Τι σημαίνει το fin στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fin στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fin στο Γαλλικά.

Η λέξη fin στο Γαλλικά σημαίνει λεπτός, τέλος, τέλος, σκοπός, σκοπός, τέλος, Τέλος, στενός, τέλος, λεπτός, σε μικρά κομμάτια, τέλος, διακοπή, τέλος, τέρμα, πέρας, οξύς, σε λεπτές φέτες, κατάληξη, ολοκλήρωση, λήξη, ωμέγα, αυλαία, το τέλος, το χειρότερο, λεπτός, τέλος, καταστροφή, μικρός, εκλεκτός, εκλεκτός, το τέλος, κλείσιμο, ασημένιος, λεπτός, κόπωσης, αδύνατος, λεπτός, λήξη, εκλεκτό φαγητό, διορατικός, οξυδερκής, λεπτός, αδύνατος, πέρας, λήξη, τέλος, λήξη, αποπεράτωση, ύστατο τέλος, επίλογος, τέλος, κοφτερός, ευφυής, εύστροφος, δύση, καλλίγραμμος, καλοσχηματισμένος, αραχνοΰφαντος, τελειώνω, τελικός, τέλος, άσος, πολύ λεπτός, κατηγορηματικά, φινάλε, αγωνιώδες φινάλε, αντέχω, καταργώ, ποιοτικός, καλής ποιότητας, τελικό στάδιο, θρυμματίζω, λεπτός, διάφανος, ρίζα, πηγή, σπάω, χτενίζω, τέρμα, ψιλός, υπέρλεπτος, σαν χαρτί, έτοιμος, πιο απαλός, που έχει καλή μύτη, ατελείωτος, βασικά, ουσιαστικά, -, στα τελευταία μου, με το ένα πόδι στον τάφο, στο τέλος, απ'την αρχή ως το τέλος, από την αρχή ως το τέλος, για πάντα, εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφής, μετά το σχολείο, πριν το τέλος, όπως προκύπτει, από την αρχή μέχρι το τέλος, με αυτόν το σκοπό, προς το τέλος, μέχρι το τέλος του κόσμου, μέχρι να 'ρθει το τέλος του κόσμου, στη μέση του πουθενά, σε τελική ανάλυση, αργά το απόγευμα, στο τέλος της ημέρας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fin

λεπτός

adjectif (tranche)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a coupé une fine tranche de jambon.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το πιάτο ήταν γεμάτο λεπτοκομμένες φέτες από διάφορα αλλαντικά.

τέλος

nom féminin (conclusion) (έκβαση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'histoire m'a saisi du début à la fin.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο διαιτητής σφύριξε τον τερματισμό του αγώνα.

τέλος

nom féminin (dans le temps) (όριο: χρόνος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nous déménageons à la fin du mois.
Μετακομίζουμε στο τέλος του μήνα.

σκοπός

nom féminin (résultat)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Est-ce que la fin justifie les moyens ?
Τελικά, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα;

σκοπός

(but) (επίτευξη στόχου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
À quelle fin accomplissons-nous tout cela ?
Με ποιο σκοπό τα κάνουμε όλα αυτά;

τέλος

nom féminin (mort) (ευφημισμός: θάνατος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il a eu une fin prématurée.
Είχε πρόωρο τέλος.

Τέλος

nom féminin (film)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στενός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le cadeau était attaché avec une fine bande de raphia.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα χρειαστώ μια στενή λωρίδα υφάσματος για να τελειώσω τη φούστα.

τέλος

nom féminin (όριο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nos problèmes sont-ils sans fin ?
Θα έχουν, ποτέ, τελειωμό τα προβλήματά μας;

λεπτός

adjectif (tissu)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le tissu de cette écharpe est si fin (or: si léger) qu'on peut tout voir à travers.

σε μικρά κομμάτια

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
L'oignon était finement haché.

τέλος

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les fans n'ont pas aimé la fin de la série.
Το τέλος της σειράς δεν άρεσε στους τηλεθεατές.

διακοπή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τέλος, τέρμα, πέρας

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

οξύς

(ouïe)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Shannon est dotée d'une ouïe fine.
Η Σάννον έχει οξεία ακοή.

σε λεπτές φέτες

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

κατάληξη

(d'une phrase)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Στα Αγγλικά, οι λέξεις στον πληθυντικό συνήθως έχουν την κατάληξη «s».

ολοκλήρωση, λήξη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
À la fin de la réunion, le directeur a demandé à quelques personnes de rester.

ωμέγα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα σου πω όλη την ιστορία, από το άλφα ως το ωμέγα.

αυλαία

nom féminin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

το τέλος

nom féminin

το χειρότερο

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

λεπτός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a les cheveux fins.
Έχει πολύ λεπτή τρίχα.

τέλος

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Je suis à la fin. Il ne me reste plus qu'à écrire une conclusion.
Πλησιάζω στο τέλος. Πρέπει μόνο να γράψω ένα συμπέρασμα.

καταστροφή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si les renforts n'arrivent pas très vite, ce sera la fin.
Αν δεν έρθουν οι ενισχύσεις σύντομα, θα έρθει το τέλος.

μικρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εκλεκτός

(vin)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La France produit de nombreux vins fins.

εκλεκτός

adjectif (de grande qualité)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle a toujours servi des vins fins à ses réceptions.

το τέλος

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il est resté fidèle jusqu'à la fin.

κλείσιμο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tu dois terminer avant la fin de la journée.

ασημένιος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce sont des boucles d'oreille en argent fin (or: pur).

λεπτός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κόπωσης

adjectif (fissure) (κάταγμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ο γιατρός εντόπισε ένα κάταγμα κόπωσης στο οστό.

αδύνατος, λεπτός

adjectif (personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sa fine silhouette se détachait dans les rayons du soleil.
Ο ήλιος διαγράφει την αδύνατη (or: λιγνή) της φιγούρα.

λήξη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les votes prennent fin à 19 h 00.

εκλεκτό φαγητό

(repas)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il est difficile de trouver les ingrédients pour certaines de ces recettes gastronomiques.

διορατικός, οξυδερκής

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λεπτός, αδύνατος

(θετική έννοια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πέρας, λήξη, τέλος

(fin)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La dernière tâche marque l'achèvement du travail.
Η τελευταία αποστολή φέρνει σε πέρας την εργασία.

λήξη, αποπεράτωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
À l'expiration (or: À l'échéance) de votre contrat, vous devez rendre tes clefs.

ύστατο τέλος

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

επίλογος

(fin) (τελείωμα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La conclusion devrait résumer l'ensemble du travail.
Ο επίλογος θα πρέπει να συνοψίζει το δοκίμιο.

τέλος

(empire, souverain)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'arrivée des ordinateurs a entraîné la chute de la machine à écrire.
Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές αποτέλεσαν την αιτία για το τέλος της γραφομηχανής.

κοφτερός

(lame, couteau)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est un couteau très aiguisé qui peut presque tout couper.

ευφυής, εύστροφος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
John était subtil dans son approche des questions intellectuelles.

δύση

(figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elle arrive au crépuscule de sa vie.
Πλησιάζει τη δύση της ζωής του.

καλλίγραμμος, καλοσχηματισμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αραχνοΰφαντος

adjectif (σχεδόν διάφανος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τελειώνω

(φέρνω σε τέλος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a mis fin à leur relation après deux mois.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μετά από την παρέμβαση τρίτης δύναμης, οι αντίπαλοι συμφώνησαν να λήξουν τις εχθροπραξίες.

τελικός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Arrivés au générique de fin, la plupart des spectateurs pleuraient.

τέλος

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
C'est la fin du monde tel que nous le connaissons.
Είναι το τέλος του κόσμου που γνωρίσαμε ως τώρα.

άσος

(vieilli) (αργκό, μτφ, παλαιό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
J'adore John Coltrane, c'est le nec plus ultra.
Αγαπώ τον Τζον Κολτρέιν. Είναι τέλειος!

πολύ λεπτός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κατηγορηματικά

adverbe (nier, refuser)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Elle a dénié catégoriquement avoir déjà rencontré l'homme.

φινάλε

(σκάκι)

αγωνιώδες φινάλε

(anglicisme)

L'émission s'est terminée sur un cliffhanger, et les spectateurs ne sauront donc pas la fin avant la semaine prochaine.

αντέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καταργώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La société s'est engagée à abolir ces pratiques déloyales.
Η εταιρεία έχει υποσχεθεί να εξαλείψει (or: απαλείψει) αυτές τις άδικες πρακτικές.

ποιοτικός, καλής ποιότητας

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'ai acheté une boîte de haricots verts extra-fins.

τελικό στάδιο

(διαδικασία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θρυμματίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λεπτός, διάφανος

adjectif (textile)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le rideau extra-fin n'offre pas du tout d'intimité.
Η διάφανη κουρτίνα δεν εξασφάλιζε καθόλου απομόνωση.

ρίζα, πηγή

(cause, origine) (μτφ: αιτία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Examinons le fond du problème.

σπάω

(un contrat) (μτφ: συμβόλαιο, συμφωνία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'acteur veut rompre son contrat.

χτενίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils fouillent toute la région à la recherche d'indices.

τέρμα

adjectif (ligne) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Seulement quatre chevaux ont passé la ligne d'arrivée.

ψιλός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cet après-shampooing est idéal pour les cheveux fins et clairsemés.

υπέρλεπτος

(qualité) (πολύ λεπτός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σαν χαρτί

locution adjectivale (λεπτός, αδύναμος)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

έτοιμος

(άτομα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Vous êtes tous fin prêts ? Alors allons-y !
Όλα έτοιμα; Πάμε λοιπόν!

πιο απαλός

locution adjectivale (υφή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il faut utiliser de la toile émeri à grain plus fin.

που έχει καλή μύτη

locution adjectivale (figuré) (καλή όσφρηση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ατελείωτος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βασικά, ουσιαστικά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
En fin de compte (or: En définitive), la question est de savoir qui a le plus d'argent.
Στην τελική, το ζήτημα είναι ποιος έχει τα περισσότερα χρήματα.

-

(parler,...) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ο δρόμος στην έρημο έμοιαζε να συνεχίζει και συνεχίζει χωρίς σταματημό.

στα τελευταία μου, με το ένα πόδι στον τάφο

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cette vieille voiture a fait son temps.

στο τέλος

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Je n'ai pas encore vu le film ; ne me dis pas ce qu'il se passe à la fin.

απ'την αρχή ως το τέλος

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai lu tout le rapport de 400 pages du début à la fin.

από την αρχή ως το τέλος

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

για πάντα

(figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφής

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μετά το σχολείο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le professeur a fait rester Kyle après les cours pour qu'il finisse ses devoirs.

πριν το τέλος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
À la fin du premier chapitre, j'avais déjà deviné la solution du mystère. D'habitude, je suis épuisé à la fin de la journée.
Πριν το τέλος του πρώτου κεφαλαίου, μπορούσα να μαντέψω τη λύση του μυστηρίου. Είμαι συνήθως εξαντλημένος πριν το τέλος της μέρας.

όπως προκύπτει

adverbe

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

από την αρχή μέχρι το τέλος

adverbe

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il a gagné la course, menant du début à la fin.

με αυτόν το σκοπό

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προς το τέλος

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

μέχρι το τέλος του κόσμου, μέχρι να 'ρθει το τέλος του κόσμου

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στη μέση του πουθενά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Richard vit au milieu de nulle part (or: au fin fond de nulle part).

σε τελική ανάλυση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En fin de compte (or: Au bout du compte), avoir un bébé est un choix personnel.

αργά το απόγευμα

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nous sommes arrivés en fin de journée mais le personnel de l'hôtel a été très arrangeant.

στο τέλος της ημέρας

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il est rentré chez lui à la fin de la journée.
Στο τέλος της ημέρας πήγε σπίτι.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fin στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.