Τι σημαίνει το meu στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης meu στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του meu στο πορτογαλικά.
Η λέξη meu στο πορτογαλικά σημαίνει μου, δικός μου, κύριος, ρε παιδί μου, βρε παιδί μου, γλυκέ μου, γλυκιά μου, καρδούλα μου, ψυχούλα μου, αγαπητή μου, ονομάζομαι, με όλη μου την καρδιά, Χαρά μου!, κατά τη γνώμη μου, μα το Θεό, ωχ, ω, αχ, α, αμάν, Θεέ μου, Χριστέ μου, Παναγία μου, Παναγιά μου, πάνω από το πτώμα μου, έλα θεέ μου, Κύριε ελέησον, έλα Χριστέ και Παναγιά, έλα Χριστέ μου, Χριστός κι' Απόστολος, Θεέ μου, Παναγία μου, αγάπη μου, καρδιά μου, ψυχή μου, ευχαρίστηση μου, χαρά μου, Αμάν, αδερφέ!, Ωχ αδερφέ!, Ω, Θεέ μου!, Πω-πω Θεέ μου!, Θεέ μου!, Χριστέ μου!, Πω-πω!, Πω πω!, Καλώς ήρθες στον κλαμπ!, Καλώς ήρθες στο κλαμπ!, ανεπιθύμητος, φίλος μου, κύριε, ο Θεός μου, ο Κύριός μου, αγάπη μου, αγάπη μου, καρδιά μου, ψυχή μου, φιλαράκο, χρόνος για μένα, χρόνος για τον εαυτό μου, Θεέ μου!, πω πω!, ο φίλος μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης meu
μουpronome (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Você viu minhas chaves? Vou escovar meu cabelo. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το δικό μου αυτοκίνητο είναι το κόκκινο. |
δικός μουpronome (pertence a mim) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Aquele chapéu é meu. Αυτό το καπέλο είναι δικό μου. |
κύριος(informal, pejorativo) (ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Ei, espertinho, você não pode parar seu carro aqui. Έι, κύριος, δεν μπορείς να παρκάρεις εκεί! |
ρε παιδί μου, βρε παιδί μου(gíria) Cara, está quente hoje! Ρε πούστη μου, τι ζέστη είναι αυτή σήμερα! |
γλυκέ μου, γλυκιά μου(vocativo, afetuoso) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Você teve um bom dia no trabalho, querido? Είχες μια καλή μέρα στην δουλειά, γλυκέ μου; |
καρδούλα μου, ψυχούλα μου(termo de afeto) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Olá, querido, como você está hoje? Γεια σου, αγάπη μου, πώς είσαι σήμερα; |
αγαπητή μου(informal) (παλαιό: κάπως τυπικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Você está bem aquecido, querido? Είσαι αρκετά ζεστά, αγαπητή μου; |
ονομάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Meu nome é Joe. Ονομάζομαι Τζόι. |
με όλη μου την καρδιάlocução adverbial (informal: completa e sinceramente) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Χαρά μου!expressão (formal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "Obrigada por preparar esse jantar maravilhoso para nós." "O prazer é todo meu." «Σ' ευχαριστούμε που μας ετοίμασες ένα τόσο υπέροχο δείπνο!».«Χαρά μου!» |
κατά τη γνώμη μουexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μα το Θεόinterjeição (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
ωχ, ω, αχ, α(informal) (έκπληξη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
αμάνinterjeição (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Θεέ μου, Χριστέ μου, Παναγία μου, Παναγιά μουinterjeição (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Oh meu Deus! Tire essa criança da poça de lama neste instante! |
πάνω από το πτώμα μουexpressão (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έλα θεέ μου, Κύριε ελέησον, έλα Χριστέ και Παναγιάinterjeição (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
έλα Χριστέ μου, Χριστός κι' Απόστολοςinterjeição (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Θεέ μου, Παναγία μουinterjeição (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
αγάπη μου, καρδιά μου, ψυχή μου(vocativo afetuoso) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) «Ειλικρινά, καρδιά μου, δεν δίνω δεκάρα!» είναι η περίφημη ατάκα του Ρετ Μπάτλερ στο «Όσα παίρνει ο άνεμος». |
ευχαρίστηση μου, χαρά μουinterjeição (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) R: Obrigado por toda sua ajuda. B: O prazer é meu. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Α: Ευχαριστώ για την βοήθειά σας. Β: Ευχαρίστησή μου. Α: Ευχαριστώ Β: Ευχαρίστησή μου. |
Αμάν, αδερφέ!, Ωχ αδερφέ!(BR, informal) (καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Ω, Θεέ μου!, Πω-πω Θεέ μου!, Θεέ μου!, Χριστέ μου!interjeição (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Πω-πω!, Πω πω!interjeição (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Καλώς ήρθες στον κλαμπ!interjeição (expressar familiaridade com determinada área) (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Καλώς ήρθες στο κλαμπ!interjeição (expressar familiaridade com determinada área) (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανεπιθύμητοςexpressão (acrônimo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φίλος μου(άντρας) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κύριε(nome de tratamento - nobre) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ο Θεός μου, ο Κύριός μουsubstantivo masculino (cristianismo - Deus) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αγάπη μουexpressão (informal) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Você vai vir, meu amor? Έρχεσαι αγάπη μου; |
αγάπη μου, καρδιά μου, ψυχή μου(vocativo, afetuoso) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
φιλαράκο(informal, irônico, ameaçador) (ειρωνικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Se continuar com esse papo, meu amigo, o bicho vai pegar! ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μη με τσιγκλάς φιλαράκο, έχω φτάσει στα όριά μου! |
χρόνος για μένα, χρόνος για τον εαυτό μου
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
Θεέ μου!interjeição (expressando surpresa) (καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Meu Deus! Isso é sério? ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ωχ, Θεέ μου! Μιλάς σοβαρά; |
πω πω!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
ο φίλος μου(vocativo, informal) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του meu στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του meu
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.