Τι σημαίνει το naming στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης naming στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του naming στο Αγγλικά.

Η λέξη naming στο Αγγλικά σημαίνει όνομα, όνομα, όνομα, ονομάζω, ονομάζω, κατονομάζω, όνομα, όνομα, όνομα, κατ' όνομα, όνομα, επώνυμος, με όνομα, αναφέρω, προσδιορίζω, ορίζω, κατονομάζω, κακό όνομα, φέρω το όνομα, μεγάλο όνομα, διάσημος, βαφτιστικό όνομα, εμπορικό όνομα, εταιρική επωνυμία, με το όνομά μου, κατ' όνομα, υποκοριστικό, λούζω με βρισιές, βαπτιστικό, βαφτιστικό, καθαρίζω το όνομα μου, κωδικό όνομα, δίνω κωδικό όνομα, κοινό ουσιαστικό, επωνυμία, άτομο με το οποίο γίνεται η επικοινωνία, όνομα χρήστη, όνομα τομέα, επίθετο, επώνυμο, μικρό όνομα, αποκαλώ κπ με το μικρό του, όνομα και επώνυμο, ονοματεπώνυμο, όνομα και επώνυμο, ονοματεπώνυμο, γενικό όνομα, χαλάω το όνομα κάποιου, μικρό όνομα, μικρά ονόματα, είμαι γνωστός ως κτ, καλό όνομα, το όνομά μου συνοδεύεται από τίτλους, που έχει μπει στην καθημερινότητά μου, κατ΄ όνομα, στο όνομα του, επώνυμο, επίθετο, πατρικό, γίνομαι όνομα, γίνομαι μεγάλο όνομα, επώνυμο συζύγου, επίθετο συζύγου, μεσαίο όνομα, ονομάζομαι, δίνω όνομα, βαφτίζω, όνομα και διεύθυνση, γιορτή, νόημα, καρτελίτσα, καρτελίτσα, βρισιά, αναφέρω ότι έχω γνωρίσει διάσημα πρόσωπα με στόχο να εντυπωσιάσω, αναφορά ονόματος διασήμου για εντυπωσιασμό, όνομα οργανισμού, ονομασία οργανισμού, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, χαϊδευτικό, τοπωνύμιο, με φωνάζουν, γράφω το όνομά μου με κεφαλαία, έτσι ώστε να φαίνεται ως τυπωμένο κείμενο, όνομα ολογράφως με κεφαλαία, ορθό και πλήρες ονοματεπώνυμο, εμπορική επωνυμία, εμπορική ονομασία, επιστημονικός όρος, καλλιτεχνικό όνομα, όνομα χρήστη, δεύτερο όνομα, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, όνομα του δρόμου, κοινή ονομασία, μεταξύ άλλων, εμπορική επωνυμία, εμπορική ονομασία, δίνω εμπορική επωνυμία σε κτ, δίνω εμπορική ονομασία σε κτ, εμπορική ονομασία, εμπορική επωνυμία, κωδικός χρήστη, όνομα χρήστη, η πώς τη λένε;, πως τον λένε, ό,τι θες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης naming

όνομα

noun (full name)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My name is Peter Smith.
Με λένε Πίτερ Σμιθ.

όνομα

noun (first name, given name)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
What's your name?
Πώς σε λένε;

όνομα

noun (last name, surname, family name)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My professor's name is Smith.
Τον καθηγητή μου τον λένε Σμιθ.

ονομάζω

transitive verb (give a name to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you name all four members of the Beatles?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο πονηρός καλόγερος βάφτισε το κοτόπουλο «ελιά», για να μπορέσει να το φάει χωρίς να χαλάσει τη νηστεία.

ονομάζω

transitive verb (give the name of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They are going to name the baby Michael.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ονομάτισε την κόρη της Λίλιαν, σαν την ηρωίδα του αγαπημένου της μυθιστορήματος.

κατονομάζω

transitive verb (mention by name)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police report named three witnesses.
Η αναφορά της αστυνομίας ονομάτιζε τρεις μάρτυρες.

όνομα

noun (designation)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Colin wants a new name for his band.
Ο Κόλιν ψάχνει νέο όνομα για την μπάντα του.

όνομα

noun (figurative (repute) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jill is trying to make a name for herself.
Η Τζιλ προσπαθεί να φτιάξει ένα όνομα στον κλάδο της.

όνομα

noun (figurative (celebrity, famous person) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The organizers want a big name to host the banquet.
Οι διοργανωτές θέλουν ένα μεγάλο όνομα για οικοδεσπότη της δεξίωσης.

κατ' όνομα

noun (mere designation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Johnson was chairman in name only.
Ο Τζόνσον ήταν πρόεδρος μόνο κατ' όνομα (or: στα χαρτιά).

όνομα

noun (figurative (renown, reputation) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He married her for her good name and contacts.
Την παντρεύτηκε για το καλό της όνομα και τις επαφές της.

επώνυμος

noun as adjective (commerce: famous, branded)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jen likes to wear clothes from a name brand.
Η Τζεν προτιμά να φοράει ρούχα από επώνυμες φίρμες.

με όνομα

noun as adjective (bearing a name)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The cinema usher wore his name tag with pride.
Ο ταξιθέτης στον κινηματογράφο φορούσε με περηφάνια την ετικέτα του ονόματός του.

αναφέρω

transitive verb (identify)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The writer named Twain as his inspiration.
Ο συγγραφέας ανέφερε τον Τουέιν ως εμπνευστή του.

προσδιορίζω

transitive verb (specify)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Just name your price, and I'll pay it.
Απλά προσδιόρισε (or: πες) την τιμή σου και θα σε πληρώσω.

ορίζω

transitive verb (appoint)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The council named a successor.
Το συμβούλιο διόρισε διάδοχο.

κατονομάζω

transitive verb (accuse)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police have named a suspect in the case.
Η αστυνομία κατονόμασε έναν ύποπτο στην υπόθεση.

κακό όνομα

noun (bad reputation)

φέρω το όνομα

transitive verb (be named after)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Many butterfly species bear the name of their discoverers.

μεγάλο όνομα

noun (informal, figurative (prominent figure or celebrity) (μεταφορικά)

διάσημος

noun as adjective (famous, well-known)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βαφτιστικό όνομα

noun (name on birth certificate)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Her birth name was Georgiana, but everyone just called her Georgie.

εμπορικό όνομα

noun (product: trademark)

Does anyone have any better ideas for a new brand name?
Έχει κανείς καμιά καλύτερη ιδέα για νέο εμπορικό όνομα;

εταιρική επωνυμία

noun (company: name other than registered one)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

με το όνομά μου

expression (using [sb]'s name)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατ' όνομα

expression (by repute)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υποκοριστικό

noun (nickname)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λούζω με βρισιές

verbal expression (figurative (repeatedly insult [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You can call me every name under the sun, but it doesn't change the situation one bit.

βαπτιστικό, βαφτιστικό

noun (first name)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Enter your Christian name in the first box and your surname in the second.

καθαρίζω το όνομα μου

verbal expression (prove your innocence)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You'll have to sue that slanderer in court in order to clear your name.

κωδικό όνομα

noun (name used to conceal identity)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
"Deep Throat" was the code name of one of the Watergate informants.
«Βαθύ Λαρύγγι» ήταν το κωδικό όνομα ενός από τους πληροφοριοδότες του Γουότεργκεϊτ.

δίνω κωδικό όνομα

transitive verb (assign a code name to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They code-named it "Operation White Swan".

κοινό ουσιαστικό

noun (generic name)

επωνυμία

noun (business title)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άτομο με το οποίο γίνεται η επικοινωνία

noun (name of [sb] to be contacted)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

όνομα χρήστη

noun (screen name, user name)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

όνομα τομέα

(computers)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

επίθετο, επώνυμο

noun (surname, last name)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He's the last surviving male so it's his task to carry on the family name.

μικρό όνομα

noun (given or Christian name)

In the US "Michael" is a popular first name for boys. Most forms ask you to complete your surname followed by your first name.
Το «Μάικλ» είναι ένα δημοφιλές αγορίστικο όνομα στις Η.Π.Α.

αποκαλώ κπ με το μικρό του

transitive verb (call by given name)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In Danish schools, it is common for children to first-name their teachers.

όνομα και επώνυμο, ονοματεπώνυμο

noun (first, middle and last names)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You must always give your full name when filling out government forms. Please state your full name to the judge.
Πρέπει πάντα να δίνεις το ονοματεπώνυμό σου όταν συμπληρώνεις αιτήσεις για την κυβέρνηση. Παρακαλώ πείτε το ονοματεπώνυμό σας στον δικαστή.

όνομα και επώνυμο, ονοματεπώνυμο

noun (complete given and family names)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hispanic cultures use the mother's last name as part of the child's full name.
Οι ισπανόφωνοι πολιτισμοί συμπεριλαμβάνουν το επίθετο της μητέρας στο ονοματεπώνυμο του παιδιού.

γενικό όνομα

noun (non-brand name of a product)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χαλάω το όνομα κάποιου

verbal expression (figurative (damage [sb]'s reputation) (ανεπίσημο, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Your behaviour is giving me a bad name in the neighbourhood!

μικρό όνομα

noun (first name)

Mrs. Johnson's given name is Edith.
Το μικρό όνομα της κυρίας Τζόνσον είναι Έντιθ.

μικρά ονόματα

plural noun (first, middle names)

Mr. Wilson's given names are Howard and Nicholas.
Τα μικρά ονόματα του κύριου Γουίλσον είναι Χάουαρντ και Νίκολας.

είμαι γνωστός ως κτ

(be known as)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The criminal goes by the nickname of 'The Black Cat'.
Ο εγκληματίας είναι γνωστός με το παρατσούκλι «Η Μάυρη Γάτα».

καλό όνομα

noun (figurative (reputation)

Although they were never proven, the allegations tarnished his good name. A good name is worth more than riches.

το όνομά μου συνοδεύεται από τίτλους

verbal expression (have a qualification: MSc., etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει μπει στην καθημερινότητά μου

noun ([sth] or [sb] famous) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
All of these famous actresses are household names. The footballer David Beckham is now a household name.

κατ΄ όνομα

adverb (not in fact or in practice)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Some products promoted as green are green in name only.

στο όνομα του

preposition (for: a cause or reason)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

επώνυμο, επίθετο

noun (surname, family name)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The Royal Family's last name is Windsor.
Το επώνυμο της Βασιλικής Οικογένειας είναι Ουίνσδορ.

πατρικό

noun (woman's surname before marriage) (όνομα)

These days, a lot of women keep their maiden name after getting married.
Στις μέρες μας πολλές γυναίκες κρατάνε το πατρικό τους, αφότου παντρευτούν.

γίνομαι όνομα, γίνομαι μεγάλο όνομα

verbal expression (become famous) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
After his book was published he made a big name for himself in literary circles.

επώνυμο συζύγου, επίθετο συζύγου

noun (woman's surname after marriage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Women may be known by their married names or their maiden names.

μεσαίο όνομα

noun (second or additional given name)

I never use my middle name. His first name was Michael, but everyone called him by his middle name, John.
Ποτέ δεν χρησιμοποιώ το μεσαίο μου όνομα. Το κύριο όνομά του ήταν Μάικλ, αλλά όλοι τον φώναζαν με το μεσαίο του όνομα, δηλαδή Τζον.

ονομάζομαι

(I am called, I am known as)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My name is Joe.
Ονομάζομαι Τζόι.

δίνω όνομα, βαφτίζω

(give the same name as)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We'd like to name the baby after my mother if it's a girl.
Θα θέλαμε να δώσουμε στο μωρό το όνομα της μητέρας μου, αν είναι κορίτσι.

όνομα και διεύθυνση

plural noun (personal details)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Please give me your name and address and I will add you to the mailing list.

γιορτή

noun (day for feast of saint)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νόημα

noun (informal, figurative (aim, purpose) (καθομιλουμένη,μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
For most students, getting good grades is the name of the game. In the business world, "profit" is the name of the game.
Για τους περισσότερους σπουδαστές, ο σκοπός είναι να πάρουν καλούς βαθμούς. Στον κόσμο των επιχειρήσεων σκοπός είναι το κέρδος.

καρτελίτσα

noun (cloth label for name)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They had to sew name tags into all their clothes.

καρτελίτσα

noun (metal or leather label for name)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The staff all wore name tags.

βρισιά

noun (verbal abuse)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αναφέρω ότι έχω γνωρίσει διάσημα πρόσωπα με στόχο να εντυπωσιάσω

intransitive verb (mention famous person to impress)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αναφορά ονόματος διασήμου για εντυπωσιασμό

noun (mentioning famous person)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

όνομα οργανισμού, ονομασία οργανισμού

noun (name of a company, group)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλλιτεχνικό ψευδώνυμο

noun (writer's alias)

Writer Samuel Clemens used the pen name Mark Twain.

χαϊδευτικό

noun (affectionate nickname)

Gillian's pet name for her husband is "Sweet Pea."

τοπωνύμιο

noun (name of a location)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The study of place names is called toponymy.

με φωνάζουν

noun (what one likes to be called)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Her full name is Diana Lynn, but her preferred name is Lynn.
Το όνομά της είναι Νταϊάνα Λιν, αλλά τη φωνάζουν Λιν.

γράφω το όνομά μου με κεφαλαία, έτσι ώστε να φαίνεται ως τυπωμένο κείμενο

expression (write name without joining letters)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Please print name in full.

όνομα ολογράφως με κεφαλαία

noun (name written in block capitals)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ορθό και πλήρες ονοματεπώνυμο

noun (person's official full name)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Please use your proper legal name when filling out this form.

εμπορική επωνυμία, εμπορική ονομασία

noun (trade name, brand name)

Scotch Tape and Sellotape are both proprietary names for adhesive tape.

επιστημονικός όρος

noun (Latin term for [sth])

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The scientific name for the blackbird is Turdus merula.

καλλιτεχνικό όνομα

noun (film actor's pseudonym)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

όνομα χρήστη

noun (computing: username)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δεύτερο όνομα

noun (middle name)

Paul's second name is Ian.

καλλιτεχνικό ψευδώνυμο

noun (entertainer's pseudonym)

A lot of actors adopt stage names that are shorter than their real names.

όνομα του δρόμου

noun (name of a road)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The street names in my area are all named after famous English poets.

κοινή ονομασία

noun (drug: common name)

Pot, weed and grass are commonly used street names for marijuana.

μεταξύ άλλων

expression (some of a long list)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What lakes are in Minnesota? To name but a few, Red Lake, Gull Lake, and Lake Minnetonka.

εμπορική επωνυμία, εμπορική ονομασία

noun (brand name, proprietary name)

Prescription drugs have both trade names and generic names.

δίνω εμπορική επωνυμία σε κτ, δίνω εμπορική ονομασία σε κτ

transitive verb (give brand name to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εμπορική ονομασία, εμπορική επωνυμία

noun (title of a commercial business)

κωδικός χρήστη

noun (computing: log-in name)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I typed in my user name and password to log in.

όνομα χρήστη

noun (personal computer login or ID)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I forgot my username and password again!

η πώς τη λένε;

noun (informal (female with forgotten name) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πως τον λένε

noun (slang (man: forgotten name) (καθομιλουμένη)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
I ran into what's-his-name again this afternoon.
Ξαναπέτυχα τυχαία τον πως τον λένε το απόγευμα.

ό,τι θες

expression (anything you want)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The restaurant has sandwiches, pizza, salad, steak, you name it.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του naming στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.