Τι σημαίνει το montant στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης montant στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του montant στο Γαλλικά.

Η λέξη montant στο Γαλλικά σημαίνει ανερχόμενος, νέος, πλαίσιο, μποτάκι, μποτίνι, ανοδικός, ανερχόμενος, ποσό, έκπτωση, απαλλαγή, ορθοστάτης, πάσσαλος, εισερχόμενος, ποσό, ανερχόμενος, ανερχόμενος, αυξάνομαι, συναρμολογώ, τοποθετώ, μοντάρω, ιππεύω, αυξάνομαι, ανεβαίνω, παίρνω ύψος, σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, καβαλάω, καβαλώ, καβαλικεύω, ανηφορίζω, ανεβαίνει η στάθμη, στήνω, μοντάρω, ανεβαίνω, ιππεύω, σηκώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι, μπαίνω μέσα, ανεβαίνω, ανεβαίνω, ανεβαίνω, κορυφώνομαι, μπαίνω, βουρκώνω, δακρύζω, συναρμολογώ, ιππεύω σε αγώνες, αυξάνομαι, ανεβάζω, στήνω, αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, ανεβάζω, μπαίνω, τοποθετώ, κορνιζάρω, αναβλύζω, αναβρύζω, συναρμολογώ, συναρμολογώ, αυξάνομαι, στήνω, δένω, διοργανώνω, στήνω, στήνω, διεξάγω, πραγματοποιώ, ανεβαίνω, ανέρχομαι, ανεβαίνω σε κτ, σκαρφαλώνω σε κτ, παραφουσκώνω, ξεκινώ, αρχίζω, ανηφορικά, δυναμώνω, πληρώνω φόρους για εργαζόμενό μου, δοκός πόρτας, κολόνα πόρτας, κολώνα αυλόπορτας, οφειλόμενο υπόλοιπο, οφειλόμενο ποσό, ποσό προς πληρωμή, μεικτό, ακαθάριστο ποσό, ελάχιστη χρέωση, συμβολική αμοιβή, ορισμένο ποσό, συγκεκριμένο ποσό, σύνολο, με το ακριβές ποσό σε κέρματα, οφειλόμενο ποσό, συνολικό ποσό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης montant

ανερχόμενος

(personne)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Joanne est une jeune politicienne montante.
Η Τζόαν είναι μια νέα, ανερχόμενη πολιτικός.

νέος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La génération montante devra s'occuper des problèmes laissés par la génération actuelle.

πλαίσιο

nom masculin (πόρτας, κατακόρυφο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μποτάκι, μποτίνι

adjectif (chaussure)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ανοδικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Οι υπεύθυνοι του σχολείου είναι στην ευχάριστη θέση να ανακοινώσουν ότι οι βαθμοί των μαθητών δείχνουν ανοδική τάση.

ανερχόμενος

adjectif (artiste,...)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Les œuvres de trois artistes montants étaient exposées à la galerie.
Η γκαλερί φιλοξένησε το έργο τριών ανερχόμενων καλλιτεχνών.

ποσό

nom masculin (emprunt)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le montant à rembourser pour le prêt était plus élevé que prévu.

έκπτωση, απαλλαγή

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sous le nouveau système, le montant est estimé à 15%.

ορθοστάτης

nom masculin (Construction)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πάσσαλος

nom masculin (support vertical)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Linda a martelé les montants avant d'y attacher les panneaux de clôture.

εισερχόμενος

(appel,...)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Το αφικνούμενο τραίνο μετέφερε φορτίο από την ανατολή.

ποσό

(d'argent) (χρηματικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
C'était une somme importante et Rachel savait qu'elle aurait à emprunter de l'argent à la banque pour la débourser.
Το ποσό ήταν μεγάλο και η Ρέιτσελ συνειδητοποίησε ότι θα έπρεπε να δανειστεί χρήματα από την τράπεζα για να το πληρώσει.

ανερχόμενος

adjectif (qui monte) (επίσημο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ανερχόμενος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Les Answering Machine sont un groupe anglais prometteur.

αυξάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'air chaud monte.
Η ζέστη αυξάνεται.

συναρμολογώ

verbe transitif (des objets)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Christina était fière d'avoir monté la commode toute seule.
Η Χριστίνα ήταν υπερήφανη που συναρμολόγησε τη συρταριέρα μόνη της.

τοποθετώ

(une pièce, une exposition)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο επιμελητής τοποθέτησε το κόσμημα στην είσοδο του μουσείου.

μοντάρω

verbe transitif (sur un support)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
George a monté la photo et l'a mise dans un cadre.
Ο Τζωρτζ μόνταρε την φωτογραφία και την έβαλε σε κορνίζα.

ιππεύω

verbe intransitif (Équitation)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle adore monter, elle a son propre cheval.
Της αρέσει να κάνει ιππασία και έχει δικό της άλογο.

αυξάνομαι

(tension)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La pression est montée dans le réservoir d'air.
Η πίεση αυξήθηκε στη δεξαμενή αερίου.

ανεβαίνω

verbe intransitif (marée)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La marée monte.

παίρνω ύψος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'avion monta (or: prit de l'altitude) après le décollage.

σκαρφαλώνω

verbe transitif (με δυσκολία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le vieil homme montait lentement les escaliers.

ανεβαίνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Avant de pouvoir descendre dans la vallée, nous devons encore monter (or: grimper).
Ακόμα πρέπει να ανεβούμε πριν μπορέσουμε να κατεβούμε στην κοιλάδα.

καβαλάω, καβαλώ, καβαλικεύω

(un cheval)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le chevalier a monté le cheval.
Ο ιππότης ανέβηκε στο άλογο.

ανηφορίζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le sentier monte (or: grimpe) à partir d'ici.
Το μονοπάτι γίνεται ανηφορικό από εδώ και πέρα.

ανεβαίνει η στάθμη

verbe intransitif (rivière, fleuve)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quand la neige fond, la rivière monte (or: grossit).
Όταν λιώνουν τα χιόνια, συχνά φουσκώνει το ποτάμι.

στήνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le général a monté les canons sur les murs.

μοντάρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανεβαίνω

verbe intransitif (prix,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les cours boursiers ont augmenté de 2 % aujourd'hui.
Το χρηματιστήριο ανέβηκε κατά 2% σήμερα.

ιππεύω

verbe transitif (Équitation)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le jockey chevauchait (or: montait) son cheval préféré.
Ο τζόκεϊ ίππευε το αγαπημένο του άλογο.

σηκώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle a toujours très peur de monter sur une échelle.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το μπαλόνι σηκώθηκε στον αέρα.

μπαίνω μέσα

On part à la plage. Si tu veux venir, monte (or: grimpe).

ανεβαίνω

verbe intransitif (dans un véhicule)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quand le bus pour la plage est finalement arrivé, nous sommes montés.

ανεβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο καπνός από την καμινάδα ανέβηκε στον ουρανό.

ανεβαίνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle te plaît ma moto ? Monte, je t'emmène faire un tour.

κορυφώνομαι

verbe intransitif (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μπαίνω

verbe intransitif (dans un véhicule)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'ai ouvert la porte et je suis monté.
Άνοιξα την πόρτα και μπήκα.

βουρκώνω, δακρύζω

verbe intransitif (larmes) (μάτια)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les larmes montèrent aux yeux de Tina quand elle entendit la nouvelle.
Δάκρυα ανάβλυσαν από τα μάτια της Τίνας όταν έμαθε τα νέα.

συναρμολογώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai monté une étagère à partir de planches et de briques.
Συναρμολόγησα ένα ράφι με σανίδες και τσιμεντόλιθους.

ιππεύω σε αγώνες

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Samantha choisit son cheval préféré quand elle monte.

αυξάνομαι

(sentiment)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανεβάζω

verbe transitif (un spectacle) (θεατρικό, παράσταση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le théâtre du coin monte une production de Hamlet.
Ανεβάζουν μια παραγωγή του «Άμλετ» στη θεατρική σκηνή της περιοχής.

στήνω

verbe transitif (σκηνή, σκάλα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les scouts ont monté leur tente dès qu'ils sont arrivés sur le campement. Cette entreprise de construction monte un nouvel immeuble près de la rivière.
Οι πρόσκοποι έστησαν τη σκηνή τους, μόλις έφθασαν στο χώρο της κατασκήνωσης. Η κατασκευαστική εταιρεία κτίζει μια καινούργια πολυκατοικία δίπλα στον ποταμό.

αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι

verbe intransitif (σταδιακά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La musique commence à monter en intensité.

ανεβάζω

verbe transitif (un spectacle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La troupe de théâtre a monté une comédie l'automne dernier.

μπαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les quelques derniers passagers sont montés et le bus est parti.

τοποθετώ

verbe transitif (une porte) (πόρτα σε μεντεσέδες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les menuisiers montèrent la porte sur ses gonds.

κορνιζάρω

verbe transitif (sur un support)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναβλύζω, αναβρύζω

verbe intransitif (eau)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La petite fille creusa un trou dans le sable et regarda l'eau remonter dedans.
Το κοριτσάκι έσκαψε μια τρύπα στην άμμο και έβλεπε το νερό να αναβλύζει.

συναρμολογώ

(des éléments)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συναρμολογώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai acheté une balançoire à mon fils et j'ai dû la monter dans le jardin hier.
Αγόρασα για τον γιο μου ένα σετ με κούνιες και χρειάστηκε να το συναρμολογήσω στην αυλή χθες.

αυξάνομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Avec l'amélioration du marché, le prix des actions va monter.
Με την ανάκαμψη της οικονομίας, θα αυξηθούν και οι τιμές των μετοχών.

στήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il pleuvait à torrents et Wendy a réalisé qu'elle devrait monter (or: installer) un abri pour se protéger.
Έβρεχε πολύ και η Γουέντι συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να κατασκευάσει (or: φτιάξει) κάτι για να μπει από κάτω και να προστατευτεί από τη βροχή.

δένω

verbe transitif (Joaillerie)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le joaillier a monté (or: a serti) la pierre sur la monture.

διοργανώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La communauté monte (or: organise) un festival chaque année.

στήνω

verbe transitif (une tente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les campeurs ont décidé de monter (or: planter) leur tente près du ruisseau.

στήνω

(ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a monté une tente entre deux arbres.

διεξάγω, πραγματοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'armée est prête à effectuer une invasion demain.

ανεβαίνω, ανέρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il peut être de plus en plus difficile à respirer au fur et à mesure que l'on s'élève en ballon.
Η αναπνοή δυσκολεύει καθώς ανεβαίνουμε (or: ανερχόμαστε) με το αερόστατο.

ανεβαίνω σε κτ, σκαρφαλώνω σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η γάτα σκαρφάλωσε στο δέντρο.

παραφουσκώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'entreprise a augmenté son chiffre d'affaires.

ξεκινώ, αρχίζω

(une réunion, un match,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le président a démarré la réunion.

ανηφορικά

(σε πλαγιά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

δυναμώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu peux mettre la musique plus fort en tournant ce bouton.

πληρώνω φόρους για εργαζόμενό μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δοκός πόρτας, κολόνα πόρτας

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κολώνα αυλόπορτας

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

οφειλόμενο υπόλοιπο, οφειλόμενο ποσό, ποσό προς πληρωμή

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le montant dû est de 45 $.

μεικτό, ακαθάριστο ποσό

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ελάχιστη χρέωση

συμβολική αμοιβή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ορισμένο ποσό, συγκεκριμένο ποσό

nom masculin (argent)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σύνολο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

με το ακριβές ποσό σε κέρματα

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οφειλόμενο ποσό

συνολικό ποσό

nom masculin

Le montant total indiqué comprend la réservation d'hôtel en demi-pension et le vol aller/retour.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του montant στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.