Τι σημαίνει το mirá στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mirá στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mirá στο ισπανικά.
Η λέξη mirá στο ισπανικά σημαίνει στόχαστρο, κοίτα, να, στόχαστρο, διόπτρα, σταυρόνημα, τηλεφακός, κοίτα, στόχαστρο, κοίτα, δες, κοίταξε να δεις, κοίτα να δεις, ιδού, δύσκολη θέση, κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζω, ρίχνω μια ματιά, αντικρίζω, παρατηρώ, επεξεργάζομαι, περιεργάζομαι, κοιτάζω, κοιτάω, διαβάζω, κοιτάζω, βλέπω, χαζεύω, κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζω, τσεκάρω, κόβω, παρακολουθώ, στρέφομαι, κρυφοκοιτάζω, κρυφοκοιτώ, κοιτάζω, παρατηρώ, χαζεύω έξω, παρακολουθώ, περιεργάζομαι, παρακολουθώ, παρακολουθώ, παρατηρώ, βλέπω, κοιτάζω, ελέγχω, βλέπω, εξετάζω, αναλύω, ατενίζω, παρακολουθώ, κοιτώ, κοιτάζω, που παρακολουθεί, που παρατηρεί, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια ματιά, έχω κτ στον νου μου, έχω τον νου μου σε κτ, μη παρατηρητικός, με κενό βλέμμα, στο βεληνεκές, Μιλάμε για ...!, δεν θεωρώ δεδομένο, Έλα!, κάτω τα χέρια, που κοιτάζει επίμονα, στόχαστρο, έχω βλέψεις για κτ/κπ, δέχομαι κριτική. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mirá
στόχαστρο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Observó a través de la mira por algunos segundos mientras apuntaba con el arma. Κοίταξε μέσα από το στόχαστρο για μερικά δευτερόλεπτα, ενώ σημάδευε με το όπλο. |
κοίτα, ναinterjección (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Mira! ¡Creo que es un OVNI! |
στόχαστροnombre femenino (armas) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
διόπτραnombre femenino (για βόμβες) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σταυρόνημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tenía un conejo en la mira. Είχε ένα κουνέλι στο στόχαστρο. |
τηλεφακόςnombre femenino (armas) (όπλο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El francotirador usó la mira para apuntar su rifle. Ο σκοπευτής χρησιμοποίησε τηλεφακό για να σημαδέψει με το όπλο του. |
κοίτα
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mira, ya he tenido suficiente con tu insolencia, ¡haz lo que te digo! |
στόχαστροnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Antes de apretar el gatillo, alinea el blanco con la mira. |
κοίτα, δεςinterjección (AR, coloquial) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Mirá, che! Ese auto es una joya. Για κοίτα, φίλε! Αυτό το αυτοκίνητο είναι τέλειο! |
κοίταξε να δεις, κοίτα να δειςlocución interjectiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ιδού(ES) (λόγιο) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Mirad! ¡Les traigo un torrente de alegría! Δώστε προσοχή! Σας φέρνω πολύ ευχάριστες ειδήσεις. |
δύσκολη θέση(figurado) (μεταφορικά) |
κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Miró a su derecha. Κοίταξε στα δεξιά του. |
ρίχνω μια ματιά(tienda) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Annie está mirando la sección de ropa. "¿Puedo ayudarte?" "No gracias, sólo estoy mirando". «Μπορώ να σας βοηθήσω με κάτι;» «Όχι, ευχαριστώ. Απλά χαζεύω.» |
αντικρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estábamos asombrados cuando miramos las Montañas Rocosas por primera vez. Νιώσαμε δέος όταν για πρώτη φορά αντικρίσαμε τα Βραχώδη Όρη. |
παρατηρώ, επεξεργάζομαι, περιεργάζομαιverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si miras dentro de la cueva podrás ver el oso. |
κοιτάζω, κοιτάωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No podía evitar mirar el reloj cada cinco minutos. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν σταματούσε να ρίχνει ματιές στο ρολόι κάθε πέντε λεπτά. |
διαβάζω(ως επισκέπτης) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A Richard le gustaba mirar en los foros sobre sus libros favoritos, pero no le gustaba participar. Στον Ρίτσαρντ άρεσε να διαβάζει για τα αγαπημένα του βιβλία σε φόρουμ, αλλά δεν του άρεσε να συνεισφέρει. |
κοιτάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mira a la maestra de frente cuando le estés hablando. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μετά από αυτό που έγινε δεν μπορώ να τον αντικρίσω. |
βλέπω(σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La ventana mira al prado. Το παράθυρο έχει θέα στο λιβάδι. |
χαζεύω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sara se pasó la tarde mirando las tiendas locales. Η Σάρα πέρασε το απόγευμά της χαζεύοντας στα καταστήματα της περιοχής. |
κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡Mírame cuando te hablo! Κοίταζέ με όταν σου μιλάω! |
τσεκάρω, κόβω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡Mira al tipo del sombrero de copa! Τσέκαρε εκείνο τον τύπο με το ψηλό καπέλο! |
παρακολουθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Frank prefería mirar, no participar. Ο Φρανκ προτιμά να κοιτάει (or: βλέπει) παρά να συμμετέχει. |
στρέφομαιverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Su mente mira hacia el futuro. Η ματιά της στρέφεται στο μέλλον. |
κρυφοκοιτάζω, κρυφοκοιτώverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) En ocasiones, una niña asustada en el cine mirará entre sus dedos hacia la pantalla. |
κοιτάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dé la vuelta y mire hacia el público. Γύρνα και αντίκρισε το κοινό. |
παρατηρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Miró su cara durante un rato y después sonrió. Περιεργάστηκε το πρόσωπό του για πολύ ώρα και μετά χαμογέλασε. |
χαζεύω έξω(ventana, puerta) (μτφ: κοιτάω) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Hay una ventana que da al jardín, por ahí entró el ladrón. |
παρακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vio la pelea en el parque. Κοιτούσε (or: έβλεπε) τον καυγά στο πάρκο. |
περιεργάζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lauren contempló su reflejo en la ventana. Η Λώρεν περιεργαζόταν την αντανάκλασή της στο παράθυρο. |
παρακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡Te estoy vigilando, jovencito, así que compórtate! |
παρακολουθώ, παρατηρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mary solo está aquí para observar. Η Μαίρη είναι εδώ απλώς για να παρακολουθήσει. |
βλέπω, κοιτάζω(μεταφορικά: έχω θέα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Esta casa tiene cinco ventanas que dan a la calle. Αυτό το σπίτι έχει πέντε παράθυρα που βλέπουν (or: κοιτάζουν) στον δρόμο. |
ελέγχω(constatar) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No sé si cerré la puerta con llave, ¿podrías fijarte? |
βλέπω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nuestro dormitorio dar hacia el este. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το δωμάτιό μας βλέπει την ανατολή. |
εξετάζω, αναλύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El detective trató de analizar todos los hechos. |
ατενίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Janet está sentada en el parque contemplando las nubes. |
παρακολουθώverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mientras mi padre nos enseñaba a nadar, mi madre miraba desde la orilla. Την ώρα που ο πατέρας μου με μάθαινε να κολυμπάω, η μητέρα μου παρακολουθούσε απ' την ακτή. |
κοιτώ, κοιτάζω(revisar) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Déjame mirar para ver si existe una fuga de agua. Άσε με να κοιτάξω τον σωλήνα, για να δω αν υπάρχει διαρροή. |
που παρακολουθεί, που παρατηρεί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los corredores del maratón fueron alentados por la multitud que observaba. |
ρίχνω μια ματιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Estas fotos familiares son excelentes, échales un vistazo. Οι συγκεκριμένες οικογενειακές φωτογραφίες είναι τέλειες. Ρίξε μια ματιά. |
ρίχνω μια ματιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hay rebajas en esta galería, ¿echamos un vistazo? Αυτή η γκαλερί έχει εκπτώσεις, θέλεις να ρίξουμε μια ματιά; |
έχω κτ στον νου μου, έχω τον νου μου σε κτ(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cuando cocinas suflé, tienes que echarles un ojo para que no se te desinflen. Όταν φτιάχνετε σουφλέ, πρέπει να τα έχετε τον νου σας για να μην ξεφουσκώσουν. |
μη παρατηρητικός(figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με κενό βλέμμα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στο βεληνεκέςlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cuando el enemigo estuvo en la mira, esperamos la orden de abrir fuego. |
Μιλάμε για ...!expresión (ειρωνικό, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Mira que eso fue una estupidez! ¡No puedo creer que hicieras eso! ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μιλάμε για μεγάλη ανοησία! Δεν το πιστεύω ότι έκανες τέτοιο πράγμα! |
δεν θεωρώ δεδομένοexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No prestes atención a nada de lo que diga: mira quién lo dice. |
Έλα!(AR, coloquial) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¿Qué me decís? (or: ¿qué me contás?) ¡Llegamos a tiempo después de todo! |
κάτω τα χέρια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Acabo de hacer esas magdalenas, ¡las manos quietas! Έι! Μόλις τα έφτιαξα αυτά τα ψωμάκια - κάτω τα χέρια! Κάτω τα χέρια! Φτιάξε δικό σου σάντουιτς. |
που κοιτάζει επίμονα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στόχαστρο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) No sé porqué fallé, lo tenía en el punto de mira. |
έχω βλέψεις για κτ/κπlocución verbal (objetivo meta) |
δέχομαι κριτική
|
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mirá στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του mirá
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.