Τι σημαίνει το mejora στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mejora στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mejora στο ισπανικά.

Η λέξη mejora στο ισπανικά σημαίνει βελτίωση, καλυτέρευση, βελτίωση, βελτίωση, καλυτέρευση, άνοδος, βελτίωση, βελτίωση, καλυτέρευση, βελτίωση, ενίσχυση, βελτίωση, διόρθωση, βελτίωση, ανάκαμψη, αυτόματη υπεραξία, βελτίωση, καλυτέρευση, άνοδος, ανοδική πορεία, αναμόρφωση, αναβάθμιση, βελτίωση, <div>αναβάθμιση συσκευής</div><div>(<i>φράση ως ουσιαστικό θηλυκό</i>: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ.<i> καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου </i>κλπ.)</div>, βελτιώνομαι, καλυτερεύω, καλυτερεύω, βελτιώνομαι, ξανοίγω, βελτιώνομαι, βελτιώνω, βελτιώνω, βελτιώνω, καλυτερεύω, βελτιώνω, βελτιώνω, καλυτερεύω, ομορφαίνω, διακοσμώ, στολίζω, βελτιώνω, βελτιώνω, σε άνοδο, βελτιώνομαι, βελτιώνομαι, γίνομαι καλύτερος, βελτιώνομαι, αναβαθμίζω, βελτιώνω, κάνω κπ καλά, αυξάνομαι, πάω καλύτερα, βελτιώνω, βελτιώνω, αυξάνομαι, αναβαθμίζω, βελτιώνω, βελτιώνομαι, βελτιώνομαι, καλυτερεύω, βελτιώνω, βελτιώνω, διορθώνω, αυξάνω την αξία, ξεπερνάω, ξεπερνώ, βελτιώνω, μεταρρυθμίζω, κάνω κπ/κτ καλά, συμμορφώνομαι, ηρεμώ, εξορθολογίζω, βελτιστοποιώ, υποχωρώ, συντονίζω, οξύνω, διορθώνω, βελτιώνω, εκλεπτύνω, εξευγενίζω, κάνω αναβάθμιση του/της, μορφώνομαι, καλυτερεύω την κατάσταση για εμένα, αναβαθμίζω, βελτιωτικός, βελτίωση,καλυτέρευση, αστική περιοχή, ανακαίνιση, προοδευτικό μέτρο, διαχείριση ποιότητας, ανάπτυξη οργάνωσης, που αρέσει όλο και περισσότερο, βελτίωση, ανάκαμψη, ανάπτυξη οργάνωσης, βελτίωση οργάνωσης, που βελτιώνει τη ζωή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mejora

βελτίωση, καλυτέρευση

(πρόοδος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hubo una mejora constante en los resultados del alumno.
Υπήρχε μια σταθερή βελτίωση (or: καλυτέρευση) στα αποτελέσματα των μαθητών.

βελτίωση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La principal meta de Stephen en ir a Francia es la mejora de sus habilidades en francés.
Ο βασικός λόγος που ο Στίβεν πήγε στη Γαλλία ήταν η τελειοποίηση των γλωσσικών του ικανοτήτων στα Γαλλικά.

βελτίωση, καλυτέρευση

(της υγείας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El médico no observó mejora alguna en el paciente.
Ο γιατρός δεν είδε καμία βελτίωση (or: καλυτέρευση) στην κατάσταση του ασθενή.

άνοδος

(επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hubo una mejora gradual en el precio de las acciones.

βελτίωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las mejoras a la casa aumentaron su valor.
Οι βελτιώσεις στο σπίτι αύξησαν την αξία του.

βελτίωση, καλυτέρευση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si no hay mejoras en una semana consulte a un doctor.
Αν δεν υπάρχει βελτίωση (or: καλυτέρευση) μετά από μία εβδομάδα, συμβουλέψου το γιατρό σου.

βελτίωση, ενίσχυση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esta mejora de la imagen de la empresa se ha producido gracias a la labor social que desde hace poco realiza.
Η ενίσχυση της εταιρικής εικόνας προέκυψε από την πρόσφατη φιλανθρωπική δράση της.

βελτίωση, διόρθωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Todavía estoy haciéndole algunas mejoras a la aplicación de mi teléfono.

βελτίωση, ανάκαμψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los analistas han observado una mejora en las cifras inmobiliarias del mes pasado.
Οι αναλυτές βλέπουν μια ανάκαμψη στα στοιχεία στέγασης του περασμένου μήνα.

αυτόματη υπεραξία

nombre femenino (ιδιοκτησία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βελτίωση, καλυτέρευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άνοδος, ανοδική πορεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La economía experimentó un repunte cuando la guerra civil acabó.

αναμόρφωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La gente estaba feliz con la reforma para bajar los impuestos.

αναβάθμιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tuvimos mucha suerte en nuestras vacaciones, conseguimos un ascenso a una habitación de lujo.
Ήμασταν πραγματικά τυχεροί στις διακοπές μας· μας έκαναν αναβάθμιση σε πολυτελή σουίτα.

βελτίωση

(του εδάφους)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El rendimiento de la cosecha mejoró por el acondicionamiento realizado mediante el agregado de fósforo.

<div>αναβάθμιση συσκευής</div><div>(<i>φράση ως ουσιαστικό θηλυκό</i>: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ.<i> καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου </i>κλπ.)</div>

Algunos contratos de teléfonos móviles incluyen una actualización anual gratuita.

βελτιώνομαι, καλυτερεύω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καλυτερεύω, βελτιώνομαι, ξανοίγω

verbo intransitivo (καιρός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El tiempo estaba nublado esta mañana, pero ahora ha mejorado.

βελτιώνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mejoró mucho desde que empezó a tomar clases particulares.

βελτιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Trabajamos muy duro para mejorar este sitio web.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αγωνιστήκαμε σκληρά για να καλυτερέψουμε τις συνθήκες εργασίας στη χώρα μας.

βελτιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mejoró sus posibilidades de conseguir empleo al obtener un grado universitario.
Βελτίωσε τις προοπτικές του να βρει δουλειά αποκτώντας πανεπιστημιακό πτυχίο.

βελτιώνω, καλυτερεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La intervención del embajador podría mejorar la situación.
Η παρέμβαση του πρέσβη μπορεί και να βελτιώσει (or: καλυτερεύσει) την κατάσταση.

βελτιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los sindicatos le han dado a la empresa tres días para que mejoren su propuesta antes de que se llame a un paro general.

βελτιώνω, καλυτερεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El profesor quiere que mejores tu nivel de matemáticas antes del examen.

ομορφαίνω, διακοσμώ, στολίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu boceto no está mal, pero creo que podemos mejorarlo un poco.

βελτιώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tengo que mejorar mi pinta, quizá lápiz de labios brillante o un nuevo corte de pelo.

βελτιώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Consiguió sus habilidades en carrocería cuando mejoraba su auto en la secundaria.

σε άνοδο

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βελτιώνομαι

verbo transitivo (ES)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Su vida ha mejorado desde que se mudó aquí.
Η ζωή της έχει βελτιωθεί από τότε που μετακόμισε εδώ.

βελτιώνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si continúas estudiando arduamente, tus conocimientos de francés mejorarán.
Εάν συνεχίσεις να μελετάς σκληρά οι γνώσεις σου στα Γαλλικά θα βελτιωθούν.

γίνομαι καλύτερος

verbo intransitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Vas a mejorar en el ajedrez si practicas. El vino canadiense mejora cada año.
Αν εξασκηθείς, θα βελτιωθείς στο σκάκι.

βελτιώνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Es tu última oportunidad, si no mejoras tendré que echarte.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ε, παιδιά! Καλύτερα να βελτιωθείτε αλλιώς θα πάρετε πόδι.

αναβαθμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las empresas constructoras están planeando mejorar el barrio.

βελτιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω κπ καλά

(persona) (καθομιλουμένη)

No te preocupes, los médicos te mejorarán enseguida.

αυξάνομαι

(valor)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Con una mejora de la economía, el precio de las acciones mejorará.
Με την ανάκαμψη της οικονομίας, θα αυξηθούν και οι τιμές των μετοχών.

πάω καλύτερα

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pasé momentos difíciles el año pasado, pero las cosas están empezando a mejorar.
Έχω περάσει δύσκολες στιγμές τον τελευταίο χρόνο, τα πράγματα όμως αρχίζουν να φτιάχνουν (or; βελτιώνονται).

βελτιώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Intentó mejorar su técnica a base de practicar constantemente.
Προσπάθησε να βελτιώσει την τεχνική του μέσω συνεχούς εξάσκησης.

βελτιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Shaun aprovechó el tiempo que estuvo desempleado mejorando su CV.

αυξάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Esperamos que las ventas mejoren el mes que viene.
Ελπίζουμε ότι οι πωλήσεις θα αυξηθούν (or: ανεβούν) τον επόμενο μήνα.

αναβαθμίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quiero mejorar mi casa instalando una nueva cocina.
Θέλω να αναβαθμίσω το σπίτι μου τοποθετώντας μια καινούρια κουζίνα.

βελτιώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Diez minutos diarios de estudio realmente podrían mejorar tu francés.
Μόνο δέκα λεπτά μελέτη την ημέρα θα βελτίωναν πραγματικά τα γαλλικά σου.

βελτιώνομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El tenis de Aliyah mejoró mucho desde que Marcos la empezó a entrenar.
Πραγματικά, η Αλίγια βελτιώθηκε στο τένις από τότε που άρχισε να την προπονεί ο Μάρκους.

βελτιώνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El estado del paciente estaba mejorando.

καλυτερεύω, βελτιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pasó su vida tratando de mejorar las condiciones de vida de los pobres.
Πέρασε όλη της τη ζωή προσπαθώντας να καλυτερέψει τις συνθήκες ζωής των φτωχών.

βελτιώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Veamos si puedo mejorar mi marca anterior.

διορθώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mejoró el texto para que no hubiese faltas de ortografía.

αυξάνω την αξία

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mejoré mi granja añadiendo más tierras.

ξεπερνάω, ξεπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El joven y extraordinario ciclista acaba de mejorar su récord de velocidad.
Ο ηθοποιός ελπίζει να ξεπεράσει την προηγούμενη απόδοσή του.

βελτιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Desde que tienen a la nueva maestra todos los niños de la clase han mejorado sus habilidades en inglés.

μεταρρυθμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En mi opinión, todo el sistema judicial debe reformarse.
Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να μεταρρυθμιστεί ολόκληρο το δικαστικό σύστημα .

κάνω κπ/κτ καλά

Déjame que te rasque la espalda y te la sanaré.

συμμορφώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Juan prometió enderezarse, pero no tengo esperanzas.
Ο Τζόϋ υποσχέθηκε ότι θα συμμορφωθεί, αλλά δεν τρέφω πολλές ελπίδες.

ηρεμώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El mercado está cerrado hasta que el clima se calme.

εξορθολογίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jefe tenía pensado optimizar el departamento para que se necesitase menos gente para hacer el trabajo.
Το αφεντικό σχεδιάζει να εξορθολογίσει αυτό το τμήμα ώστε όλη η δουλειά να γίνεται από λιγότερα άτομα.

βελτιστοποιώ

(επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La compañía optimizó el nuevo producto para aumentar las ventas.

υποχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El doctor me dijo que el sarpullido desaparecería en unas seis semanas.
Ο γιατρός μου είπε ότι το εξάνθημα θα υποχωρήσει σε περίπου έξι βδομάδες.

συντονίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dan sintonizó en la radio su estación favorita.
Ο Νταν συντόνισε το ραδιόφωνο στον αγαπημένο του σταθμό.

οξύνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Susan está haciendo un curso para pulir su habilidad como escritora.
Η Σούζαν παρακολουθεί ένα μάθημα για να βελτιώσει τις δεξιότητες της στη συγγραφή.

διορθώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Desearía que Paul enmiende sus malos modales.

βελτιώνω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este ensayo no está mal, pero lo debes pulir un poco más.

εκλεπτύνω, εξευγενίζω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La escuela intenta pulir los modales de sus alumnos, a la vez que impartir conocimiento.

κάνω αναβάθμιση του/της

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Algunos actualizan sus teléfonos cada vez que sale un modelo nuevo, otros tienen el mismo teléfono durante años.

μορφώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Paul lee revistas científicas en un intento de mejorar.

καλυτερεύω την κατάσταση για εμένα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Mi padre trabajó en una fábrica, pero yo quiero mejorar y conseguir un trabajo de oficina.

αναβαθμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Unos zapatos nuevos, de moda, pueden poner al día la ropa del año pasado.

βελτιωτικός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βελτίωση,καλυτέρευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Su hermoso corte de pelo nuevo es definitivamente un cambio para mejor.
Η ωραία, νέα της κόμμωση είναι οπωσδήποτε μια βελτίωση (or: καλυτέρευση).

αστική περιοχή

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El objetivo de nuestro actual plan de mejora urbanística es acabar con todos los viejos suburbios.

ανακαίνιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Voy a la tienda de mejora en el hogar para comprar un destornillador, ladrillos de cemento y una lata de pintura.

προοδευτικό μέτρο

διαχείριση ποιότητας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ανάπτυξη οργάνωσης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

που αρέσει όλο και περισσότερο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Δε μου πολυάρεσε το τραγούδι αρχικά, αλλά τώρα μ' αρέσει όλο και περισσότερο.

βελτίωση, ανάκαμψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lucy tuvo una mejora en su suerte cuando encontró un nuevo trabajo con mejor sueldo.

ανάπτυξη οργάνωσης, βελτίωση οργάνωσης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

που βελτιώνει τη ζωή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mejora στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.