Τι σημαίνει το mot στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mot στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mot στο Γαλλικά.
Η λέξη mot στο Γαλλικά σημαίνει λέξη, κουβέντα, μήνυμα, μηνυματάκι, σημείωμα, σημείωμα, κεφαλή λήμματος, κειμενική λέξη, συνθηματικό, ήσυχα, σιωπηλά, αμίλητα, ατάκα, πιασάρικη λέξη, χασ ταγκ, λέω τη γνώμη μου, λέω την άποψή μου, καταλαβαίνω, κατά λέξη, χυδαιολογία, αισχρολογία, βωμολοχία, σύνδεσμος, ρίζα, πηγή, λέξη προς λέξη, χωρίς λέξη, χωρίς κουβέντα, μονολεκτικά, λέξη προς λέξημ αυτολεξεί, επί λέξει, χωρίς να πω μια λέξη, χωρίς ούτε μια λέξη, χωρίς να πω μια λέξη, χωρίς ούτε μια λέξη, εν συντομία, το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν, κωδικός πρόσβασης, κωδικός εισόδου, ομόρριζο, ατάκα, καταπραϋντικό, ορθογράφος, λέξη που έχει γίνει καραμέλα, συνθηματικό, λέξη κλειδί, λέξη-κλειδί, ευφυολόγημα, επίλογος, καλός λόγος, η τελευταία λέξη, όλη την αλήθεια, κωδική/κωδικοποιημένη λέξη, σύνθετη λέξη, παλιοκουβέντα, κατά λέξη μετάφραση από άλλη γλώσσα, νόημα, πραγματικό νόημα, κοινός όρος, λέξη-οδηγός, ριζική λέξη, ευχαριστήριο σημείωμα, έξυπνο σχόλιο, αστείο, κατακλείδα, αποχαιρετισμός, μου πέφτει λόγος σε κτ, έχω λόγο σε κτ, δεν λέω τίποτα σχετικά με κτ, δεν λέω τίποτα για κτ, επικοινωνώ, έχω τον τελευταίο λόγο, δεν λέω κουβέντα, μένω σιωπηλός, στέλνω σημείωμα, στέλνω μήνυμα, διαδίδω τα νέα, κρατάω κτ κρυφό, κρατάω κτ μυστικό, λέξη προς λέξη, κατά λέξη, επί λέξει, σύνθημα, γλυκόλογα, κωδικός, γλωσσοδέτης, αποστόμωση, παράθεση, σύνθημα, συνθηματικό, μαγική λέξη, βγαίνω κερδισμένος, δεν αποκαλύπτω τίποτα, δεν βγάζω μιλιά, δεν μου παίρνουν κουβέντα, δίνω οδηγίες, θηλυκός, κιχ, λέξη κλειδί, λέξη-κλειδί, γεμίσματα, λέξη περιεχομένου, σαν να ήμασταν συνεννοημένοι, λες και ήμασταν συνεννοημένοι, σύνθετη λέξη, βρισιά, ερωτηματική πρόταση, λόγος, μαμώτο, βρισιά, τελευταία λέξη, λεκτική μορφή, μου πέφτει λόγος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mot
λέξηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cette phrase a cinq mots. Αυτή η πρόταση έχει έξι λέξεις. |
κουβένταnom masculin (conversation courte) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Laisse-moi lui dire un mot à propos du volume de la musique. Θα πάω να του πω δυο λόγια για τη δυνατή μουσική. |
μήνυμα, μηνυματάκι, σημείωμαnom masculin (familier) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Envoie-moi un mot mardi et nous pourrons en parler à ce moment-là. Άσε μου ένα μήνυμα (or: μηνυματάκι) την Τρίτη και θα τα πούμε τότε. |
σημείωμα(petit message) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Je lui ai laissé un mot sur son bureau avec l'heure de la réunion. Του έγραψα ένα σημείωμα με την ώρα της συνάντησης και το άφησα στο γραφείο του. |
κεφαλή λήμματος
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κειμενική λέξη(Linguistique) |
συνθηματικόnom masculin Tu dois nous donner le mot de passe sinon nous ne pouvons pas t'ouvrir la porte. |
ήσυχα, σιωπηλά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Les étudiants étaient silencieusement assis dans la salle de classe. |
αμίλητα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ατάκα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πιασάρικη λέξη
|
χασ ταγκ(anglicisme, courant) (μέσα κοινωνικής δικτύωσης) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λέω τη γνώμη μου, λέω την άποψή μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καταλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατά λέξη
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) La traduction littérale de cette phrase n'a aucun sens. Η κατά λέξη μετάφραση αυτή της πρότασης δεν βγάζει νόημα. |
χυδαιολογία, αισχρολογία, βωμολοχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σύνδεσμος(Linguistique) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ρίζα, πηγή(cause, origine) (μτφ: αιτία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Examinons le fond du problème. |
λέξη προς λέξη
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Traduit la lettre mot à mot. Προσπάθησε να μεταφράσεις το γράμμα λέξη προς λέξη. |
χωρίς λέξη, χωρίς κουβένταlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
μονολεκτικάlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Comment était le film ? En un mot : nul. |
λέξη προς λέξημ αυτολεξεί, επί λέξει
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le tricheur avait recopié la copie de son voisin mot pour mot. |
χωρίς να πω μια λέξη, χωρίς ούτε μια λέξηlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χωρίς να πω μια λέξη, χωρίς ούτε μια λέξηadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sans un mot, il s'approcha d'elle, posa une main sur son épaule et l'embrassa fougueusement. |
εν συντομία
Tout ça pour dire que je suis enceinte. |
το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν
|
κωδικός πρόσβασης, κωδικός εισόδουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Dave a oublié son mot de passe et ne peut pas se connecter au forum. |
ομόρριζοnom masculin |
ατάκαnom masculin (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Heather a fait un trait d'esprit sur ma nouvelle coupe de cheveux. |
καταπραϋντικόnom masculin (figuré) (μεταφορικά) |
ορθογράφοςnom masculin (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λέξη που έχει γίνει καραμέλα(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνθηματικόnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λέξη κλειδί, λέξη-κλειδίnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) On effectue une recherche dans l'index par sujet ou par mot-clé (or: mot-clef). |
ευφυολόγημαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επίλογος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
καλός λόγοςnom masculin |
η τελευταία λέξηnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mon frère veut toujours avoir le dernier mot. |
όλη την αλήθειαnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nous ne saurons jamais le fin mot de l'histoire sur ce qu'elle a fait ce soir-là. |
κωδική/κωδικοποιημένη λέξηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σύνθετη λέξηnom masculin ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το «μεγαλοβιομήχανος» είναι σύνθετη λέξη. Αποτελείται από ένα επίθετο και ένα ουσιαστικό. |
παλιοκουβένταnom masculin (figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Για μένα η λέξη «δουλειά» είναι μια παλιοκουβέντα. |
κατά λέξη μετάφραση από άλλη γλώσσαnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La traduction mot à mot du nom du guitariste Manitas de Plata est « petites mains d'argent ». |
νόημαnom masculin (καθομιλουμένη,μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Pour la plupart des étudiants, le mot d'ordre est d'obtenir de bonnes notes. Dans le monde des affaires, le mot d'ordre est "s'enrichir". Για τους περισσότερους σπουδαστές, ο σκοπός είναι να πάρουν καλούς βαθμούς. Στον κόσμο των επιχειρήσεων σκοπός είναι το κέρδος. |
πραγματικό νόημαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κοινός όροςnom masculin |
λέξη-οδηγόςnom masculin (σε λεξικό) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ριζική λέξηnom féminin (γλώσσα, γραμματική) |
ευχαριστήριο σημείωμαnom masculin N'oublie pas de lui envoyer un mot de remerciement. |
έξυπνο σχόλιοnom masculin |
αστείοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κατακλείδαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αποχαιρετισμόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μου πέφτει λόγος σε κτ, έχω λόγο σε κτlocution verbale (familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tout le monde a eu son mot à dire dans la prise de décision. |
δεν λέω τίποτα σχετικά με κτ, δεν λέω τίποτα για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle n'a pas parlé de son opération de peur d'inquiéter sa famille. |
επικοινωνώ(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je devrais envoyer un mot à mon frère parce que ça fait longtemps que je ne lui ai pas écrit. |
έχω τον τελευταίο λόγοlocution verbale (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Amy et Jake peuvent se disputer pendant des heures parce qu'ils veulent tous les deux avoir le dernier mot. |
δεν λέω κουβέντα, μένω σιωπηλόςlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ne fais pas de bruit, et ne dis pas un mot, ou ils découvriront notre cachette. Να είσαι ήσυχος και να μείνεις σιωπηλός ειδάλλως θα βρουν που κρυβόμαστε. |
στέλνω σημείωμαlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στέλνω μήνυμαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) N'hésitez pas à faire passer le mot autour de vous. |
διαδίδω τα νέαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κρατάω κτ κρυφό, κρατάω κτ μυστικό
Jack et Jill ne disent rien sur leur projet de mariage. |
λέξη προς λέξη, κατά λέξη, επί λέξειadjectif (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) L'auteur publia un document qui était la copie mot pour mot de celle qui était apparue dans un autre journal. |
σύνθημαnom masculin (Militaire) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) À la porte, donnez le mot de passe et ils vous laisseront entrer. |
γλυκόλογαnom masculin (souvent au pluriel) (μόνο πληθυντικός) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Le couple se murmurait des mots doux (or: tendres) à l'oreille. |
κωδικόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
γλωσσοδέτηςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αποστόμωση(amusant) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παράθεση(γραμματική: λέξη, φράση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σύνθημα, συνθηματικόnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μαγική λέξηnom masculin (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) On apprend aux enfants à dire les mots magiques qui ouvrent toutes les portes : "s'il te plaît" et "merci". Si tu ne dis pas le mot magique, tu n'auras pas de goûter. |
βγαίνω κερδισμένος(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν αποκαλύπτω τίποτα, δεν βγάζω μιλιά, δεν μου παίρνουν κουβένταlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) N'en dis pas un mot à qui que ce soit : c'est notre secret ! |
δίνω οδηγίες
|
θηλυκός(femme, animal) (για ζώα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les chattes tombent souvent enceinte si on ne les fait pas stériliser. Κατά τη διάρκεια του καύσωνα ο Τομ ζήλευε τις γυναίκες συναδέλφους του μπορούσαν να φοράνε πιο λεπτά ρούχα. // Ως γυναίκα, ορισμένες φορές προτιμώ τις γυναίκες γιατρούς για κάποια θέματα. |
κιχnom masculin (καθομ, ανεπίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Je ne veux plus entendre un mot du reste de l'après-midi ! |
λέξη κλειδί, λέξη-κλειδίnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Ici, "estimé" reste le mot-clé (or: mot-clef). |
γεμίσματαnom masculin (γλωσσολογία) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Essayez d'enlever les mots bouche-trou quand vous parlez en public. |
λέξη περιεχομένουnom masculin (γλωσσολογία) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σαν να ήμασταν συνεννοημένοι, λες και ήμασταν συνεννοημένοι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tom pensait à sa mère quand, à point nommé, celle-ci toqua à sa porte d'entrée. |
σύνθετη λέξηnom masculin (Grammaire) Il y avait beaucoup de mots composés dans la liste de vocabulaire de cette semaine. Η ορθογραφία αυτής της εβδομάδας περιλαμβάνει πολλές σύνθετες λέξεις. |
βρισιάnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le fermier marchait d'un pas lourd dans la neige printanière en grommelant des jurons. |
ερωτηματική πρότασηnom masculin (Grammaire) Elle prenait les questions pour des affirmations jusqu'à ce qu'elle apprenne à reconnaître les mots interrogatifs anglais. |
λόγοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les parents ont décidé qu'il était l'heure de se coucher et les enfants n'ont pas eu leur mot à dire. |
μαμώτοnom masculin (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
βρισιάnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τελευταία λέξηnom masculin (μεταφορικά) |
λεκτική μορφήnom féminin |
μου πέφτει λόγοςlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'expert aura son mot à dire quant à comment l'argent est dépensé. Ο εκτιμητής θα έχει δικαίωμα λόγου για το πώς θα ξοδεύονται τα χρήματα. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mot στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του mot
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.