Τι σημαίνει το novato στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης novato στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του novato στο πορτογαλικά.

Η λέξη novato στο πορτογαλικά σημαίνει αρχάριος, νέος, καινούριος, πρωτοετής στρατιωτικής σχολής, πρωτάρης, πρωτάρα, άπειρος, αμάθητος, άμαθος, αρχάριος, αρχάρια, νεοπροσληφθείς, μέδεν, αρχάριος, αρχάριος, άπειρος, μαθητής πρώτης τάξης, μαθήτρια πρώτης τάξης, καινούριος, νέος, αρχάριος, νέος, καινούριος, μαθητευόμενος, αρχάριος, μαθητής της πρώτης τάξης, μαθήτρια της πρώτης τάξης, πρωτοετής, αρχάριος, που κάνει κτ για πρώτη φορά, νέος, πρωτοετής, νέος, καινούριος, αρχάριος, πρωτοετής, που είναι στην πρώτη τάξη, πρωτοετής, νεός, καινούριος, ξέρω από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης novato

αρχάριος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Este curso foi concebido para principiantes (or: iniciantes) - é muito fácil.

νέος, καινούριος

substantivo masculino (informal)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

πρωτοετής στρατιωτικής σχολής

substantivo masculino

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πρωτάρης, πρωτάρα

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

άπειρος, αμάθητος, άμαθος

adjetivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αρχάριος, αρχάρια

(σε κάτι)

νεοπροσληφθείς

(μετοχή αορίστου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. προσληφθείς, προσληφθείσα, προσληφθέν κλπ.)
Vejo que há um novato em Compras.
Είδα ότι υπάρχει ένας νέος υπάλληλος (or: νέος εργαζόμενος) στο τμήμα αγορών.

μέδεν

substantivo masculino (άλογο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
O cavalo era novato e não recebeu muitas apostas em sua primeira corrida.

αρχάριος

substantivo masculino (principiante)

Δεν έχει κάνει ποτέ πριν παρόμοια δουλειά. Είναι εντελώς αρχάριος.

αρχάριος, άπειρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μαθητής πρώτης τάξης, μαθήτρια πρώτης τάξης

substantivo masculino (estudante) (1η λυκείου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καινούριος, νέος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αρχάριος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

νέος, καινούριος

(BRA, esporte: jogador, primeiro ano)

Ο καινούριος έφτιαξε όνομα στο χτεσινοβραδινό παιχνίδι.

μαθητευόμενος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αρχάριος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Será difícil acabar o projeto agora, trabalhando com um bando de pessoas inexperientes.

μαθητής της πρώτης τάξης, μαθήτρια της πρώτης τάξης

substantivo masculino

Ela tentou ser líder de torcida quando era caloura.

πρωτοετής

substantivo masculino (estudante do 1o. ano)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

αρχάριος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

που κάνει κτ για πρώτη φορά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νέος

adjetivo (novo num emprego)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O novo prefeito tinha um trabalho difícil pela frente.
Ο νέος δήμαρχος είχε δύσκολη δουλειά μπροστά του.

πρωτοετής

substantivo masculino (πανεπιστήμιο)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Os calouros desse ano vieram de muitas universidades diferentes.
Αυτή τη χρονιά οι πρωτοετείς κατάγονται από μια πλειάδα διαφορετικών χωρών.

νέος, καινούριος, αρχάριος

substantivo masculino (sem experiência)

Πήρε ένα μάτσο ψάρια σε μια εύκολη ανάβαση το απόγευμα.

πρωτοετής

substantivo masculino

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A senadora caloura já tem seu nome nas notícias.
Η πρωτοετής γερουσιαστής ήδη είναι γνωστή στα μέσα.

που είναι στην πρώτη τάξη

(μαθητής)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρωτοετής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Atletas calouros podem fazer testes para os times amadores das universidades.
Οι πρωτοετείς αθλητές μπορούν να δοκιμάσουν να μπουν στις μικρές ομάδες του πανεπιστημίου.

νεός, καινούριος

adjetivo (inexperiente)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ele é novo neste trabalho, mas vai melhorar com o tempo.

ξέρω από κτ

expressão

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του novato στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.