Τι σημαίνει το élever στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης élever στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του élever στο Γαλλικά.
Η λέξη élever στο Γαλλικά σημαίνει μεγαλώνω, μεγαλώνω, εκτρέφω, ανεγείρω, υψώνω, ορθώνω, στήνω, ανατρέφω, αναθρέφω, διαπαιδαγωγώ, ανυψώνω, υψώνω, σηκώνω, εκτρέφω, ανεβάζω, έχω, ανατρέφω, μεγαλώνω, εκτρέφω, ανατρέφω, εκτρέφω, φροντίζω, δίνω αξία σε κπ, αναθρέφω, ανατρέφω, σηκώνω, ανεβάζω, αυξάνομαι, γίνομαι τσιριχτός, γίνομαι ψιλός, ανεγείρομαι, υψώνομαι, σηκώνομαι πάνω από, υψώνομαι πάνω από, σηκώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι, ανεβαίνω, κινούμαι προς τα επάνω, ανέρχομαι, μετουσιώνω, ανεβαίνω, υψώνομαι, ορθώνομαι, φτάνω, οξύνω, ανατροφή των παιδιών, μιλάω πιο δυνατά, κάνω οικογένεια, ανεβάζω τον πήχυ, ανεβάζω στροφές, φουσκώνω, εκφράζομαι εναντίον κπ/κτ, φτάνω, αγγίζω, ανεβάζω τον τόνο της φωνής, αιωρούμαι, έχω άθροισμα, επαναστατώ ενάντια σε κπ/κτ, ξεσηκώνομαι ενάντια σε κπ/κτ, κακοανατρέφω, κακοαναθρέφω, ανέρχομαι σε, υψώνω εις τον κύβο, ανέρχομαι σε, αντιτίθεμαι σε κπ/κτ, ανεβαίνω, φουσκώνω, ανεβαίνω ένα ημιτόνιο, υψώνω στο τετράγωνο, υψώνω στη δευτέρα, εξοικειώνω κπ με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης élever
μεγαλώνωverbe transitif (un enfant) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le couple adopta l'enfant et l'éleva. Το ζευγάρι υιοθέτησε το παιδί και το μεγάλωσε. |
μεγαλώνωverbe transitif (des enfants) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons élevé les enfants dans le respect de leurs parents. |
εκτρέφωverbe transitif (des animaux) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le fermier qui vit ici élève des moutons. |
ανεγείρω, υψώνω, ορθώνω, στήνωverbe transitif (κατασκευή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les marines ont rapidement dressé un groupe de tentes. |
ανατρέφω, αναθρέφω, διαπαιδαγωγώverbe transitif (des enfants) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les parents doivent bien élever leurs enfants pour qu'ils deviennent de bons citoyens. Οι γονείς πρέπει να διαπαιδαγωγούν τα παιδιά τους για να τα βοηθήσουν να γίνουν καλοί άνθρωποι. |
ανυψώνω, υψώνω, σηκώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La plate-forme amovible a élevé la chanteuse pendant son concert. |
εκτρέφω(des animaux) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le fermier élève des moutons et des vaches. Ο αγρότης εκτρέφει πρόβατα και αγελάδες. |
ανεβάζωverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) De nombreuses personnes élèvent leur style de vie de consommateur même si cela n'est pas bon pour leurs finances personnelles. |
έχωverbe transitif (des animaux) (ζώα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle élève des abeilles depuis plus de quarante ans. Εκτρέφει μέλισσες πάνω από σαράντα χρόνια. |
ανατρέφωverbe transitif (des enfants) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Chris et Margaret ont élevé leurs enfants dans le respect des autres. Ο Κρις και η Μάργκαρετ ανέθρεψαν (or: μεγάλωσαν) τα παιδιά τους διδάσκοντάς τους να σέβονται τους άλλους. |
μεγαλώνωverbe transitif (des enfants) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Depuis que la mère de Tom est partie, Henry fait de son mieux pour élever Tom seul. Από τότε που η μητέρα του Τομ έφυγε, ο Χένρυ κάνει ό,τι μπορεί ώστε να μεγαλώσει τον Τομ μόνος του. |
εκτρέφωverbe transitif (des animaux) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jack élève du bétail dans sa ferme. Ο Τζακ εκτρέφει βοοειδή στο αγρόκτημά του. |
ανατρέφωverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκτρέφωverbe transitif (des animaux) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Joe élève des moutons. |
φροντίζω(des animaux) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ένας καλός κηπουρός φροντίζει και ενδιαφέρεται για τα φυτά του. |
δίνω αξία σε κπverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'en ai marre que les gens magnifient les stars de télé-réalité de mauvais goût. |
αναθρέφω, ανατρέφωverbe transitif (des enfants) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les parents de Nelly l'ont élevée de sorte à en faire une vraie dame. Οι γονείς της Νέλι την ανέθρεψαν να γίνει μια σωστή κυρία. |
σηκώνω(le bras) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανεβάζω(έμφαση στο ανέβασμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le mécanicien a hissé le nouveau moteur dans la vieille voiture avec une grue. Ο μηχανικός έβαλε την καινούργια μηχανή μέσα στο παλιό αυτοκίνητο με τον γερανό. |
αυξάνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'air chaud monte. Η ζέστη αυξάνεται. |
γίνομαι τσιριχτός, γίνομαι ψιλόςverbe pronominal (voix) (πιο λεπτή φωνή) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Sa voix s'éleva quand elle entendit la nouvelle. |
ανεγείρομαιverbe pronominal (construction) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Au cours des années 50, les immeubles se sont dressés (or: se sont élevés) dans toute la ville. |
υψώνομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les buildings de New York semblent se dresser (or: semblent s'élever) dans les nuages. |
σηκώνομαι πάνω από, υψώνομαι πάνω από
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σηκώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle a toujours très peur de monter sur une échelle. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το μπαλόνι σηκώθηκε στον αέρα. |
ανεβαίνω, κινούμαι προς τα επάνω, ανέρχομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Des falaises de granit s'élèvent de part et d'autre de la vallée. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο πρωινός ήλιος πείθει γλυκά τα λουλούδια να κινηθούν προς τα επάνω και να τον χαιρετίσουν. |
μετουσιώνω(ψυχολογία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανεβαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ο καπνός από την καμινάδα ανέβηκε στον ουρανό. |
υψώνομαι, ορθώνομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les montagnes s'élevaient devant eux. |
φτάνω(un montant) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La collecte des œuvres caritatives a atteint trente mille dollars cette année. |
οξύνω(Musique) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je crois que le morceau serait meilleur si tu diésais cette note. |
ανατροφή των παιδιών
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'éducation des enfants ne finit pas quand ils deviennent adultes, elle prend simplement une autre forme. |
μιλάω πιο δυνατά
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Veuillez parler plus fort, j'ai du mal à vous entendre. |
κάνω οικογένειαverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανεβάζω τον πήχυ(figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανεβάζω στροφέςverbe transitif (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φουσκώνω(voile,...) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le bruit de la tente qui se gonflait à cause du vent m'a empêché de dormir. |
εκφράζομαι εναντίον κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) De nombreuses personnes s'élèvent contre la violence conjugale. |
φτάνω, αγγίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le coût d'un nouveau toit pourrait se chiffrer (or: s'élever à) plusieurs milliers de dollars. |
ανεβάζω τον τόνο της φωνής(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) N'élève pas la voix devant ta mère, jeune homme. |
αιωρούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'oiseau s'est élevé dans les airs, sans bouger les ailes. |
έχω άθροισμα
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) La somme des faces opposées d'un dé s'élèvent à sept. Οι αντικριστές πλευρές του ζαριού έχουν άθροισμα επτά. |
επαναστατώ ενάντια σε κπ/κτ, ξεσηκώνομαι ενάντια σε κπ/κτ(peuple) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le peuple oppressé se soulèvera contre son gouvernement autocratique. Ο καταπιεσμένος λαός θα ξεσηκωθεί ενάντια στην απολυταρχική κυβέρνηση. |
κακοανατρέφω, κακοαναθρέφω(παιδί) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανέρχομαι σε
La facture pourrait s'élever à un montant au-delà de vos moyens. Ο λογαριασμός ίσως ανέρχεται σε μεγαλύτερο ποσό απ' όσο μπορείς να διαθέσεις. |
υψώνω εις τον κύβοverbe transitif (Mathématiques) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Trois élevé à la puissance trois (or: Trois puissance trois) égal vingt-sept. |
ανέρχομαι σε(nombre) Le nombre de papillons ici s'élève à un millier. Οι πεταλούδες εδώ είναι πάνω από χίλιες. |
αντιτίθεμαι σε κπ/κτ
|
ανεβαίνωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La balle s'éleva haut dans le ciel et fut attrapée quand elle finit par redescendre. |
φουσκώνωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ανεβαίνω ένα ημιτόνιοverbe transitif (Musique) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu dois élever ce fa d'un demi-ton à la mesure seize. |
υψώνω στο τετράγωνο, υψώνω στη δευτέραverbe transitif (Mathématiques) (μαθηματικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Trois élevé au carré fait neuf. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ποιος ξέρει να υψώσει το 12 στο τετράγωνο χωρίς κομπιουτεράκι; |
εξοικειώνω κπ με κτ(figuré) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του élever στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του élever
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.