Τι σημαίνει το mexer στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mexer στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mexer στο πορτογαλικά.

Η λέξη mexer στο πορτογαλικά σημαίνει ανακατεύω, ανακατεύω, κουνάω, κουνώ, επηρεάζω, ξεσηκώνω, εξάπτω, διεγείρω, πειράζω, κάνω ομελέτα, πειράζω, παραποιώ, αλλοιώνω, πειράζω, σκαλίζω, πειράζω, πειράζω, πιάνω, παίζω με κτ, μπλέκομαι με κτ, πειράζω, παίζω, σκαλίζω, παίζω, πειράζω, προσθέτω κτ στο μίγμα, ανακατεύω, τα βάζω μαζί με κπ, τα βάζω με κπ, παίζω, ανακατεύω, παίζω με κτ, κουνιέμαι, αρχίζω, ξεκινάω, στρώνω τον κώλο μου, κουνιέμαι, κινούμαι, ξεκινάω, αρχίζω, κάνω λίγο πέρα, κάνω λίγο πιο πέρα, πειράζω, χάσου!, άντε χάσου!, χάσου από εδώ!, κάνω κάτι γρήγορα, καταβάλω ψυχολογικά, χτυπιέμαι, κουνιέμαι, διευκολύνω την κατάσταση, κινώ τα νήματα, δεν παίζει, δεν ψήνομαι, ανοίγω το κουτί της Πανδώρας, ανοίγω τον ασκό του Αιόλου, κινώ τα νήματα, κινούμαι, στριφογυρίζω, κινούμαι ακατάπαυστα,νευρικά, παίζω με κτ, δεν υπάρχει περίπτωση να κάνω κτ, πάω στα τσακίδια, μαστορεύω, κινούμαι, επεμβαίνω σε κτ, παίζω, δικτυώνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mexer

ανακατεύω

verbo transitivo (misturar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mexa todos os ingredientes com uma colher.
Ανακατέψτε όλα τα υλικά μ' ένα κουτάλι.

ανακατεύω

(misturar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A receita diz para mexer por dois minutos.

κουνάω, κουνώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela não mexeu um cílio quando ele entrou na sala.

επηρεάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O drama vai comover e encher o público de lágrimas.

ξεσηκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A oradora sabia como comover a multidão.

εξάπτω, διεγείρω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A música incitou nossas emoções.

πειράζω

(informal, figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não mexa no dispositivo anti-furto.
Μην πειράξεις τον αντικλεπτικό μηχανισμό.

κάνω ομελέτα

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tina quebrou os ovos na panela e os mexeu.
Η Τίνα έσπασε τα αυγά, τα έριξε στο τηγάνι και έκανε ομελέτα.

πειράζω

verbo transitivo (informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραποιώ, αλλοιώνω

(informal, figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alguém mexeu na evidência e ela não podia mais ser usada.
Κάποιος είχε παραποιήσει τα πειστήρια και δεν μπορούσαν πλέον να χρησιμοποιηθούν.

πειράζω, σκαλίζω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Κάποιος σκάλιζε την κλειδαριά.

πειράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não mexa com esses papéis. Eu acabei de colocá-los em ordem.
Μην πειράζεις αυτά χαρτιά, μόλις τα έβαλα στη σειρά.

πειράζω

(informal, gíria)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não mexa nesse vaso. Você pode derrubá-lo.
Μην πιάνεις αυτό το βάζο. Μπορεί να σου πέσει.

παίζω με κτ

verbo transitivo (μτφ: αδιάφορα, αφηρημένα)

Por favor, pare de mexer com seu cabelo.
Σε παρακαλώ σταμάτα να παίζεις με τα μαλλιά σου!

μπλέκομαι με κτ

verbo transitivo (figurado)

Quando ele começou a mexer com drogas, tudo foi ladeira abaixo.
Από τη στιγμή που μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά, τα πράγματα πήραν την κάτω βόλτα.

πειράζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor, não mexa nos papéis em minha mesa; eu sei que eles parecem desorganizados, mas sei onde cada coisa está.
Παρακαλώ μην πειράζετε τα χαρτιά στο γραφείο μου· ξέρω πως φαίνονται ακατάστατα, αλλά γνωρίζω που είναι το κάθε τι.

παίζω, σκαλίζω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O artista decidiu que era hora de botar o pincel de lado e parar de mexer.
Η καλλιτέχνης αποφάσισε πως ήταν καιρός να αφήσει το πινέλο της και να σταματήσει να κάνει μικροαλλαγές.

παίζω

verbo transitivo (informal) (μεταφορικά: με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John amava mexer com carros antigos, mas nunca realmente consertava-os.
Στον Τζον άρεσε να παίζει με παλιά αυτοκίνητα, αλλά ποτέ δεν τα έφτιαχνε πραγματικά.

πειράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mexeram comigo na escola, porque meu cabelo estava engraçado.
Στο σχολείο με δούλευαν γιατί τα μαλλιά μου τους φαίνονταν αστεία.

προσθέτω κτ στο μίγμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανακατεύω

(salada)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen despejou o molho na salada e a agitou.
Η Κάρεν έριξε τη σάλτσα πάνω στη σαλάτα και την ανακάτεψε.

τα βάζω μαζί με κπ, τα βάζω με κπ

(vulgar, brigar) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Não me foda ou vou quebrar o teu braço.
Μην μπλέκεις μαζί μου (or: με μένα), γιατί θα σου σπάσω το χέρι.

παίζω

verbo transitivo (μεταφορικά: με κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O homem estava claramente nervoso; ele não parava de mexer nas coisas em sua mesa.
Ο άντρας ήταν σαφέστατα νευρικός· συνέχεια έπαιζε με τα πράγματα στο γραφείο του.

ανακατεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A receita diz para misturar os ingredientes até a manteiga ser absorvida.
Η συνταγή λέει να ανακατέψεις τα συστατικά μέχρι να απορροφηθεί το βούτυρο.

παίζω με κτ

(estragar algo, maltratar) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

Sua pintura está boa agora, Não meta mais a mão nela ou você vai arruiná-la.
Ο πίνακάς σου είναι καλός τώρα, μην τον πειράξεις άλλο γιατί θα τον καταστρέψεις.

κουνιέμαι

verbo pronominal/reflexivo (mudar posição)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O bebê não se mexeu a noite toda.

αρχίζω, ξεκινάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eles se levantaram às 10 mas não se mexeram até o meio-dia.

στρώνω τον κώλο μου

(não demorar, não procrastinar) (αργκό, χυδαίο, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κουνιέμαι, κινούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu não consigo fazer a pedra se mexer nem um pouquinho!
Δεν μπορώ να κάνω την πέτρα να μετακινηθεί ούτε λιγάκι!

ξεκινάω, αρχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
É melhor começarmos antes que escureça.
Καλό θα ήταν να ξεκινήσουμε πριν αρχίσει να σκοτεινιάζει.

κάνω λίγο πέρα, κάνω λίγο πιο πέρα

(καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πειράζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
É tão divertido zoar com ele!
Μου αρέσει τόσο πολύ να τον πειράζω!

χάσου!, άντε χάσου!, χάσου από εδώ!

(informal: desapareça)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Você quer mais dinheiro emprestado mas ainda nem pagou o último empréstimo? Vaza!
Θέλεις να σου δανείσω κι άλλα χρήματα, όταν δεν έχεις επιστρέψει τα τελευταία που σου έδωσα; Χάσου από δω!

κάνω κάτι γρήγορα

verbo pronominal/reflexivo (ffigurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καταβάλω ψυχολογικά

(figurativo)

Ο θάνατος του αγοριού της κατέβαλε ψυχολογικά την Σάρλοτ.

χτυπιέμαι, κουνιέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διευκολύνω την κατάσταση

expressão verbal (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κινώ τα νήματα

(fig., estar no controle) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν παίζει, δεν ψήνομαι

expressão (vulgar, gíria) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανοίγω το κουτί της Πανδώρας, ανοίγω τον ασκό του Αιόλου

expressão (criar controvérsia)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κινώ τα νήματα

expressão verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κινούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pare de se mexer e a vespa vai deixá-lo em paz.
Σταμάτα να κουνιέσαι και η σφήκα θα σε αφήσει ήσυχη.

στριφογυρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele retorceu-se em minha direção e correu pela porta.
Στριφογύρισε δίπλα μου και έτρεξε έξω από την πόρτα.

κινούμαι ακατάπαυστα,νευρικά

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παίζω με κτ

locução verbal (μεταφορικά)

Quando seu carro se recusou a dar partida, ele soube que seu filho havia mexido com o motor.

δεν υπάρχει περίπτωση να κάνω κτ

expressão (vulgar, gíria)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάω στα τσακίδια

(προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ela mandou ele dar o fora.
Του είπε να πάει στα τσακίδια.

μαστορεύω

(tentar consertar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Polly mexeu no rádio velho até, finalmente, fazê-lo funcionar novamente.
Η Πόλι μαστόρευε το παλιό ραδιόφωνο μέχρι που επιτέλους κατάφερε να το κάνει να δουλέψει.

κινούμαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A artrite torna difícil para ele se mover.
Η αρθρίτιδα τον δυσκολεύει στο να μετακινείται.

επεμβαίνω σε κτ

(manipular, mudar)

Por favor, não mexa nas configurações do meu computador, pois elas estão exatamente como quero.
Σε παρακαλώ μην πειράζεις τις ρυθμίσεις στον υπολογιστή μου γιατί τις έχω όπως ακριβώς τις θέλω.

παίζω

(brincar: com comida, etc) (μεταφορικά)

Ian não estava comendo de verdade; ele estava somente brincando com sua comida.
Ο Ίαν δεν έτρωγε πραγματικά· απλά έπαιζε με το φαγητό του.

δικτυώνομαι

expressão verbal (BRA, informal: usar influência)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mexer στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.