Τι σημαίνει το mejorado στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mejorado στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mejorado στο ισπανικά.

Η λέξη mejorado στο ισπανικά σημαίνει βελτιώνω, βελτιώνομαι, αυξάνομαι, βελτιώνω, αναβαθμίζω, διορθώνω, αυξάνω την αξία, υποχωρώ, βελτιώνομαι, καλυτερεύω, καλυτερεύω, βελτιώνομαι, ξανοίγω, βελτιώνομαι, βελτιώνω, βελτιώνω, καλυτερεύω, βελτιώνω, βελτιώνω, καλυτερεύω, ομορφαίνω, διακοσμώ, στολίζω, βελτιώνω, βελτιώνω, σε άνοδο, βελτιώνομαι, γίνομαι καλύτερος, βελτιώνομαι, αναβαθμίζω, βελτιώνω, κάνω κπ καλά, πάω καλύτερα, βελτιώνω, αυξάνομαι, βελτιώνω, βελτιώνομαι, βελτιώνομαι, καλυτερεύω, βελτιώνω, βελτιώνω, ξεπερνάω, ξεπερνώ, βελτιώνω, μορφώνομαι, καλυτερεύω την κατάσταση για εμένα, μεταρρυθμίζω, κάνω κπ/κτ καλά, συμμορφώνομαι, ηρεμώ, εξορθολογίζω, βελτιστοποιώ, συντονίζω, οξύνω, διορθώνω, βελτιώνω, εκλεπτύνω, εξευγενίζω, κάνω αναβάθμιση του/της, αναβαθμίζω, περιθώριο βελτίωσης, είμαι από τους καλύτερους, λαμβάνω επιπλέον εκπαίδευση, ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερέχω, κάνω ανταγωνιστική προσφορά έναντι άλλου, σερβίρω υπερβολικά μεγάλη μερίδα, συγκεντρώνω κάτω από Χ πόντους. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mejorado

βελτιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Trabajamos muy duro para mejorar este sitio web.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αγωνιστήκαμε σκληρά για να καλυτερέψουμε τις συνθήκες εργασίας στη χώρα μας.

βελτιώνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si continúas estudiando arduamente, tus conocimientos de francés mejorarán.
Εάν συνεχίσεις να μελετάς σκληρά οι γνώσεις σου στα Γαλλικά θα βελτιωθούν.

αυξάνομαι

(valor)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Con una mejora de la economía, el precio de las acciones mejorará.
Με την ανάκαμψη της οικονομίας, θα αυξηθούν και οι τιμές των μετοχών.

βελτιώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Intentó mejorar su técnica a base de practicar constantemente.
Προσπάθησε να βελτιώσει την τεχνική του μέσω συνεχούς εξάσκησης.

αναβαθμίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quiero mejorar mi casa instalando una nueva cocina.
Θέλω να αναβαθμίσω το σπίτι μου τοποθετώντας μια καινούρια κουζίνα.

διορθώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mejoró el texto para que no hubiese faltas de ortografía.

αυξάνω την αξία

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mejoré mi granja añadiendo más tierras.

υποχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El doctor me dijo que el sarpullido desaparecería en unas seis semanas.
Ο γιατρός μου είπε ότι το εξάνθημα θα υποχωρήσει σε περίπου έξι βδομάδες.

βελτιώνομαι, καλυτερεύω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καλυτερεύω, βελτιώνομαι, ξανοίγω

verbo intransitivo (καιρός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El tiempo estaba nublado esta mañana, pero ahora ha mejorado.

βελτιώνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mejoró mucho desde que empezó a tomar clases particulares.

βελτιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mejoró sus posibilidades de conseguir empleo al obtener un grado universitario.
Βελτίωσε τις προοπτικές του να βρει δουλειά αποκτώντας πανεπιστημιακό πτυχίο.

βελτιώνω, καλυτερεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La intervención del embajador podría mejorar la situación.
Η παρέμβαση του πρέσβη μπορεί και να βελτιώσει (or: καλυτερεύσει) την κατάσταση.

βελτιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los sindicatos le han dado a la empresa tres días para que mejoren su propuesta antes de que se llame a un paro general.

βελτιώνω, καλυτερεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El profesor quiere que mejores tu nivel de matemáticas antes del examen.

ομορφαίνω, διακοσμώ, στολίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu boceto no está mal, pero creo que podemos mejorarlo un poco.

βελτιώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tengo que mejorar mi pinta, quizá lápiz de labios brillante o un nuevo corte de pelo.

βελτιώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Consiguió sus habilidades en carrocería cuando mejoraba su auto en la secundaria.

σε άνοδο

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βελτιώνομαι

verbo transitivo (ES)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Su vida ha mejorado desde que se mudó aquí.
Η ζωή της έχει βελτιωθεί από τότε που μετακόμισε εδώ.

γίνομαι καλύτερος

verbo intransitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Vas a mejorar en el ajedrez si practicas. El vino canadiense mejora cada año.
Αν εξασκηθείς, θα βελτιωθείς στο σκάκι.

βελτιώνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Es tu última oportunidad, si no mejoras tendré que echarte.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ε, παιδιά! Καλύτερα να βελτιωθείτε αλλιώς θα πάρετε πόδι.

αναβαθμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las empresas constructoras están planeando mejorar el barrio.

βελτιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω κπ καλά

(persona) (καθομιλουμένη)

No te preocupes, los médicos te mejorarán enseguida.

πάω καλύτερα

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pasé momentos difíciles el año pasado, pero las cosas están empezando a mejorar.
Έχω περάσει δύσκολες στιγμές τον τελευταίο χρόνο, τα πράγματα όμως αρχίζουν να φτιάχνουν (or; βελτιώνονται).

βελτιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Shaun aprovechó el tiempo que estuvo desempleado mejorando su CV.

αυξάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Esperamos que las ventas mejoren el mes que viene.
Ελπίζουμε ότι οι πωλήσεις θα αυξηθούν (or: ανεβούν) τον επόμενο μήνα.

βελτιώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Diez minutos diarios de estudio realmente podrían mejorar tu francés.
Μόνο δέκα λεπτά μελέτη την ημέρα θα βελτίωναν πραγματικά τα γαλλικά σου.

βελτιώνομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El tenis de Aliyah mejoró mucho desde que Marcos la empezó a entrenar.
Πραγματικά, η Αλίγια βελτιώθηκε στο τένις από τότε που άρχισε να την προπονεί ο Μάρκους.

βελτιώνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El estado del paciente estaba mejorando.

καλυτερεύω, βελτιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pasó su vida tratando de mejorar las condiciones de vida de los pobres.
Πέρασε όλη της τη ζωή προσπαθώντας να καλυτερέψει τις συνθήκες ζωής των φτωχών.

βελτιώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Veamos si puedo mejorar mi marca anterior.

ξεπερνάω, ξεπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El joven y extraordinario ciclista acaba de mejorar su récord de velocidad.
Ο ηθοποιός ελπίζει να ξεπεράσει την προηγούμενη απόδοσή του.

βελτιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Desde que tienen a la nueva maestra todos los niños de la clase han mejorado sus habilidades en inglés.

μορφώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Paul lee revistas científicas en un intento de mejorar.

καλυτερεύω την κατάσταση για εμένα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Mi padre trabajó en una fábrica, pero yo quiero mejorar y conseguir un trabajo de oficina.

μεταρρυθμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En mi opinión, todo el sistema judicial debe reformarse.
Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να μεταρρυθμιστεί ολόκληρο το δικαστικό σύστημα .

κάνω κπ/κτ καλά

Déjame que te rasque la espalda y te la sanaré.

συμμορφώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Juan prometió enderezarse, pero no tengo esperanzas.
Ο Τζόϋ υποσχέθηκε ότι θα συμμορφωθεί, αλλά δεν τρέφω πολλές ελπίδες.

ηρεμώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El mercado está cerrado hasta que el clima se calme.

εξορθολογίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jefe tenía pensado optimizar el departamento para que se necesitase menos gente para hacer el trabajo.
Το αφεντικό σχεδιάζει να εξορθολογίσει αυτό το τμήμα ώστε όλη η δουλειά να γίνεται από λιγότερα άτομα.

βελτιστοποιώ

(επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La compañía optimizó el nuevo producto para aumentar las ventas.

συντονίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dan sintonizó en la radio su estación favorita.
Ο Νταν συντόνισε το ραδιόφωνο στον αγαπημένο του σταθμό.

οξύνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Susan está haciendo un curso para pulir su habilidad como escritora.
Η Σούζαν παρακολουθεί ένα μάθημα για να βελτιώσει τις δεξιότητες της στη συγγραφή.

διορθώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Desearía que Paul enmiende sus malos modales.

βελτιώνω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este ensayo no está mal, pero lo debes pulir un poco más.

εκλεπτύνω, εξευγενίζω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La escuela intenta pulir los modales de sus alumnos, a la vez que impartir conocimiento.

κάνω αναβάθμιση του/της

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Algunos actualizan sus teléfonos cada vez que sale un modelo nuevo, otros tienen el mismo teléfono durante años.

αναβαθμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Unos zapatos nuevos, de moda, pueden poner al día la ropa del año pasado.

περιθώριο βελτίωσης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Si cabe la posibilidad de mejorar estas condiciones, tenemos que seguir trabajando.

είμαι από τους καλύτερους

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λαμβάνω επιπλέον εκπαίδευση

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los empleados que mejoran las calificaciones profesionales son tenidos más en cuenta para los ascensos.

ξεπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El cocinero se superó a sí mismo anoche.

υπερτερώ, υπερέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω ανταγωνιστική προσφορά έναντι άλλου

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σερβίρω υπερβολικά μεγάλη μερίδα

(σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συγκεντρώνω κάτω από Χ πόντους

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No importa cuánto juegue al golf, no logro mejorar de 85.
Όσο και να εξασκούμαι στο γκολφ, δεν μπορώ να συγκεντρώσω κάτω από 85 πόντους.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mejorado στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.