Τι σημαίνει το mencionar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mencionar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mencionar στο πορτογαλικά.

Η λέξη mencionar στο πορτογαλικά σημαίνει αναφέρω, αναφέρω, αναφέρω, αναφέρω, θίγω, αναφέρω, αναφέρω, παρατηρώ, σχολιάζω, φέρνω, αναφέρω, θίγω, επικαλούμαι, παραθέτω, αναφέρομαι, παραπέμπω, παρατηρώ, προσέχω, αναφέρω, παραθέτω, αναφέρω, θίγω, λέω, αναφέρω, αναφέρω, είμαι ανάξιος λόγου, εννοείται, αναφέρω ότι έχω γνωρίσει διάσημα πρόσωπα με στόχο να εντυπωσιάσω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mencionar

αναφέρω

(relatar, referir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele mencionou que chegou a viver em Roma uma vez.
Μην ξεχάσεις να αναφέρεις το πάρτυ όταν μιλήσεις με την Ολίβια.

αναφέρω

verbo transitivo (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele mencionou que tinha já tinha vivido em Roma.
Ανέφερε ότι είχε ζήσει κάποτε στη Ρώμη.

αναφέρω

(σε κάποιον ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Na conversa, Julia me disse que achar que Carla tinha um novo namorado.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας, η Τζούλια μου ανέφερε πως νόμιζε ότι η Κάρα είχε ένα νέο φίλο.

αναφέρω, θίγω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A palestra dela não mencionou os detalhes de contabilidade. O professor mencionou cada área testada.
Η διάλεξή της δεν ανέφερε (or: έθιξε) τις λεπτομέρειες της λογιστικής. Η δασκάλα ανέφερε κάθε ένα θέμα που εξετάστηκε.

αναφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não é boa ideia mencionar política com minha família.
Δεν είναι καλή ιδέα να αναφέρεις πολιτικά ζητήματα μπροστά στην οικογένειά μου.

αναφέρω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela não mencionou o fato de ser solteira.

παρατηρώ, σχολιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A professora de Lisa mencionou seu rápido progresso em matemática.
Η καθηγήτρια της Λίζα σχολίασε (or: παρατήρησε) τη ραγδαία της πρόοδο στα μαθηματικά.

φέρνω

verbo transitivo (casualmente) (μτφ: στην κουβέντα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele mencionou o casamento na conversa.
Πάνω στην κουβέντα πέταξε και το θέμα του γάμου.

αναφέρω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He reference the name of the organization in his speech.

θίγω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este artigo não menciona os problemas no Sudão.

επικαλούμαι, παραθέτω, αναφέρομαι, παραπέμπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele citou o acordo de paz recente como uma das conquistas de que mais se orgulhava.
Επικαλέστηκε την πρόσφατη συμφωνία ειρήνης ως ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματά του.

παρατηρώ, προσέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναφέρω, παραθέτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você pode citar alguma estatística que apoie o seu argumento?
Μπορείς να αναφέρεις κάποια στατιστικά που να υποστηρίζουν τη θέση σου;

αναφέρω, θίγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λέω, αναφέρω

verbo transitivo (dizer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναφέρω

(figurado: na conversa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι ανάξιος λόγου

expressão

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
O pequeno inconveniente de ter que esperar não vale a pena mencionar. Não vale a pena mencionar a pequena quantidade de sódio na toranja.

εννοείται

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Desnecessário dizer que você não pode deixar sua bicicleta desprotegida na cidade.

αναφέρω ότι έχω γνωρίσει διάσημα πρόσωπα με στόχο να εντυπωσιάσω

locução verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mencionar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.