Τι σημαίνει το novel στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης novel στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του novel στο Αγγλικά.

Η λέξη novel στο Αγγλικά σημαίνει μυθιστόρημα, καινοτόμος, μυθιστόρημα πολλών συγγραφέων που γράφουν διαδοχικά από ένα κεφάλαιο, αστυνομικό μυθιστόρημα, αστυνομικό μυθιστόρημα, ερωτικό μυθιστόρημα, μυθηστόρημα σε μορφή κόμικ, αφήγημα σε μορφή κόμικ, ιστορικό μυθιστόρημα, βιβλίο τρόμου, νέος κορονοϊός, νέος κορωνοϊός, πρωτότυπη ιδέα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης novel

μυθιστόρημα

noun (fictional writing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My brother is writing his first novel.
Ο αδερφός μου γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα.

καινοτόμος

adjective (new, different) (πρωτότυπος, διαφορετικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We all liked John's novel solution to the problem.
Σε όλους μας άρεσε η καινοτόμα λύση που έδωσε ο Τζον στο πρόβλημα.

μυθιστόρημα πολλών συγγραφέων που γράφουν διαδοχικά από ένα κεφάλαιο

noun (story authored collectively)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αστυνομικό μυθιστόρημα

noun (fiction about detectives)

αστυνομικό μυθιστόρημα

noun (book: crime fiction)

I love to read detective novels, especially those old ones by Agatha Christie.
Λατρεύω τα αστυνομικά μυθιστορήματα, ειδικά τα παλιά της Αγκάθα Κρίστι.

ερωτικό μυθιστόρημα

noun (sexually arousing fiction)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
One person's erotic novel is another person's pornography.

μυθηστόρημα σε μορφή κόμικ, αφήγημα σε μορφή κόμικ

noun (comic book)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιστορικό μυθιστόρημα

noun (book of fiction set in a past era)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Writing a decent historical novel requires a great deal of research.

βιβλίο τρόμου

noun (scary, gory novel)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

νέος κορονοϊός, νέος κορωνοϊός

noun (new strain of disease-causing virus)

πρωτότυπη ιδέα

noun (original or clever suggestion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Watch TV tonight? Well, that's a novel idea.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του novel στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του novel

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.