Τι σημαίνει το mierda στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mierda στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mierda στο ισπανικά.

Η λέξη mierda στο ισπανικά σημαίνει σκατά, γαμώτο!, φούμαρα, σκ*τα, σκατ*, πράγματα, πράμα, μαλακία, χάλια, όχι ρε γαμώτο, όχι ρε πούστη, σκατά, γαμώτο, κουράδας, για τον πούτσο, -, αμάν, ωχ, αχ, μαλακίες, Να πάρει!, Να πάρει ο διάολος!, ξεφτίλας, γαμώτο, διάολε, να πάρει, αλήτης, λεχρίτης, κακά, αναθεματισμένος, καταραμένος, πω πω, ουάου, γαμώτο!, σκατά, χάλια, Να πάρει!, Φτου!, αγγαρεία, μαλακίες, περιττώματα, μισητός, γαμώτο!, γαμώτο μου!, φτου, άθλιος, να πάρει, να πάρει η οργή, να πάρει η ευχή, γάμα το, να πάρει!, γαμώτο, βλακείες!, ανοησίες!, πράγματα, Στο διάολο!, Στο διάβολο!, γαμώτο, σκατά, άσχημος, κακός, λέω βλακείες, λέω ανοησίες, μαμάω, απαυτώνω, γαμώτο, μπελάς, άθλιος, ελεεινός, σε δύσκολη κατάσταση, την έβαψα, άι στο διάολο, άι στο διάβολο, Ο Χριστός κι η Παναγία!, Θεέ και Κύριε!, Τι στο διάολο;, Τι στο διάβολο;, τι κρίμα, καλή επιτυχία, να σε πάρει και να σε σηκώσει!, γάμα με!, γάμα μας!, άντε γαμήσου, άι γαμήσου, άντε και γαμήσου, άντε γαμήσου!, άι γαμήσου!, βάλτο εκεί που ξέρεις, χώστο εκεί που ξέρεις, γάμα το, χέσ' το, γάμα το, Στο διάολο! Άι στο διάολο!, Άντε και γαμήσου!, Τι στο διάολο;, Τι στο διάβολο;, Τι στο καλό;, Ο Χριστός κι η Παναγία!, Παναγιά μου!, παλιοϊρλανδός, βρωμοϊρλανδός, οξυθυμία, απόβρασμα, κάθαρμα, μαλάκας, μαλακισμένη, τη λέω σε κπ, βγάζω βρώμα, περιλούζω, άθλιος, ελεεινός, που γαμήθηκε, κρίμα, γάμα το, τι στον διάβολο, ατυχία, κρίμα, σπάσε!, δίνε του!, ουστ!, πάρε δρόμο!, ξεκουμπίσου!, Φάε τη σκόνη μου!, μπαχαντέλα, μάπα, μούφα, δείχνω έλλειψη σεβασμού σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mierda

σκατά

(vulgar) (καθομιλουμένη, προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Pisé mierda.
Πάτησα σκατά.

γαμώτο!

interjección (vulgar) (καθομιλουμένη, υβριστικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Mi papá dice "¡mierda!" cuando se lastima.
Ο μπαμπάς μου φωνάζει «Γαμώτο!» όταν χτυπάει.

φούμαρα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Ese cuento es pura mierda.
Η ιστορία του είναι όλο φούμαρα.

σκ*τα, σκατ*

nombre femenino (vulgar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
No le hagas caso a Barry, habla mierda.

πράγματα

(vulgar)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Agarra tus mierdas para poder irnos.

πράμα

(CR) (αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Déme más de esa cuecha, mae.

μαλακία

(CR) (προσβλητικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¡Ha sido un día de pura mierda!

χάλια

(CR)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El clima hoy está hecho mierda.

όχι ρε γαμώτο, όχι ρε πούστη

(vulgar)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Mierda, no puedo creer que hayas dicho eso.

σκατά

nombre femenino (vulgar) (χυδαίο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
El baño estaba asqueroso, con mierda en el piso al lado del inodoro.
Η τουαλέτα ήταν λερωμένη με σκατά στο πάτωμα δίπλα στη λεκάνη.

γαμώτο

(καθομιλουμένη, χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

κουράδας

(vulgar) (μεταφορικά, προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Esos mierdas no nos dejan estacionar aquí por diez minutos.
Αυτοί εδώ οι κοπρίτες δε μας αφήνουν να παρκάρουμε ούτε για 10 λεπτά.

για τον πούτσο

(vulgar) (αργκό, χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi teléfono nuevo es una mierda, siempre se corta la llamada.

-

(vulgar) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Fred nunca hace lo que mierda le digo.
Ο Φρεντ δεν ακολουθεί ποτέ τις ρημάδες τις οδηγίες.

αμάν, ωχ, αχ

interjección (vulgar)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

μαλακίες

nombre femenino (vulgar) (χυδαίο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Ya me cansé de esta mierda.
Αρκετά ανέχτηκα αυτές τις μαλακίες!

Να πάρει!, Να πάρει ο διάολος!

interjección (vulgar) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Mierda! Me olvidé las llaves.
Να πάρει! Ξέχασα τα κλειδιά μου.

ξεφτίλας

(vulgar) (προσβλητικό, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
No lo soporto. Es una mierda.
Δεν τον αντέχω. Είναι σκέτος ξεφτίλας.

γαμώτο

(καθομ, υβριστικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Diablos! ¡Mi coche no arranca!

διάολε, να πάρει

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Maldición! ¿Te puedes apurar?

αλήτης, λεχρίτης

(προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hugh es atractivo, pero es una basura.

κακά

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

αναθεματισμένος, καταραμένος

(καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
¡El maldito gato ha pisoteado mis parterres otra vez!

πω πω, ουάου

(ενθουσιασμός)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Caramba! ¡Sería grandioso si me pudieras ayudar!

γαμώτο!

(coloquial)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Maldición, el auto no arranca!

σκατά

(ως επιφώνημα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Ay, ¡rayos! Olvidé mi celular.

χάλια

(καθομ, αποδοκιμασίας)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
La película era una porquería, pero nos hizo pasar un par de horas.

Να πάρει!, Φτου!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Mary se dio un golpe en el dedo del pie. "¡Maldición!", exclamó.
Η Μαίρη χτύπησε το δάχτυλο του ποδιού της. Να πάρει!, Φτου! αναφώνησε.

αγγαρεία

(coloquial)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los deberes son una lata.
Οι εργασίες για το σπίτι είναι σκέτη βαρεμάρα.

μαλακίες

(ES: coloquial) (καθομ, προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
¿Dice que habla seis idiomas? Eso son chorradas: ¡suspendió español en el instituto!
Λέει πως ξέρει έξι γλώσσες; Αυτά είναι παπαριές -- δεν πέρασε τα Ισπανικά στο γυμνάσιο!

περιττώματα

(animal) (ζώων)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Se encontró caca de oso en diferentes sitios a lo largo del camino.

μισητός

(figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su nombre es mugre en esta casa.

γαμώτο!, γαμώτο μου!

(καθομ, χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Deja de interrumpirme, caramba!
Σταμάτα να με διακόπτεις, γαμώτο!

φτου

(suave) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Maldita sea! Me olvidé la cartera.
Γαμώτο! Ξέχασα το πορτοφόλι μου.

άθλιος

(antiguo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ποιος σχεδίασε αυτές τις άθλιες καρέκλες;

να πάρει, να πάρει η οργή, να πάρει η ευχή

(vulgar) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Mierda! ¡Me golpeé la rodilla contra el escritorio de nuevo!
Να πάρει! Χτύπησα ξανά το γόνατό μου στο θρανίο!

γάμα το

interjección (vulgar) (χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Mierda! ¡No entiendo esta pregunta!

να πάρει!

(vulgar) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Grité «¡mierda!» mientras la pelota se me resbalaba de nuevo de las manos.

γαμώτο

(vulgar) (καθομ, υβριστικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Nuestro avión sale en una hora! ¡Mierda! ¡Creía que nos quedaban cinco horas todavía!

βλακείες!, ανοησίες!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¿Has ganado la lotería? ¡Mentira!
Κέρδισες το λαχείο; Βλακείες!

πράγματα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Audrey and Tania habían bebida y se quedaron hasta la madrugada hablando de tonterías.

Στο διάολο!, Στο διάβολο!

(coloquial) (υβριστικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Diablos, qué quieres que haga!
Στο διάολο πια! Τι θέλεις να κάνω;

γαμώτο

(vulgar) (υβριστικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Mierda! Dejé las llaves adentro del carro.
Όχι ρε πούστη! Άφησα τα κλειδιά μου στο αυτοκίνητο.

σκατά

interjección (vulgar) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

άσχημος, κακός

(clima)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Prefiero quedarme en casa que manejar a cualquier lado con este mal tiempo.
Προτιμώ να μένω μέσα παρά να οδηγώ οπουδήποτε με αυτόν τον άθλιο καιρό.

λέω βλακείες, λέω ανοησίες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¡Para de mentir! Los dos sabemos que en tu historia no hay nada cierto.
Σταμάτα να λες βλακείες! Ξέρουμε και οι δυο πως τίποτα στην ιστορία σου δεν είναι αληθινό.

μαμάω, απαυτώνω

(vulgar) (αργκό: αντί βρισιάς)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Mierda! ¡Qué película tan aburrida! Veamos otra cosa.

γαμώτο

interjección (vulgar) (χυδαίο, μτφ, αργκό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

μπελάς

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Este trabajo es un asco.

άθλιος, ελεεινός

locución adjetiva (vulgar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Parece que el coche de mierda que tiene Frank se va a romper en cualquier momento.

σε δύσκολη κατάσταση

(coloquial)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Οδηγούνταν σε δύσκολη κατάσταση αντιδρώντας σαν ανόητοι μπροστά στο αφεντικό.

την έβαψα

expresión (coloquial) (καθομιλουμένη)

άι στο διάολο, άι στο διάβολο

(ofensivo) (αγενές, προσβλητικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Vete a la mierda! ¡Me das asco!

Ο Χριστός κι η Παναγία!, Θεέ και Κύριε!

(ES, coloquial)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Ay, la leche! ¿Has visto el tamaño de ese perro?

Τι στο διάολο;, Τι στο διάβολο;

locución interjectiva (vulgar) (καθομιλουμένη, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τι κρίμα

locución interjectiva (vulgar)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Vaya mierda! No puedo ir a la fiesta porque tengo un resfriado horrible.

καλή επιτυχία

(coloquial)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Así como él salió del camerino, sus compañeros de actuación le gritaron "¡mucha suerte!".
Καθώς έφευγε από το καμαρίνι οι άλλοι ηθοποιοί του θιάσου φώναξαν «Καλή επιτυχία!»

να σε πάρει και να σε σηκώσει!

(,AR, vulgar) (καθομιλουμένη, μειωτικό)

γάμα με!, γάμα μας!

locución interjectiva (AR, vulgar) (μτφ, χυδαίο: έκπληξη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Ah, mierda, esto sí que no me lo esperaba!

άντε γαμήσου, άι γαμήσου, άντε και γαμήσου

locución interjectiva (CL, vulgar) (χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si crees que voy a trabajar para ti por nada, ¡pues ándate a la mierda!

άντε γαμήσου!, άι γαμήσου!

(χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

βάλτο εκεί που ξέρεις, χώστο εκεί που ξέρεις

locución interjectiva (vulgar, ofensivo) (αργκό, υβριστικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γάμα το

locución interjectiva (vulgar) (αργκό, χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χέσ' το, γάμα το

locución interjectiva (AR, vulgar) (αργκό, χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Στο διάολο! Άι στο διάολο!

locución interjectiva (vulgar) (αργκό, προσβλητικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Άντε και γαμήσου!

locución interjectiva (AR, vulgar) (χυδαίο, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si te vas a ofender por cada cosa que te digo, ¡andate a la mierda!

Τι στο διάολο;, Τι στο διάβολο;

(υβριστικό, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Julie vio el daño a su coche nuevo y exclamó "¿Qué mierda?"

Τι στο καλό;

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ο Χριστός κι η Παναγία!, Παναγιά μου!

(vulgar) (έκπληξη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

παλιοϊρλανδός, βρωμοϊρλανδός

(vulgar, ofensivo) (υβριστικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

οξυθυμία

(AR, vulgar)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tengo un carácter de mierda pero estoy aprendiendo a controlarlo.

απόβρασμα, κάθαρμα

(vulgar) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
No puedes estar hablando en serio sobre casarte con él, ¡el tío es una escoria humana!
Ορισμένοι θεωρούν ότι οι φοροεισπράκτορες είναι παλιάνθρωποι.

μαλάκας, μαλακισμένη

locución nominal masculina (vulgar, ofensivo) (χυδαίο, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
¿Por qué tengo que aceptar a ese pedazo de mierda en mi grupo?

τη λέω σε κπ

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cada vez que necesito algo me mandas a la mierda.

βγάζω βρώμα

locución verbal (AR, vulgar) (μεταφορικά: φήμες)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No es buena persona, se dedica a tirar mierda a los demás en cuanta oportunidad se le presenta.

περιλούζω

(vulgar) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

άθλιος, ελεεινός

locución adjetiva (vulgar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Odio mis clases de historia de mierda. Ojalá el profesor las hiciera más interesantes.

που γαμήθηκε

locución adjetiva (AR, vulgar) (χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
La verdad es que lo que hiciste fue una cosa de mierda.
Αυτό που έκανες ήταν και πολύ μαλακία.

κρίμα

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¿No entraste a Oxford? ¡Qué lata!
Δεν μπήκες στην Οξφόρδη; Κρίμα!

γάμα το

locución interjectiva (vulgar) (χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡A la mierda ¡Si no podemos tomar una decisión nos quedamos aquí y ya!

τι στον διάβολο

(υβριστικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"¿Qué mierda?" dijo Eugenio mirando las instrucciones y rascándose la cabeza.
«Τι στον διάβολο;» είπε ο Ευγένιος κοιτώντας τις οδηγίες και ξύνοντας το κεφάλι του.

ατυχία, κρίμα

(coloquial)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Escuché que reprobaste tu examen de conducir, ¡qué putada!

σπάσε!, δίνε του!, ουστ!, πάρε δρόμο!, ξεκουμπίσου!

(vulgar) (μτφ, αργκό, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vamos, ¡vete al carajo! Nadie te quiere aquí.

Φάε τη σκόνη μου!

(coloquial) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jeff gritó «¡muerde el polvo, idiota!» mientras el tiro ganador pasaba frente a su oponente.

μπαχαντέλα, μάπα, μούφα

(αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si ese coche solo te costó un par de cientos de dólares, probablemente sea una mierda.

δείχνω έλλειψη σεβασμού σε κπ

(vulgar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mierda στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.