Τι σημαίνει το mirada στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mirada στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mirada στο ισπανικά.

Η λέξη mirada στο ισπανικά σημαίνει βλέμμα, ψάχνω, ματιά, βλέμμα, το ότι κοιτάω επίμονα, ματιά, ματιά, κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζω, ρίχνω μια ματιά, αντικρίζω, παρατηρώ, επεξεργάζομαι, περιεργάζομαι, κοιτάζω, κοιτάω, διαβάζω, κοιτάζω, βλέπω, χαζεύω, κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζω, τσεκάρω, κόβω, παρακολουθώ, στρέφομαι, κρυφοκοιτάζω, κρυφοκοιτώ, κοιτάζω, παρατηρώ, χαζεύω έξω, παρακολουθώ, περιεργάζομαι, παρακολουθώ, παρακολουθώ, παρατηρώ, βλέπω, κοιτάζω, ελέγχω, βλέπω, εξετάζω, αναλύω, ατενίζω, παρακολουθώ, κοιτώ, κοιτάζω, που παρακολουθεί, που παρατηρεί, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια ματιά, έχω κτ στον νου μου, έχω τον νου μου σε κτ, ανασκόπηση, αναδρομή, ρίχνω άλλη μια ματιά, ανέκφραστα, διερευνητική ματιά, βλοσυρός, απειλητικός, με κενό βλέμμα, θυμωμένο βλέμμα, άγρια ματιά, βλοσυρή ματιά, βλέμμα αποδοκιμασίας, γρήγορη ματιά, φως της δημοσιότητας, κενό βλέμμα, πιο προσεκτική ματιά, βλέμμα που σκοτώνει, ξενοκοιτάω, παρακλητικό βλέμμα, στραβοκοίταγμα, λάγνο βλέμμα, ορθάνοιχτα μάτια, υπό το βλέµµα του, εστιάζω, ρίχνω μια ματιά, δε βλέπω με καλό μάτι κτ, ρίχνω κλεφτή ματιά σε κάποιον, ρίχνω μία προσεκτική ματιά, κοιτάζω θυμωμένα, αγριοκοιτάζω, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mirada

βλέμμα

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Juan miró a su padre con una mirada firme.
Ο Τζον κοίταζε τον πατέρα του με σταθερό βλέμμα.

ψάχνω

nombre femenino (figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dale una mirada a esas revistas a ver si encuentras un buen artículo.

ματιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La chica rubia notó la mirada de Dan y le devolvió el gesto.
Η ξανθιά παρατήρησε τις ματιές του Νταν και ανταπέδωσε.

βλέμμα

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lo hizo callar con una mirada de enojo.
Τον έκανε να σιωπήσει με ένα άγριο βλέμμα.

το ότι κοιτάω επίμονα

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La mirada del niño empezaba a poner incómodo a Josh.
Το παιδί τον κοιτούσε επίμονα και αυτό είχε αρχίσει να κάνει τον Τζος να αισθάνεται πολύ άβολα.

ματιά

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Judy se dio media vuelta y se marchó sin ni siquiera dirigirme una mirada.

ματιά

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le dio una ojeada a los encabezados del periódico.
Έριξε ένα βλέμμα στον κεντρικό τίτλο της εφημερίδας.

κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Miró a su derecha.
Κοίταξε στα δεξιά του.

ρίχνω μια ματιά

(tienda)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Annie está mirando la sección de ropa. "¿Puedo ayudarte?" "No gracias, sólo estoy mirando".
«Μπορώ να σας βοηθήσω με κάτι;» «Όχι, ευχαριστώ. Απλά χαζεύω.»

αντικρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estábamos asombrados cuando miramos las Montañas Rocosas por primera vez.
Νιώσαμε δέος όταν για πρώτη φορά αντικρίσαμε τα Βραχώδη Όρη.

παρατηρώ, επεξεργάζομαι, περιεργάζομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si miras dentro de la cueva podrás ver el oso.

κοιτάζω, κοιτάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No podía evitar mirar el reloj cada cinco minutos.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν σταματούσε να ρίχνει ματιές στο ρολόι κάθε πέντε λεπτά.

διαβάζω

(ως επισκέπτης)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A Richard le gustaba mirar en los foros sobre sus libros favoritos, pero no le gustaba participar.
Στον Ρίτσαρντ άρεσε να διαβάζει για τα αγαπημένα του βιβλία σε φόρουμ, αλλά δεν του άρεσε να συνεισφέρει.

κοιτάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mira a la maestra de frente cuando le estés hablando.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μετά από αυτό που έγινε δεν μπορώ να τον αντικρίσω.

βλέπω

(σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La ventana mira al prado.
Το παράθυρο έχει θέα στο λιβάδι.

χαζεύω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sara se pasó la tarde mirando las tiendas locales.
Η Σάρα πέρασε το απόγευμά της χαζεύοντας στα καταστήματα της περιοχής.

κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Mírame cuando te hablo!
Κοίταζέ με όταν σου μιλάω!

τσεκάρω, κόβω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Mira al tipo del sombrero de copa!
Τσέκαρε εκείνο τον τύπο με το ψηλό καπέλο!

παρακολουθώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Frank prefería mirar, no participar.
Ο Φρανκ προτιμά να κοιτάει (or: βλέπει) παρά να συμμετέχει.

στρέφομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Su mente mira hacia el futuro.
Η ματιά της στρέφεται στο μέλλον.

κρυφοκοιτάζω, κρυφοκοιτώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
En ocasiones, una niña asustada en el cine mirará entre sus dedos hacia la pantalla.

κοιτάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dé la vuelta y mire hacia el público.
Γύρνα και αντίκρισε το κοινό.

παρατηρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Miró su cara durante un rato y después sonrió.
Περιεργάστηκε το πρόσωπό του για πολύ ώρα και μετά χαμογέλασε.

χαζεύω έξω

(ventana, puerta) (μτφ: κοιτάω)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Hay una ventana que da al jardín, por ahí entró el ladrón.

παρακολουθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vio la pelea en el parque.
Κοιτούσε (or: έβλεπε) τον καυγά στο πάρκο.

περιεργάζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lauren contempló su reflejo en la ventana.
Η Λώρεν περιεργαζόταν την αντανάκλασή της στο παράθυρο.

παρακολουθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Te estoy vigilando, jovencito, así que compórtate!

παρακολουθώ, παρατηρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mary solo está aquí para observar.
Η Μαίρη είναι εδώ απλώς για να παρακολουθήσει.

βλέπω, κοιτάζω

(μεταφορικά: έχω θέα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Esta casa tiene cinco ventanas que dan a la calle.
Αυτό το σπίτι έχει πέντε παράθυρα που βλέπουν (or: κοιτάζουν) στον δρόμο.

ελέγχω

(constatar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No sé si cerré la puerta con llave, ¿podrías fijarte?

βλέπω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nuestro dormitorio dar hacia el este.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το δωμάτιό μας βλέπει την ανατολή.

εξετάζω, αναλύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El detective trató de analizar todos los hechos.

ατενίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Janet está sentada en el parque contemplando las nubes.

παρακολουθώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mientras mi padre nos enseñaba a nadar, mi madre miraba desde la orilla.
Την ώρα που ο πατέρας μου με μάθαινε να κολυμπάω, η μητέρα μου παρακολουθούσε απ' την ακτή.

κοιτώ, κοιτάζω

(revisar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Déjame mirar para ver si existe una fuga de agua.
Άσε με να κοιτάξω τον σωλήνα, για να δω αν υπάρχει διαρροή.

που παρακολουθεί, που παρατηρεί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los corredores del maratón fueron alentados por la multitud que observaba.

ρίχνω μια ματιά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estas fotos familiares son excelentes, échales un vistazo.
Οι συγκεκριμένες οικογενειακές φωτογραφίες είναι τέλειες. Ρίξε μια ματιά.

ρίχνω μια ματιά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hay rebajas en esta galería, ¿echamos un vistazo?
Αυτή η γκαλερί έχει εκπτώσεις, θέλεις να ρίξουμε μια ματιά;

έχω κτ στον νου μου, έχω τον νου μου σε κτ

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando cocinas suflé, tienes que echarles un ojo para que no se te desinflen.
Όταν φτιάχνετε σουφλέ, πρέπει να τα έχετε τον νου σας για να μην ξεφουσκώσουν.

ανασκόπηση, αναδρομή

(στο παρελθόν)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ρίχνω άλλη μια ματιά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Reexaminémoslo, puede que nos hayamos perdido alguna pista importante.

ανέκφραστα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

διερευνητική ματιά

Ante el escrutinio de aquella mujer, Adam se puso rojo.
Ο Άνταμ κοκκίνισε με τη διερευνητική ματιά που του έριξε η γυναίκα.

βλοσυρός, απειλητικός

(persona)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los actores notaron en la audiencia a Adam con el ceño fruncido.

με κενό βλέμμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θυμωμένο βλέμμα

Recibimos miradas enfurecidas de la gente del pueblo.

άγρια ματιά, βλοσυρή ματιά

Le dio una mirada de odio cuando testificó contra él.

βλέμμα αποδοκιμασίας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Sus intentos de hacer reír a la audiencia con chistes groseros recibieron miradas de desaprobación.

γρήγορη ματιά

locución verbal

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Le podrías echar un ojo al caso y explicar lo que está sucediendo?

φως της δημοσιότητας

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los hijos de los políticos crecen bajo la mirada del público.

κενό βλέμμα

Quedó así por el shock, tienen la mirada perdida y no reacciona a los estímulos.

πιο προσεκτική ματιά

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A la mirada más cercana se pueden apreciar algunas características que de lejos se pierden.

βλέμμα που σκοτώνει

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me gané una mirada fulminante de Alice cuando me pilló flirteando con su novio.

ξενοκοιτάω

(για άντρα, μουρντάρης)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ella estaba segura de que su mirada lasciva indicaba que le gustaría hacer algo más que mirar a otras mujeres.

παρακλητικό βλέμμα

El gato me lanzó una mirada suplicante mientras cortaba el queso.
Η γάτα που έριξε ένα παρακλητικό βλέμμα ενώ έκοβα το τυρί.

στραβοκοίταγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λάγνο βλέμμα

(ES)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tu mirada arrasadora parece sugerir que deberíamos estar solos.

ορθάνοιχτα μάτια

El niño lanzó una mirada aterrorizada al oso que se acercaba lentamente.

υπό το βλέµµα του

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Bajo la mirada vigilante de su tutor, James se convirtió en el chico más inteligente de su escuela.

εστιάζω

locución verbal (επίσημο: μάτια)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
New: Το μάτι του καρφώθηκε στην εικόνα.

ρίχνω μια ματιά

locución verbal (coloquial) (σε κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δε βλέπω με καλό μάτι κτ

locución verbal (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sus padres daban miradas reprobatorias a los chicos que elegía como novios.

ρίχνω κλεφτή ματιά σε κάποιον

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ella le lanzó una mirada cuando creyó que no la veía.

ρίχνω μία προσεκτική ματιά

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοιτάζω θυμωμένα

locución verbal

αγριοκοιτάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά

(σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mirada στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του mirada

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.