Τι σημαίνει το mergulhar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mergulhar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mergulhar στο πορτογαλικά.

Η λέξη mergulhar στο πορτογαλικά σημαίνει κάνω κατάδυση με αναπνευστήρα, βουτάω, βουτώ, κάνω κατάδυση, βουτάω, καταδύομαι, βουτώ, εμβυθίζω, εμβαπτίζω, βυθίζω, πατωτή, πατητή, πέφτω με τα μούτρα σε κάτι, κάνω κατάδυση, βουτώ στο νερό, πηδάω σε κτ, πηδώ σε κτ, πέφτω με τα μούτρα, πέφτω κάθετα, πηδάω, βουτάω, βουτάω κτ σε κτ, βουτώ κτ σε κτ, βουτάω, βουτώ, κάνω βουτιά, βουτάω, βουτώ, βουτάω κτ σε κτ, βουτώ κτ σε κτ, βουτάω σε κτ, βουτώ σε κτ, βουτάω κτ μέσα σε κτ, βουτώ κτ μέσα σε κτ, καταδύομαι, πέφτω με τα μούτρα, μουλιάζω, καμπουριάζω, πέφτω απότομα, πέφτω γρήγορα, βυθίζω, καλύπτω, χύνομαι, βυθίζω κτ σε κτ, πέφτω, βυθίζομαι σε κτ, απορροφώμαι από κτ, πηδάω σε κτ, πηδώ σε κτ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, χώνομαι, κρύβομαι, εμβαθύνω, σκάβω, χάνομαι σε κτ, διαβάζω, το τολμάω, βουτάω, καταδύομαι, κάνω κατάδυση με αναπνευστήρα, πέφτω με τα μούτρα, καταπιάνομαι με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mergulhar

κάνω κατάδυση με αναπνευστήρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βουτάω, βουτώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O menino mergulhou do topo do penhasco no mar.
Το αγόρι βούτηξε στη θάλασσα από την κορυφή του γκρεμού.

κάνω κατάδυση

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βουτάω

(κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Το νερό ήταν παγωμένο εδώ και μου πήρε μερικά λεπτά ώστε να προετοιμαστώ ψυχολογικά πριν βουτήξω.

καταδύομαι, βουτώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εμβυθίζω, εμβαπτίζω, βυθίζω

verbo transitivo (σε κάποιο υγρό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mergulhe os vegetais rapidamente e enxague-os.
Βυθίστε τα λαχανικά για λίγο και ξεπλύντε τα.

πατωτή, πατητή

verbo transitivo (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Não mergulhar é uma das regras da piscina.

πέφτω με τα μούτρα σε κάτι

verbo transitivo (figurado) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κατάδυση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dave teve a oportunidade de mergulhar nas últimas férias.
Ο Ντέιβ είχε την ευκαιρία να κάνει κατάδυση στις τελευταίες του διακοπές.

βουτώ στο νερό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πηδάω σε κτ, πηδώ σε κτ

verbo transitivo

πέφτω με τα μούτρα

(figurado) (καθομ, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πέφτω κάθετα

(aeronave) (αεροσκάφος)

πηδάω, βουτάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os acrobatas mergulharam nas redes.
Οι ακροβάτες πήδηξαν στα δίχτυα.

βουτάω κτ σε κτ, βουτώ κτ σε κτ

Patricia mergulhou os lençóis na água.
Η Πατρίσια βούτηξε τα σεντόνια στο νερό.

βουτάω, βουτώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Rachel ficou na ponta da prancha e mergulhou.
Η Ρέιτσελ πήδηξε από την άκρη του βατήρα και βούτηξε.

κάνω βουτιά

(figurado: cair rapidamente) (μεταφορικά: στο κενό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O carro passou pelo penhasco e mergulhou.
Το αυτοκίνητο ξέφυγε από την άκρη του γκρεμού και έκανε βουτιά.

βουτάω, βουτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alan testou a temperatura da água mergulhando o dedo do pé.
Ο Άλαν δοκίμασε τη θερμοκρασία του νερού βάζοντας μέσα το δάχτυλό του.

βουτάω κτ σε κτ, βουτώ κτ σε κτ

Emily mergulhou a camisa na água quente.
Η Έμιλυ βύθισε το πουκάμισο στο ζεστό νερό.

βουτάω σε κτ, βουτώ σε κτ

βουτάω κτ μέσα σε κτ, βουτώ κτ μέσα σε κτ

Elizabeth mergulhou os pés na água para sentir o quão fria estava.
Η Ελίζαμπεθ βούτηξε τα δάχτυλά της μέσα στο νερό για να αισθανθεί πόσο κρύο ήταν.

καταδύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O submarino mergulhou nas profundezas do oceano.

πέφτω με τα μούτρα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Martha mergulhou no novo livro e leu a noite toda.

μουλιάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sabby mergulhou suas batatas no molho.

καμπουριάζω

(BRA, figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pare de se jogar! Sente-se direito.
Σταμάτα να καμπουριάζεις! Κάτσε ίσια.

πέφτω απότομα, πέφτω γρήγορα

(BRA)

O avião despencou no chão.
Το αεροπλάνο έπεσε απότομα στη γη.

βυθίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χύνομαι

(BRA) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Meu namorado gosta de se jogar no sofá e assistir TV a noite toda.
Στον φίλο μου αρέσει να χύνεται στον καναπέ και να βλέπει τηλεόραση όλο το βράδυ.

βυθίζω κτ σε κτ

πέφτω

(BRA, figurado) (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela se jogou na poltrona e suspirou profundamente.
Έπεσε στην πολυθρόνα και αναστέναξε βαριά.

βυθίζομαι σε κτ, απορροφώμαι από κτ

verbo transitivo (figurado) (μεταφορικά)

πηδάω σε κτ, πηδώ σε κτ

(mergulhar)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

Esses patos geralmente se alimentam mergulhando em águas rasas.

χώνομαι, κρύβομαι

(κάτω από κάτι, πίσω από κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Para evitar dizer oi, ele se escondeu embaixo de uma mesa.
Για να αποφύγει να χαιρετήσει, χώθηκε (or: κρύφτηκε) κάτω από ένα γραφείο.

εμβαθύνω

(σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele estava ansioso para fuçar os arquivos antigos descobertos no monastério.
Ανυπομονούσε να μελετήσει τα παμπάλαια αρχεία που ανακαλύφθηκαν στο μοναστήρι.

σκάβω

(κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A jardineira cavoucou o solo com sua pá.
Η κηπουρός έσκαψε το χώμα με το φτυάρι της.

χάνομαι σε κτ

(figurado, informal) (μεταφορικά)

Em dias chuvosos, o melhor a fazer é enfiar-se em um bom livro.
Τις βροχερές μέρες το καλύτερο που μπορείς να κάνεις είναι να χαθείς σε ένα καλό βιβλίο.

διαβάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

το τολμάω

expressão (figurado: ousar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Επιτέλους αποφάσισα να το τολμήσω. Θα κάνω τατουάζ!

βουτάω, καταδύομαι

verbo transitivo (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω κατάδυση με αναπνευστήρα

(BRA)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πέφτω με τα μούτρα

locução verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Με τόσο διάβασμα που είχε ο Ματ για το σχολείο, μόλις γύρισε σπίτι αποφάσισε να πέσει με τα μούτρα στη δουλειά.

καταπιάνομαι με κτ

locução verbal

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mergulhar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.