begin session) (για συζήτηση, συνέδριο, κλπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

της ώρας

adjective (food: prepared when ordered) (μεταφορικά: φαγητό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The cooked-to-order breakfast at our hotel is excellent.

δικαστική εντολή, δικαστική απόφαση

noun (legal instruction or ruling)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He has to pay child support by court order.

δελτίο παράδοσης

noun (business: freight instructions)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εκτελεστικό διάταγμα

noun (law)

αδελφότητα

noun (men's organization)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Most fraternal orders are social organizations providing service to the community.

εντολή αποσιώπησης

noun (ban on discussing a legal case)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The judge imposed a gag order on the media because there were innocent children involved in the case.

μπερδεύομαι, ανακατεύομαι

verbal expression (be jumbled)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The professor's notes had got out of order and he was having trouble giving his lecture.

αλφαβητικά

adverb (by initial letter according to the alphabet)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
My CD collection is arranged in alphabetical order.

αλφαβητικός

adjective (organized by initial letter according to the alphabet)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε αύξουσα σειρά

expression (from smallest to largest)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατ' αύξουσα σειρά

expression (smallest to largest: height, importance) (ακολουθεί γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε χρονολογική σειρά

adverb (from oldest to latest)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

σε σειρά, σε τάξη

adverb (in the correct arrangement)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Please put the cards in order. Could you put these files in order, please?
Σε παρακαλώ, βάλε τις κάρτες σε σειρά (or: σε τάξη). Θα μπορούσες να βάλεις αυτά τα αρχεία σε τάξη, σε παρακαλώ;

σε σειρά, σε τάξη

adjective (arranged in the correct way)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The office manager wanted to make sure that everything was in order.
Ο προϊστάμενος του γραφείου ήθελε να σιγουρευτεί πως όλα βρίσκονταν σε τάξη.

εντάξει

adjective (appropriate, required)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Security agents looked at my papers and told me that all was in order.
Οι υπάλληλοι ασφαλείας κοίταξαν τα χαρτιά μου και μου είπαν πως όλα ήταν εντάξει.

προκειμένου

expression (so that [sth] happens)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
In order for sales to be strong, our department needs to work hard this month.
Προκειμένου να αυξήσουμε τις πωλήσεις, το τμήμα μας πρέπει να εργαστεί σκληρά αυτόν τον μήνα.

έτσι ώστε

conjunction (so that)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The company is designing each store in order that customers may shop comfortably and conveniently.
Η εταιρεία σχεδιάζει κάθε κατάστημα έτσι ώστε οι πελάτες να μπορούν να ψωνίζουν άνετα κι εύκολα.

για να

preposition (for the purpose of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You don't need a degree in order to work as an escort. In order to travel abroad, you must have a valid passport.
Δεν χρειάζεσαι πτυχίο για να δουλέψεις ως συνοδός. Για να ταξιδέψεις στο εξωτερικό πρέπει να έχεις έγκυρο διαβατήριο.

για να

preposition (so as to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I want to go to the shop in order to buy some milk.
Θέλω να πάω στο μαγαζί για να αγοράσω γάλα.

σε αντίστροφη χρονολογική σειρά

adverb (from latest to oldest)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
You should list your past jobs on your CV in reverse chronological order.

σύμφωνα με το πρόγραμμα

adverb (following a scheduled sequence)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λειτουργώ στην εντέλεια, δουελεύω στην εντέλεια

adverb (in functioning condition)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After I took my car to the mechanic, everything seemed to be in running order.

σύντομα, γρήγορα

adverb (US, figurative (quickly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

που λειτουργεί σωστά, σε άψογη κατάσταση, που δουλέυει ρολόι

expression (fully functioning)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You'd better check your parachute's in working order before you jump.

δημόσια τάξη

noun (social discipline)

The government sent troops to restore law and order to areas where violence had broken out.

λογική σειρά

noun (order that makes sense)

κατά παραγγελία

adjective (custom made)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Clothes that are made to order ought to fit better than off-the-rack clothes. Service is slow because each dish is made to order.

ταχυδρομική παραγγελία

noun (shopping by post)

Mail order has seen stiff competition from online merchants in the Internet age.

κατάλογος ταχυδρομικής παραγγελίας

noun (for shopping by mail)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νύφη κατά παραγγελία

noun (informal, pejorative (woman marrying wealthy foreign man) (μειωτικό)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φτιάχνω κτ κατά παραγγελία

verbal expression (create a custom product)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Since he did not like the desks he found for sale, he had one made to order for his new office.

Μέλος του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας

noun (initialism (honored person)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εντολή πληρωμής

noun (initialism (money order)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έμβασμα

noun (US (finance: check)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Please send your payment by check or money order. Many companies sell money orders, but only the postal service sells postal orders.

φυσική τάξη πραγμάτων

noun (natural relationship of things)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αριθμητική σειρά

noun (chronological sequence by number)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Please list your preferences in numerical order.

μέλος του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας

noun (initialism (honored member)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υπό παραγγελία

adjective (requested but not yet arrived)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βιβλίο παραγγελιών

noun (written log of orders placed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The order book showed that the new deckchair was a popular product.

επιβεβαίωση παραγγελίας

noun (acknowledgement of purchase)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φόρμα παραγγελίας

noun (document requesting a purchase)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'll need to fill out an order form for more printer cartridges.

διάταξη μάχης

noun (military plan of action)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Τάγμα των Μινοριτών αδερφών, Τάγμα των Φραγκισκανών μοναχών

noun (order of Catholic monks)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Members of the Order of Friars Minor are also known as Franciscan Friars.

σειρά μεγέθους

noun (size classification)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τάξη μεγέθους

noun (relative size)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σειρά διαδοχής

noun (formula determining successor to vacated office or position)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The order of succession meant that Edward VI would become King when his father died.
Η σειρά διαδοχής σήμαινε ότι ο Εδουάρδος ο 6ος θα γινόταν βασιλιάς όταν πέθαινε ο πατέρας του.

ημερήσια διάταξη

noun (meeting agenda)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The order of the day always starts with the flag salute at our school. Here! Here! Let's take attendance and then get straight to the order of the day.

χαρακτηριστικό γνώρισμα

noun (figurative (characteristic or predominant) (μεταφορικά)

Pessimism seems to be the order of the day round here.

που δεν λειτουργεί

adjective (not functioning) (βλάβη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The furnace is out of order, so I've called a repairman.
Ο καυστήρας δεν λειτουργεί και κάλεσα τον τεχνικό.

απαράδεκτος

adjective (figurative, slang (behavior: inappropriate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Terry's rude comments about your brother were out of order.
Τα αγενή σχόλια του Τέρι για τον αδερφό σου ήταν απαράδεκτα.

παραφέρομαι

adjective (figurative, slang (behaving inappropriately)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You were out of order last night; I think you need to call our guests today to apologise.
Παραφέρθηκες χθες βράδυ. Νομίζω ότι σήμερα πρέπει να τηλεφωνήσεις στους καλεσμένους μας και να τους ζητήσεις συγγνώμη.

μπερδεμένος, ανακατεμένος

adjective (jumbled)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I dropped my manuscript and now the pages are all out of order.
Μου έπεσε το χειρόγραφό μου και τώρα οι σελίδες είναι μπερδεμένες.

πλωρώστε σε διαταγή του

expression (cheque: pay amount specified to) (επιταγή: δικαιούχος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιεραρχία

noun (figurative, colloquial (hierarchy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My first job at the office was making the tea. I was at the bottom of the pecking order.

παραγγέλνω

verbal expression (make request to purchase [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please call the Chinese restaurant and place an order for hot and sour soup.
Παρακαλώ, κάλεσε το κινέζικο εστιατόριο και παράγγειλε μια καυτερή και ξινή σούπα.

ένσταση επί της διαδικασίας, παρατήρηση επί της διαδικασίας

noun (law)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ταχυδρομικό έμβασμα

noun (cheque issued at post office)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
To pay, please send a cheque or postal order.

προπληρώνω

transitive verb (pay for [sth] before available)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The library pre-orders its books so they are ready by publication day.

προκαταβολή

noun (advance payment for [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ασφαλιστικό μέτρο

noun (court injunction restraining [sb]) (συνήθως πληθυντικός)

εντολή αγοράς

noun (document requesting to buy [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We have received your purchase order and will dispatch the goods immediately.

βάζω κτ σε τάξη

verbal expression (arrange correctly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The pages of the manuscript were muddled up so I had to put them in order.

βάζω κτ σε τάξη, βάζω τάξη σε κτ

verbal expression (make correct)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Before he died, my father was careful to put all his affairs in order.

θέτω εκτός λειτουργίας

verbal expression (cause to malfunction)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jellyfish got caught in the pipes and put the pump out of order.
Πιάστηκαν τσούχτρες στον αγωγό και έθεσαν την αντλία εκτός λειτουργίας.

ιεραρχική τάξη

noun (sequential arrangement)

θρησκευτικό τάγμα

noun (monks: monastery)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The Benedictines are a very old religious order.

θρησκευτικό τάγμα

noun (nuns: convent)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εντολή επανάληψης

noun (request to buy [sth] again)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I was so delighted with their goods that I've already put in a repeat order.

περιοριστικά μέτρα

noun (law: injunction)

She got a restraining order against her ex-boyfriend.

φαίνομαι σωστός, μοιάζω σωστός, δείχνω σωστός

verbal expression (appear to be correct)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η λύση της εξίσωσης φαίνεται σωστή αν και δεν χρησιμοποίησες τη μέθοδο που σας δίδαξα.

τακτοποιώ

verbal expression (arrange properly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My grandmother set all her affairs in order shortly before she died.

βάζω τάξη σε, βάζω σε τάξη

verbal expression (figurative (arrange affairs properly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You'll need to set your house in order before you embark on something so ambitious.

φαγητό της ώρας

noun (US (food at diner, etc.)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μάγειρας φαγητού της ώρας

noun (US (chef: prepares food quickly)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κοινωνική τάξη

noun (structure or hierarchy of society)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πάγια εντολή

noun (regular direct bank payment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I created a standing order with my bank to pay my landlord every month.

πάγια εντολή

noun (order in effect on ongoing basis)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I had a standing order with the bakery for a dozen croissants every Saturday.

εντολή κατ' οίκον περιορισμού

noun (mainly US (government instruction: mass quarantine)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παίρνω παραγγελία

verbal expression (serving staff: write down food requested)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δύσκολη υπόθεση

noun (figurative (challenging task)

Translate 300 legal pages in three days? That's a pretty tall order.

στα μέτρα μου

adverb (according to custom requirements)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
All our breads and pastries are baked to order.

η σειρά των λέξεων

noun (grammar: arrangement of words)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Word order in English is more important than in some other languages.

εντολή εργασίας

(order authorizing specific work)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καλή κατάσταση λειτουργίας

noun (functioning correctly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του order στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του order

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.