Τι σημαίνει το mutual στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mutual στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mutual στο Αγγλικά.

Η λέξη mutual στο Αγγλικά σημαίνει αμοιβαίος, κοινός, αμοιβαία εκτίμηση, κοινή συμφωνία,αποδοχή, αλληλοβοήθεια, αλληλοβοήθεια, αμοιβαία έλξη, κοινός φίλος, εταιρεία επενδύσεων, αλληλασφαλιστική εταιρεία, αμοιβαία υποστήριξη,βοήθεια, αμοιβαία κατανοήση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mutual

αμοιβαίος

adjective (reciprocal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dual star systems are locked in orbit with each other due to their mutual gravity.
Τα διπλά συστήματα αστέρων είναι κλειδωμένα σε τροχιά το ένα γύρω από το άλλο λόγω της αμοιβαίας τους βαρύτητας.

κοινός

adjective (shared)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dan and Karen's mutual friend introduced them.
Ένας κοινός φίλος του Νταν και της Κάρεν τους σύστησε.

αμοιβαία εκτίμηση

noun (appreciation of one another)

The boss and her staff held one another in mutual admiration.

κοινή συμφωνία,αποδοχή

noun (acceptance of one another's terms)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dispute was settled out of court by mutual agreement.

αλληλοβοήθεια

noun (reciprocal help, assisting one another)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αλληλοβοήθεια

noun (reciprocal help, assisting one another)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αμοιβαία έλξη

noun (feeling drawn to one another)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When they met, they both sensed an instant mutual attraction.

κοινός φίλος

noun (shared personal acquaintance)

I met my wife through a mutual friend.

εταιρεία επενδύσεων

noun (investment program) (οικονομία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αλληλασφαλιστική εταιρεία

noun (co-operative organization) (οργανισμός)

αμοιβαία υποστήριξη,βοήθεια

noun (reciprocal help)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They had a relationship of mutual support, so when she needed some help he was quick to provide it.

αμοιβαία κατανοήση

noun (appreciation of one another's feelings)

We argued at first, but came to a mutual understanding eventually. We did not have a written contract, but we had a mutual understanding that she would pay me when the job was finished.
Μαλώσαμε αρχικά, αλλά κάποια στιγμή υπήρξε αμοιβαία κατανόηση.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mutual στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του mutual

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.