Τι σημαίνει το nota στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης nota στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nota στο πορτογαλικά.

Η λέξη nota στο πορτογαλικά σημαίνει σημειώσεις, τόνος, νότα, σημείωση, υποσημείωση, παρατήρηση, χαρτονόμισμα, τόνος, τόνος, ύφος, νότα, μελωδία, σημείωμα, βαθμός, δολάριο, βαθμός, μορφή, οδηγίες, χαρτονόμισμα, βαθμολογία, χαρτονόμισμα, σχολιασμός, σημείωμα, Β, βήτα, ειδοποίηση, ανεπεξέργαστη βαθμολογία, ακατέργαστη βαθμολογία, λογαριασμός, σχόλιο, βάση, είδηση, γραμμάτιο, απόδειξη, Υ.Γ., υποσέλιδο, υστερόγραφο, απόδειξη, απόδειξη είσπραξης, χαρτάκι σημειώσεων, παρακολουθώ, σημειώνω κτ πρόχειρα σε κτ, σημειώνω, γράφω, ένα κάρο λεφτά, κατοστάρικο, βαθμολογημένος, αβαθμολόγητος, ταυτόσημος, με χαμηλή βαθμολογία, με χαμηλό σκορ, σημειωτέον δε, ένα γενναιόδωρο ποσό, υποσημείωση, μέσος όρος, υπόσχεση πληρωμής, νόμισμα πέντε λιρών, χαρτονόμισμα 10 δολαρίων, πεντοδόλαρο, δελτίο τύπου, καλός βαθμός, καλλωπισμός, χαρτονόμισμα εκατό δολαρίων, υπόσχεση πληρωμής, παραπομπή, απόδειξη πωλήσεων, χαρτονόμισμα των δέκα δολαρίων, πιστωτικό τιμολόγιο, χρεωστικό σημείωμα, υποσχετική, υψηλή βαθμολογία, φορτωτική, χαρτονόμισμα μίας αγγλικής λίρας, υποσχετική επιστολή, απόδειξη, απόδειξη, νότα οξύτερη κατά ένα ημιτόνιο, νότα υψωμένη κατά ένα ημιτόνιο, ευχαριστήριο σημείωμα, μουσική νότα, τιμολόγιο, δίνω βάση σε κτ, δίνω προσοχή σε κτ, τραγουδάω φάλτσα, φαλτσάρω, γίνεται χαμός, γίνεται πανικός, κόβω βαθμό, κάτω από τη βάση, νόμισμα πέντε δολαρίων, δεκάρικο, κρατώ σημείωση για κάτι, βασικός τόνος κλίμακας, προσθήκη, χαμηλός βαθμός, κακός βαθμός, βαθμολογώ, εικοσάρικο, βαθμολογώ, εικοσάλιρο, περνάω, περνώ, δολάριο, ελάσσονα, πεντοδόλαρο, χαρτονόμισμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης nota

σημειώσεις

(apontamento)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Não tinha nenhum texto preparado, somente as notas que usou durante o discurso.
Δεν είχε προετοιμάσει κείμενο, μόνο σημειώσεις που συμβουλευόταν κατά τη διάρκεια του λόγου του.

τόνος

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O flautista tocou uma nota doce.
Ο φλαουτίστας έπαιξε έναν γλυκό τόνο.

νότα

substantivo feminino (nota musical)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Siga as notas da música! Não tente adivinhar!
Ακολουθήστε τις νότες στην παρτιτούρα! Μη μαντεύετε!

σημείωση, υποσημείωση

substantivo feminino (de pé de página)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Você leu a nota no fim da página?
Διάβασες την υποσημείωση στο τέλος της σελίδας;

παρατήρηση

substantivo feminino (pequeno artigo acadêmico)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O professor Jones escreveu uma breve nota sobre os hábitos de acasalamento das corujas-das-torres.
Ο καθηγητής Τζόουνς έχει γράψει μια σύντομη παρατήρηση για τις συνήθειες ζευγαρώματος των πεπλογλαυκών.

χαρτονόμισμα

(dinheiro)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Você tem troco para uma nota de vinte libras?
Έχεις ρέστα από χαρτονόμισμα των είκοσι λιρών;

τόνος

substantivo feminino (musical)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Atenção à nota e pare de mudar a tonalidade, por favor.
Μείνε στον τόνο σου και σταμάτα να αλλάζεις κλειδί, σε παρακαλώ.

τόνος, ύφος

substantivo feminino (tom)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

νότα

substantivo feminino (característica no gosto, cheiro) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μελωδία

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σημείωμα

(pequena mensagem)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Escrevi um bilhete para ele sobre a hora da reunião e deixei-o em sua mesa.
Του έγραψα ένα σημείωμα με την ώρα της συνάντησης και το άφησα στο γραφείο του.

βαθμός

substantivo feminino (escola) (αξιολόγηση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
No exame, ele recebeu nota "B+".
Ο βαθμός του στο διαγώνισμα ήταν Β+.

δολάριο

substantivo feminino (de dinheiro) (ΗΠΑ, χαρτονόμισμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βαθμός

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ele recebeu uma nota baixa em Espanhol.
Πήρε χαμηλό βαθμό στα ισπανικά.

μορφή

substantivo feminino (μουσική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O guitarrista praticou a nota até executá-la direito.

οδηγίες

substantivo feminino (explicação em prova)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

χαρτονόμισμα

substantivo feminino (dinheiro)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tenho três cédulas de vinte dólares.
Έχω τρία χαρτονομίσματα των είκοσι δολαρίων.

βαθμολογία

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sally tirou as maiores notas em sua turma.
Η Σάλλυ είχες τις υψηλότερες βαθμολογίες στις εξετάσεις.

χαρτονόμισμα

substantivo feminino (dinheiro)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σχολιασμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σημείωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Β, βήτα

(nota de escola)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Eu tirei três As e um B nesse semestre.
Είχα τρία άλφα και ένα βήτα αυτό το τρίμηνο.

ειδοποίηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανεπεξέργαστη βαθμολογία, ακατέργαστη βαθμολογία

(resultado real de teste)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λογαριασμός

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Os comensais pediram a conta.
Οι πελάτες του εστιατορίου ζήτησαν τον λογαριασμό.

σχόλιο

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βάση

substantivo feminino (sem honras especiais)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A irmã dela conseguiu um diploma de mérito, mas ele só conseguiu a aprovação.

είδηση

substantivo feminino (παίρνω είδηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Os estranhos hábitos do cavalheiro foram alvo de muita atenção em nossa pequena aldeia.

γραμμάτιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

απόδειξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Larry pagou pelas compras e o caixa lhe deu um recibo.
Ο Λάρι πλήρωσε για τα ψώνια του και ο ταμίας του έδωσε την απόδειξη.

Υ.Γ.

(συντομογραφία: υστερόγραφο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

υποσέλιδο

(texto no pé da página)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υστερόγραφο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

απόδειξη

(για ιδιώτη πελάτη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απόδειξη είσπραξης

(prova detalhada da compra)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χαρτάκι σημειώσεων

(estrangeirismo, papel autocolante)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

παρακολουθώ

(BRA) (πρόοδο, εξέλιξη, πορεία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Escreva tudo que você alcançou a cada dia, já que é importante registrar.
Σημείωνε τι καταφέρνεις καθημερινά, γιατί είναι σημαντικό να παρακολουθείς την πρόοδό σου.

σημειώνω κτ πρόχειρα σε κτ

(informal: escrever)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu anotei o telefone dele num pedaço de papel.
Σημείωσα πρόχειρα το τηλέφωνό του σε ένα κομμάτι χαρτί.

σημειώνω, γράφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A policial anotou o nome o endereço dele e disse para ele não sair da cidade.
Ο αστυνομικός σημείωσε το όνομα και τη διεύθυνσή του και του είπε να μην φύγει από την πόλη.

ένα κάρο λεφτά

(αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατοστάρικο

(informal, BRA) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Você troca um cenzinho?
Μπορείς να μου χαλάσεις ένα κατοστάρικο;

βαθμολογημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αβαθμολόγητος

locução adjetiva (trabalho acadêmico) (εργασία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ταυτόσημος

(diplomacia)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με χαμηλή βαθμολογία, με χαμηλό σκορ

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σημειωτέον δε

(observe bem)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ένα γενναιόδωρο ποσό

expressão (gíria)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υποσημείωση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A nota de rodapé diz que o dinheiro foi encontrado posteriormente.

μέσος όρος

(abrev. de)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

υπόσχεση πληρωμής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

νόμισμα πέντε λιρών

(dinheiro (gíria)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαρτονόμισμα 10 δολαρίων

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πεντοδόλαρο

substantivo feminino (χαρτονόμισμα των 5 δολαρίων)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δελτίο τύπου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Jenkins autorizou um comunicado à imprensa negando a veracidade dos rumores.
Ο Τζένκινς ενέκρινε ένα δελτίο τύπου, όπου αρνήθηκε την εγκυρότητα των διαδόσεων.

καλός βαθμός

substantivo feminino (num exame, numa prova)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καλλωπισμός

(μουσική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χαρτονόμισμα εκατό δολαρίων

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπόσχεση πληρωμής

(nota promissória)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παραπομπή

substantivo feminino (indicando uma nota de rodapé, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απόδειξη πωλήσεων

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χαρτονόμισμα των δέκα δολαρίων

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πιστωτικό τιμολόγιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χρεωστικό σημείωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υποσχετική

(nota de crédito)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

υψηλή βαθμολογία

substantivo feminino (εξέταση)

φορτωτική

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χαρτονόμισμα μίας αγγλικής λίρας

(dinheiro em espécie: uma libra esterlina)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υποσχετική επιστολή

(documento legalmente obrigando alguém a comprar algo)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

απόδειξη

(έγγραφο εξόφλησης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απόδειξη

(έγγραφο εξόφλησης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νότα οξύτερη κατά ένα ημιτόνιο, νότα υψωμένη κατά ένα ημιτόνιο

(música) (μουσική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ευχαριστήριο σημείωμα

(carta expressando gratidão)

μουσική νότα

substantivo feminino

τιμολόγιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δίνω βάση σε κτ, δίνω προσοχή σε κτ

(prestar atenção)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τραγουδάω φάλτσα, φαλτσάρω

(nota errada)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γίνεται χαμός, γίνεται πανικός

(nota de 20 dólares) (μτφ, αργκό)

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
Ανυπομονώ να έρθει το Σαββατοκύριακο, θα γίνει χαμός!

κόβω βαθμό

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο καθηγητής μου έκοψε βαθμούς επειδή έγραψα λάθος πολλές λέξεις.

κάτω από τη βάση

(nota)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Uma nota abaixo da média significa que você terá que repetir o curso.
Αν πάρεις κάτω από τη βάση, σημαίνει ότι πρέπει να επαναλάβεις το μάθημα.

νόμισμα πέντε δολαρίων

(dinheiro (gíria)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεκάρικο

(καθομ: χαρτονόμισμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κρατώ σημείωση για κάτι

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

βασικός τόνος κλίμακας

(música) (μουσική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Όταν ακούσετε τη μελωδία θα πρέπει να μπορέσετε να ακούσετε τον βασικό τόνο της κλίμακας.

προσθήκη

substantivo feminino (em um artigo de jornal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χαμηλός βαθμός, κακός βαθμός

substantivo feminino (συχνά στον πληθυντικό)

βαθμολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A professora deu nota às provas dos alunos.
Ο καθηγητής βαθμολόγησε τα διαγωνίσματα των φοιτητών.

εικοσάρικο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A mala estava cheia de notas de vinte.
Η βαλίτσα ήταν γεμάτη εικοσάρικα.

βαθμολογώ

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O professor deu notas aos ensaios dos estudantes com as notas que eles tinham ganhado.
Ο δάσκαλος βαθμολόγησε τις εκθέσεις των μαθητών.

εικοσάλιρο

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Paul pegou uma nota de vinte emprestada de sua mãe.

περνάω, περνώ

(sucesso nos exames)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele alcançou dez notas altas nas provas.
Πέρασε δέκα μαθήματα στις εξετάσεις

δολάριο

substantivo feminino (χαρτονόμισμα του ενός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ela tinha três notas de um dólar e uma de cinco na carteira.

ελάσσονα

substantivo feminino (música)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πεντοδόλαρο

(gíria, arcaico)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sara deu uma nota de cinco dólares para o atendente.

χαρτονόμισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O monopolista industrial acendia seus charutos com notas de dólares.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nota στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.