Τι σημαίνει το named στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης named στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του named στο Αγγλικά.

Η λέξη named στο Αγγλικά σημαίνει αναγνωρισμένος, που ονομάζεται, που λέγεται, που τον λένε, διορίζομαι, όνομα, όνομα, όνομα, ονομάζω, ονομάζω, κατονομάζω, όνομα, όνομα, όνομα, κατ' όνομα, όνομα, επώνυμος, με όνομα, αναφέρω, προσδιορίζω, ορίζω, κατονομάζω, προαναφερθείς, παίρνω το όνομα, που αναφέρεται πρώτος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης named

αναγνωρισμένος

adjective (identified)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Contributions are accepted only from named sources.
Δεχόμαστε συνεισφορές μόνο από αναγνωρισμένες πηγές.

που ονομάζεται, που λέγεται, που τον λένε

adjective (called, having the name of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She has a boyfriend named Tom.
Έχει ένα φίλο που ονομάζεται (or: που λέγεται) Τομ.

διορίζομαι

adjective (appointed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Senator Frimbleson was named head of the Ways and Means Committee.
Ο Γερουσιαστής Φρίμπλσον διορίστηκε επικεφαλής της Επιτροπής Ways and Means.

όνομα

noun (full name)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My name is Peter Smith.
Με λένε Πίτερ Σμιθ.

όνομα

noun (first name, given name)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
What's your name?
Πώς σε λένε;

όνομα

noun (last name, surname, family name)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My professor's name is Smith.
Τον καθηγητή μου τον λένε Σμιθ.

ονομάζω

transitive verb (give a name to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you name all four members of the Beatles?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο πονηρός καλόγερος βάφτισε το κοτόπουλο «ελιά», για να μπορέσει να το φάει χωρίς να χαλάσει τη νηστεία.

ονομάζω

transitive verb (give the name of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They are going to name the baby Michael.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ονομάτισε την κόρη της Λίλιαν, σαν την ηρωίδα του αγαπημένου της μυθιστορήματος.

κατονομάζω

transitive verb (mention by name)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police report named three witnesses.
Η αναφορά της αστυνομίας ονομάτιζε τρεις μάρτυρες.

όνομα

noun (designation)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Colin wants a new name for his band.
Ο Κόλιν ψάχνει νέο όνομα για την μπάντα του.

όνομα

noun (figurative (repute) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jill is trying to make a name for herself.
Η Τζιλ προσπαθεί να φτιάξει ένα όνομα στον κλάδο της.

όνομα

noun (figurative (celebrity, famous person) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The organizers want a big name to host the banquet.
Οι διοργανωτές θέλουν ένα μεγάλο όνομα για οικοδεσπότη της δεξίωσης.

κατ' όνομα

noun (mere designation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Johnson was chairman in name only.
Ο Τζόνσον ήταν πρόεδρος μόνο κατ' όνομα (or: στα χαρτιά).

όνομα

noun (figurative (renown, reputation) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He married her for her good name and contacts.
Την παντρεύτηκε για το καλό της όνομα και τις επαφές της.

επώνυμος

noun as adjective (commerce: famous, branded)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jen likes to wear clothes from a name brand.
Η Τζεν προτιμά να φοράει ρούχα από επώνυμες φίρμες.

με όνομα

noun as adjective (bearing a name)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The cinema usher wore his name tag with pride.
Ο ταξιθέτης στον κινηματογράφο φορούσε με περηφάνια την ετικέτα του ονόματός του.

αναφέρω

transitive verb (identify)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The writer named Twain as his inspiration.
Ο συγγραφέας ανέφερε τον Τουέιν ως εμπνευστή του.

προσδιορίζω

transitive verb (specify)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Just name your price, and I'll pay it.
Απλά προσδιόρισε (or: πες) την τιμή σου και θα σε πληρώσω.

ορίζω

transitive verb (appoint)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The council named a successor.
Το συμβούλιο διόρισε διάδοχο.

κατονομάζω

transitive verb (accuse)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police have named a suspect in the case.
Η αστυνομία κατονόμασε έναν ύποπτο στην υπόθεση.

προαναφερθείς

adjective (formal, written (named previously)

(μετοχή αορίστου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. προσληφθείς, προσληφθείσα, προσληφθέν κλπ.)

παίρνω το όνομα

transitive verb (be given the same name as) (κάποιου)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I was named after my mother's best friend. I was named after my dad's favorite cousin.
Πήρα το όνομα του καλύτερου φίλου της μητέρας μου. Πήρα το όνομα του αγαπημένου εξάδελφου του πατέρα μου.

που αναφέρεται πρώτος

adjective (announced first)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του named στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.