Τι σημαίνει το necessidade στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης necessidade στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του necessidade στο πορτογαλικά.

Η λέξη necessidade στο πορτογαλικά σημαίνει αναγκαιότητα, ανάγκη, άμεση ανάγκη, ανάγκη, υποχρέωση, ανέχεια, φτώχεια, ανάγκη, ανάγκη, ανάγκη, ανάγκη για κτ, λόγος, ανάγκη, -, επιβάλλεται, βασικός, κατ'ανάγκην, από ανάγκη, αναγκαστικά, από ανάγκη, κατ' ανάγκη, Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται., φίλος που φαίνεται στην ανάγκη, φίλη που φαίνεται στην ανάγκη, επείγουσα ανάγκη, βασικά καταναλωτικά αγαθά, βασικά καταναλωτικά είδη, βασικά καταναλωτικά προϊόντα, ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης necessidade

αναγκαιότητα, ανάγκη

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O tribunal militar julgou a necessidade das ações do soldado.
Το στρατιωτικό δικαστήριο εξέτασε τη αναγκαιότητα των πράξεων του στρατιώτη.

άμεση ανάγκη

substantivo feminino

Amputar a perna do paciente era uma necessidade.
Ο ακρωτηριασμός του ποδιού του ασθενούς ήταν μια άμεση ανάγκη.

ανάγκη, υποχρέωση

(figurado) (καθομ, μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Entender de futebol americano é uma necessidade se você viver nos EUA.
Το να καταλαβαίνεις από φούτμπολ είναι απαραίτητο όταν μένεις στις ΗΠΑ.

ανέχεια, φτώχεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανάγκη

(necessário)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Comida é uma necessidade básica.
Η τροφή είναι βασική ανάγκη.

ανάγκη

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nações mais ricas vieram ajudar o país em seu momento de necessidade.
Πλουσιότερα κράτη ήρθαν να ενισχύσουν τη χώρα τη στιγμή που το είχε ανάγκη.

ανάγκη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Um senso de pertencimento é uma necessidade básica do ser humano.
Η αίσθηση του να ανήκεις είναι βασική ανθρώπινη ανάγκη.

ανάγκη για κτ

(falta)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Há a necessidade de raciocínio claro para resolver este problema. Não precisa usar este tipo de linguagem.
Για να λύσουμε αυτό το πρόβλημα έχουν ανάγκη από καθαρό μυαλό.

λόγος

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Não há necessidade de chorar, foi só uma brincadeira.

ανάγκη

substantivo feminino (dificuldade)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Por favor, ajude-nos na nossa hora de necessidade.
Βοηθήστε μας σε αυτή την ώρα ανάγκης.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Não pegue o martelo. Eu tenho uma necessidade para ele.
Μην πάρεις το σφυρί. Το χρειάζομαι.

επιβάλλεται

(imprescindível)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Σήμερα είναι must να έχεις ηλεκτρονικό υπολογιστή.

βασικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Pão e arroz são alimentos básicos.
Το ψωμί και το ρύζι είναι βασικά τρόφιμα.

κατ'ανάγκην, από ανάγκη, αναγκαστικά

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

από ανάγκη, κατ' ανάγκη

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται.

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φίλος που φαίνεται στην ανάγκη, φίλη που φαίνεται στην ανάγκη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Όταν έμεινα άστεγος, ήταν μια πραγματική φίλη που φάνηκε στην ανάγκη, αφήνοντάς με να μείνω μαζί της για ένα χρόνο.

επείγουσα ανάγκη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βασικά καταναλωτικά αγαθά, βασικά καταναλωτικά είδη, βασικά καταναλωτικά προϊόντα

(οικονομία, εμπόριο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες

expressão (dificuldade de aprendizado)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του necessidade στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.