Τι σημαίνει το notwithstanding στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης notwithstanding στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του notwithstanding στο Αγγλικά.

Η λέξη notwithstanding στο Αγγλικά σημαίνει παρά, παρόλα αυτά, παρ' όλα αυτά, παρά το ότι, παρά το γεγονός ότι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης notwithstanding

παρά

preposition (formal (despite)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Notwithstanding the new health care law, Peter didn't buy insurance because he didn't think he would get sick.
Παρά τον νέο νόμο ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ο Πήτερ δεν αγόρασε ασφάλεια γιατί δεν πίστευε πως θα αρρώσταινε.

παρόλα αυτά, παρ' όλα αυτά

adverb (formal (despite this)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
It rained all day; notwithstanding, Rachel went out without a coat.
Έβρεχε όλη τη μέρα. Ωστόσο, η Ρέιτσελ βγήκε έξω χωρίς παλτό.

παρά το ότι, παρά το γεγονός ότι

conjunction (formal (although)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Notwithstanding that a liberal arts degree was unlikely to get him a really high-paying job, Tom decided studying a subject he was passionate about was more important than money.
Παρά το γεγονός ότι ένα πτυχίο στις θεωρητικές επιστήμες ήταν απίθανο να του αποφέρει μια υψηλά αμειβόμενη εργασία, ο Τομ αποφάσισε πως το να σπουδάσει κάτι με το οποίο ήταν παθιασμένος ήταν πιο σημαντικό από τα χρήματα.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του notwithstanding στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.