Τι σημαίνει το deixar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης deixar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του deixar στο πορτογαλικά.
Η λέξη deixar στο πορτογαλικά σημαίνει κάνω χώρο, αφήνω χώρο, αφήνω, αφήνω, αφήνω κτ για κπ, αφήνω κτ σε κπ, αφήνω κτ σε κπ, αφήνω, αφήνω, αφήνω, δίνω, νοικιάζω, ενοικιάζω, αφήνω κτ σε κπ, αφήνω κπ με κτ, φεύγω από κτ, αφήνω, αφήνω, κληροδοτώ, φροντίζω κτ να είναι, αφήνω, ηττώμαι, αφήνω, -, πηγαίνω, παρατάω, αφήνω, σταματάω, σταματώ, παύω, επιτρέπω κτ σε κπ, επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ, κόβω, τα παρατάω, εγκαταλείπω, παρατάω, εγκαταλείπω, αποκηρύσσω, απαρνούμαι, αποδρώ από κτ, δραπετεύω από κτ, αναθέτω, εγκαταλείπω, παρατάω, παρατώ, σταματάω, σταματώ, αποσύρομαι από κτ, κόβω, εγκαταλείπω, κάνω εντύπωση, θέτω εκτός λειτουργίας, αναστέλλω, αναβάλλω, είμαι ξαπλωμένος, παραιτούμαι, αποσύρομαι, ενθουσιάζω, συναρπάζω, καταπλήσσω, κάνω κπ πέρα, αποκλείω, προετοιμάζω, ετοιμάζω, εντυπωσιάζω, λιγώνω, αφήνω κτ σε κπ, παραλείπω, παρασύρομαι κάνοντας κτ, χάνω, βάζω λιπαντικό σε κπ, μπερδεύω, αφήνω κτ σε κπ, παρασύρομαι με κτ, παρασύρομαι από κτ, μπερδεύω, βάζω λιπαντικό σε κτ, αμελώ, κουτσαίνω, ενημερώνω, αφήνω, παίρνω, αγνοώ, στερώ κτ από κπ/κτ, πετάω, στρεσάρω, στη μία πλευρά, χωρίς να αφήσω ίχνη πίσω μου, σίγουρα, οπωσδήποτε, ασφαλώς, αφήνω κπ/κτ στην ησυχία του, αφήνω κπ/κτ ήσυχο, κοψοχολιάζω, ηρεμώ, καθησυχάζω, δεν μπορώ να μην, δεν μπορώ παρά να, τα θαλασσώνω, παρασύρομαι, αφήνω ανοιχτή την πόρτα, κρατάω σε αγωνία, έχω πολλές ελλείψεις, ψάχνω εξονυχιστικά, δίνω χώρο σε κπ/κτ, ξεκαθαρίζω, είμαι σαφής, αφήνω το σημάδι μου σε κτ, αφήνω την υπογραφή μου σε κτ, θορυβούμαι, κόβω την συνήθεια, παύω να υπάρχω, εξαφανίζομαι, σπάω τα νεύρα σε κπ, βγάζω κπ εκτός εαυτού, προκαλώ κόμπλεξ σε κπ, δημιουργώ κόμπλεξ σε κπ, φεύγω από τη χώρα/στο εξωτερικό, απογειώνομαι, φεύγω από τη φωλιά, αφήνω τη φωλιά, το σκέφτομαι, είμαι στον σωστό δρόμο, αφήνω τα πράγματα να κυλήσουν, θέτω κπ σε επιφυλακή, τρελαίνω, βάζω κπ σε δίλημμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης deixar
κάνω χώρο, αφήνω χώροverbo transitivo (permitir) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Deixe o garçom passar. Άφησε τον σερβιτόρο να περάσει. |
αφήνωverbo transitivo (abandonar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele deixou a sua esposa em casa e saiu com os amigos na sexta-feira à noite. Παράτησε τη γυναίκα του σπίτι και βγήκε με τους φίλους του την Παρασκευή το βράδυ. |
αφήνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele deixou apenas um pedaço de pizza para os outros. Μου άρεσε το φαγητό, αλλά άφησα μερικές πατάτες γιατί είχα φουσκώσει. |
αφήνω κτ για κπverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ele deixou só um pedaço de pizza para os outros. Άφησε μόνο ένα κομμάτι πίτσα για τους άλλους. |
αφήνω κτ σε κπverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Deixa o seu número comigo no caso de eu precisar entrar em contato. Άφησέ μου το τηλέφωνό σου, σε περίπτωση που χρειαστεί να επικοινωνήσουμε. |
αφήνω κτ σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Posso deixar minhas chaves com você caso algo aconteça? Μπορώ να σου αφήσω τα κλειδιά μου, σε περίπτωση που συμβεί κάτι; |
αφήνωverbo transitivo (esquecer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Oh, não! Deixei o presente em casa. Αχ όχι, ξέχασα το δώρο στο σπίτι. |
αφήνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele deixou as chaves na mesa da cozinha no caso de alguém precisar sair. Άφησα τα κλειδιά στο τραπέζι της κουζίνας, σε περίπτωση που θελήσεις να βγεις. |
αφήνω, δίνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele deixou o número do seu telefone na secretária eletrônica. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έδωσε (or: Άφησε) τα στοιχεία του, για να τον πάρουν μόλις έχουν πληροφορίες. |
νοικιάζω, ενοικιάζωverbo transitivo (alugar) (κτ ή κτ σε κπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele deixou o flat por $1.000,00 por mês. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Νοίκιασε το διαμέρισμά για 1.000 δολάρια το μήνα. |
αφήνω κτ σε κπverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Em seu testamento, o pai dela lhe deixou um relógio antigo. Στη διαθήκη του ο πατέρας της της άφησε το ρολόι αντίκα. |
αφήνω κπ με κτverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se você levar a nota de vinte, vai me deixa com menos de cinco. Αν πάρεις αυτό το εικοσάρικο, θα με αφήσεις με λιγότερο από πέντε λίρες. |
φεύγω από κτ
Eu vou deixar esta cidade às três horas. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μετά την προσβολή που υπέστη, ο ομιλητής αποχώρησε από την εκπομπή. |
αφήνωverbo transitivo (κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Minha mulher me permitiu sair com os rapazes na noite passada. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν επέτρεψε στα παιδιά της να δουν την ταινία επειδή περιέχει πολλές σκηνές βίας. |
αφήνωverbo transitivo (ακολουθεί επίθετο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O choque o deixou sem palavras. Το σοκ τον άφησε άφωνο. |
κληροδοτώ(como herança) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A casa e todos os seus pertences foram deixados para ela. Το σπίτι και όλα τα υπάρχοντα κληροδοτήθηκαν σ' εκείνη. |
φροντίζω κτ να είναιverbo transitivo (figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Você deve desculpas a Keith e é melhor você deixar isso acertado. Ele está realmente chateado. Χρωστάς μια συγγνώμη στον Κιθ και φρόντισε να είναι καλή. Είναι πολύ αναστατωμένος. |
αφήνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Não se esqueça de deixar as chaves com sua mãe antes de ir. Μην ξεχάσεις να αφήσεις τα κλειδιά στο σπίτι της μητέρας σου πριν φύγεις. |
ηττώμαιverbo transitivo (competição) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αφήνω(tornar possível por negligência) (κάτι να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ao não usar o freio de mão, ele deixou o carro descer a ladeira. |
-verbo transitivo (sair) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Eles deixaram o cinema sorrindo. Έφυγαν από το σινεμά με ένα χαμόγελο στα χείλη. |
πηγαίνωverbo transitivo (dar carona) (κάποιον κάπου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Por favor, me deixe na cidade quando for comprar mantimentos. Σε παρακαλώ πέταξέ με στην πόλη όταν πας για ψώνια. |
παρατάωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφήνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu deixo meu marido no trabalho todas as manhãs. Αφήνω τον άνδρα μου στη δουλειά κάθε πρωί. |
σταματάω, σταματώ, παύωverbo transitivo (να κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Não consigo deixar de pensar que ela estava certa o tempo todo. |
επιτρέπω κτ σε κπ, επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ
Seus pais vão permitir (or: deixar) que você vá ao baile? Θα σε αφήσουν οι γονείς σου να πας στον χορό; |
κόβω(καθομιλουμένη, μεταφορικά: για συνήθεια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τα παρατάω, εγκαταλείπω(informal) (ΗΒ, αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) O Ali planeja largar o emprego assim que começar o mestrado. |
παρατάω, εγκαταλείπω, αποκηρύσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απαρνούμαι(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O alcoólatra jurou abandonar seu vício. Ο αλκοολικός ορκίστηκε να εγκαταλείψει τον εθισμό του. |
αποδρώ από κτ, δραπετεύω από κτ
É bacana sair de Londres de vez em quando. |
αναθέτω(pejorativo) (κάποιον σε κάποιον άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os pais largaram as crianças com os parentes e viajaram de férias. |
εγκαταλείπω, παρατάω, παρατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Seu namorado a abandonou quando descobriu que ela estava grávida de outro homem. Ele abandonou a mulher quando as coisas ficaram difíceis. Ο φίλος της την εγκατέλειψε (or: παράτησε) όταν έμαθε ότι ήταν έγκυος από άλλον άντρα. Παράτησε τη γυναίκα του όταν δυσκόλεψαν τα πράγματα. |
σταματάω, σταματώ(hábito) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) James está tentando parar de roer as unhas. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Τζον προσπαθεί να κόψει το κάπνισμα. |
αποσύρομαι από κτ
A lesão do jogador o forçou a retirar-se da competição. Ο τραυματισμός του παίκτη τον ανάγκασε να αποσυρθεί από τον αγώνα. |
κόβω(informal: droga, parar de usar) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dave saiu do vício em heroína dois anos atrás e tem estado limpo desde então. Ο Ντέιβ έκοψε την ηρωίνη πριν από δύο χρόνια και από τότε είναι καθαρός. |
εγκαταλείπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω εντύπωση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θέτω εκτός λειτουργίας(provocar defeito ou interrupção) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Πιάστηκαν τσούχτρες στον αγωγό και έθεσαν την αντλία εκτός λειτουργίας. |
αναστέλλω, αναβάλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A construção do novo shopping center foi suspensa durante a crise de crédito. Η κατασκευή του νέου εμπορικού κέντρου αναβλήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης των δανείων. |
είμαι ξαπλωμένος
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παραιτούμαι, αποσύρομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O presidente do comitê decidiu renunciar por problemas de saúde. Ο πρόεδρος της επιτροπής αποφάσισε να αποσυρθεί (or: παραιτηθεί) λόγω προβλημάτων υγείας. |
ενθουσιάζω, συναρπάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταπλήσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O domador de leões maravilhou o público com seus truques ousados. Ο δαμαστής των λιονταριών κατέπληξε το πλήθος με τα τολμηρά κόλπα του. |
κάνω κπ πέρα(καθομιλουμένη, μτφ) |
αποκλείω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Στο πάρτι προσκαλέστηκαν όλα τα παιδιά, αλλά εμένα με άφησαν στην απέξω. |
προετοιμάζω, ετοιμάζω(fazer algo funcionar bem) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εντυπωσιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η Λίλι σίγουρα εντυπωσίασε τον Άλαν. |
λιγώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφήνω κτ σε κπ(formal, jurídico) |
παραλείπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O pão não cresce porque eu esqueci o fermento por engano. Το ψωμί δεν φούσκωσε γιατί παρέλειψα τη μαγιά κατά λάθος. |
παρασύρομαι κάνοντας κτ(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χάνω(privilégio, direito) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eles perderam o direito de usar a biblioteca porque eles eram muito barulhentos. Έχασαν (or: Στερήθηκαν) το δικαίωμά να χρησιμοποιούν τη βιβλιοθήκη γιατί έκαναν πολλή φασαρία. |
βάζω λιπαντικό σε κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μπερδεύω(λόγια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφήνω κτ σε κπ(formal, jurídico) |
παρασύρομαι με κτ, παρασύρομαι από κτ(μεταφορικά) |
μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Seu enigma realmente me confundiu! Qual é a resposta? Το αίνιγμά σου πραγματικά με μπέρδεψε! Ποια είναι η απάντηση; |
βάζω λιπαντικό σε κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αμελώ(να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fred negligenciou manter-se atualizado com seus amigos e lentamente perdeu contato com eles. Ο Φρεντ αμέλησε να επικοινωνεί με τους φίλους του και σιγά σιγά έχασε την επαφή μαζί τους. |
κουτσαίνω(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peter cavalgou seu cavalo muito intensamente na pista e o estropiou. Ο Πίτερ πίεσε υπερβολικά το άλογό του στον ιππόδρομο και το κούτσανε. |
ενημερώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele teve de sair da reunião por um tempo, por isso nós o atualizamos quando ele voltou. Έπρεπε να φύγει για λίγο από τη συνεδρίαση, γι' αυτό τον ενημερώσαμε όταν επέστρεψε. |
αφήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίρνω(deixar-(se) levar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Devíamos deixar os acontecimentos seguirem seu curso. Ας αφήσουμε απλά τα γεγονότα να πάρουν το δρόμο τους. |
αγνοώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στερώ κτ από κπ/κτ
Os pais privaram suas crianças de afeição. |
πετάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στρεσάρω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Υπάρχει πολλή δουλειά τώρα και αυτό με στρεσάρει. |
στη μία πλευράexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χωρίς να αφήσω ίχνη πίσω μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σίγουρα, οπωσδήποτε, ασφαλώςexpressão (com certeza) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) «Θα μπορούσες να μου μετακινήσεις αυτές τις καρέκλες και τα τραπέζια, σε παρακαλώ;» «Σίγουρα (or: Ασφαλώς)! |
αφήνω κπ/κτ στην ησυχία του, αφήνω κπ/κτ ήσυχο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Μην τον ενοχλείς. |
κοψοχολιάζω(καθομιλουμένη, ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você tinha que pular na minha frente desse jeito? Quase me matou de susto! |
ηρεμώ, καθησυχάζωlocução verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δεν μπορώ να μην, δεν μπορώ παρά να
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Não posso deixar de notar a enorme mancha de café na frente da sua blusa branca. Δεν μπορώ να μην παρατηρήσω τον τεράστιο λεκέ από καφέ στο μπροστινό μέρος της άσπρης μπλούζας σου. |
τα θαλασσώνωexpressão (figurado) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παρασύρομαι(expressão) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ela se deixa levar pelo Natal e gasta dinheiro demais com tudo. |
αφήνω ανοιχτή την πόρταexpressão (figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κρατάω σε αγωνίαexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έχω πολλές ελλείψειςexpressão (κάτι λείπει) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ψάχνω εξονυχιστικάexpressão (figurado) |
δίνω χώρο σε κπ/κτexpressão verbal (figurado) (μεταφορικά: να κάνει κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando a medalhista de ouro caiu, ela deixou as portas abertas para outras competições. Não cortando completamente os laços com países que eram aliados, o primeiro ministro está deixando as portas abertas para negociações futuras. |
ξεκαθαρίζωlocução verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
είμαι σαφήςexpressão (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
αφήνω το σημάδι μου σε κτ, αφήνω την υπογραφή μου σε κτ(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θορυβούμαιexpressão verbal (λόγιος, επίσημο: από κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κόβω την συνήθειαlocução verbal (parar de fazer algo) |
παύω να υπάρχωexpressão (morrer) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εξαφανίζομαιexpressão (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σπάω τα νεύρα σε κπ, βγάζω κπ εκτός εαυτούexpressão verbal (irritar alguém intensamente) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προκαλώ κόμπλεξ σε κπ, δημιουργώ κόμπλεξ σε κπlocução verbal (envergonhar alguém) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φεύγω από τη χώρα/στο εξωτερικόlocução verbal (viajar para o exterior) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απογειώνομαιlocução verbal (aeronave, ave: decolar) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φεύγω από τη φωλιά, αφήνω τη φωλιάlocução verbal (literal- ave) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το σκέφτομαι(não decidir até a manhã seguinte) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι στον σωστό δρόμοexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αφήνω τα πράγματα να κυλήσουν
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θέτω κπ σε επιφυλακή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρελαίνωexpressão verbal (informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βάζω κπ σε δίλημμαexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του deixar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του deixar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.