Τι σημαίνει το agreement στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης agreement στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του agreement στο Αγγλικά.

Η λέξη agreement στο Αγγλικά σημαίνει συμφωνία, συμφωνία, σύμβαση, συμφωνία, σύμφωνα με την συμφωνία, συμφωνία στην θεωρία, δεσμευτική συμφωνία, συλλογική σύμβαση εργασίας, σύμβαση συλλογικής εργασίας, εργασιακή συλλογική σύμβαση, συμφωνώ, συμφωνώ, συμφωνώ, συμφωνία μεσεγγύησης, κοινή συμφωνία, κοινή αποδοχή, συμφωνία κυρίων, συµφωνία κυρίων, γραμματική συμφωνία, συμφωνία επιχορήγησης, σε συμφωνία, σε συμφωνία με, σε συμφωνία με, υπέρ του, άτυπη/ανεπίσημη συμφωνία, συμβόλαιο, συμφωνία περί ευθύνης, σύμβαση παραχώρησης άδειας χρήσης, κοινή συμφωνία,αποδοχή, μη δεσμευτική συμφωνία, δικαστικός διακανονισμός, σύμβαση αγοράς, συμφωνία αγοράς, συμφωνία περί ποσοστώσεων, καταλήγω σε συμφωνία, σύμφωνο αποδέσμευσης, συμφωνία επιπέδου παροχής υπηρεσιών, συμφωνητικό αποχώρησης, συμβόλαιο ενοικίασης, μισθωτήριο συμβόλαιο, απόλυτη συμφωνία, απόλυτη συμφωνία, εμπορική συμφωνία, προφορική συμφωνία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης agreement

συμφωνία

noun (accord)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We need everyone's agreement before we go ahead.

συμφωνία, σύμβαση

noun (treaty)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The arms' control agreement was negotiated thirty years ago.
Οι διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία ελέγχου των εξοπλισμών πραγματοποιήθηκαν πριν από τριάντα χρόνια.

συμφωνία

noun (grammar: concordance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Remember, the noun and verb need to be in agreement.

σύμφωνα με την συμφωνία

expression (by the terms of the agreement)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
According to the agreement, the buyer will purchase all the product that the seller can produce.

συμφωνία στην θεωρία

noun (accept an idea in theory)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δεσμευτική συμφωνία

noun (legal or official contract)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sign your name on the line, and we'll have a binding agreement.

συλλογική σύμβαση εργασίας

noun (employer-union contract)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The new collective agreement gave union members increased medical benefits.

σύμβαση συλλογικής εργασίας

noun (contract of working conditions) (για εργασιακές σχέσεις)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εργασιακή συλλογική σύμβαση

noun (UK (employer, union contract)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Union members have voted to go on strike because their employer refuses to honor the collective labour agreement that they signed last month.
Τα μέλη του συνδικάτου ψήφισαν να προχωρήσουν σε απεργία επειδή ο εργοδότης τους αρνείται να συμμορφωθεί με την εργασιακή συλλογική σύμβαση που υπέγραψαν τον προηγούμενο μήνα.

συμφωνώ

verbal expression (decide mutually)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The two men came to an agreement over the price of the secondhand car.

συμφωνώ

verbal expression (resolve a dispute)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It was a long hard battle but we finally came to an agreement with each other.
Ήταν μια μακριά και δύσκολη μάχη, αλλά τελικά ήρθαμε σε συμφωνία μεταξύ μας.

συμφωνώ

verbal expression (agree to terms)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I came to an agreement with my ex-wife that I would watch the kids on the weekends.
Ήρθα σε συμφωνία με την πρώην σύζυγό μου. Θα παίρνω τα παιδιά τα Σαββατοκύριακα.

συμφωνία μεσεγγύησης

noun (contract: hold money for [sb] else)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοινή συμφωνία, κοινή αποδοχή

noun (opinion of most people) (άποψη των περισσότερων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Scientists are in general agreement that the Big Bang took place about 17 billion years ago.

συμφωνία κυρίων

noun (unwritten rule or agreement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The two friends had a gentleman's agreement not to talk about politics.

συµφωνία κυρίων

noun (law: based on trust, not contract)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γραμματική συμφωνία

noun (accordance of parts of speech)

συμφωνία επιχορήγησης

noun (funding contract)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σε συμφωνία

adjective (of the same opinion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Unusually, the committee were all in agreement on this issue.

σε συμφωνία με

preposition (of the same opinion as)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I am in agreement with John on most matters.

σε συμφωνία με

preposition (according or conforming to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This policy is in agreement with the mandate of the organization.

υπέρ του

preposition (in favour of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm not in agreement with the law that forbids smoking in airports.

άτυπη/ανεπίσημη συμφωνία

noun (unwritten contract)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συμβόλαιο

noun (contract)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
If you rent a flat you need to get a legal agreement with your landlord.

συμφωνία περί ευθύνης

noun (warranty)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σύμβαση παραχώρησης άδειας χρήσης

noun (contract giving permission for [sth])

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοινή συμφωνία,αποδοχή

noun (acceptance of one another's terms)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dispute was settled out of court by mutual agreement.

μη δεσμευτική συμφωνία

noun (contract: cannot be enforced)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δικαστικός διακανονισμός

noun (law: deal with judge)

σύμβαση αγοράς, συμφωνία αγοράς

noun (contract to buy goods)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συμφωνία περί ποσοστώσεων

noun (pact on fishing allowances) (αλιεία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καταλήγω σε συμφωνία

verbal expression (come to a mutual decision)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After seven months of negotiations the union and management have finally reached agreement.

σύμφωνο αποδέσμευσης

noun (form giving authorization)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The soccer player signed a release agreement with his club and became a free agent.

συμφωνία επιπέδου παροχής υπηρεσιών

noun (contract defining scope of [sth] to be provided)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συμφωνητικό αποχώρησης

noun (contract signed to terminate [sb]'s employment) (από εργασία, σύμβαση έργου)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συμβόλαιο ενοικίασης, μισθωτήριο συμβόλαιο

noun (property rental contract)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Your tenancy agreement stipulates who is responsible for which bills.

απόλυτη συμφωνία

noun (consent or permission)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απόλυτη συμφωνία

noun (accord)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Make sure you're in total agreement before spending $6000 on this vacation.

εμπορική συμφωνία

noun (commercial treaty between nations)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The UK and the USA are working on a new trade agreement.

προφορική συμφωνία

noun (unwritten contract, understanding)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Before signing the contract, we had to reach a verbal agreement.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του agreement στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του agreement

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.