Τι σημαίνει το novia στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης novia στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του novia στο ισπανικά.

Η λέξη novia στο ισπανικά σημαίνει κορίτσι, νύφη, αγαπημένη, αρραβωνιαστικιά, φιλενάδα, αρραβωνιαστικιά, μέλλουσα σύζυγος, νιόπαντρος, κοπέλα, κοπελιά, φιλενάδα, -, μέλλουσα νύφη, φίλος, γαμπρός, καλός, αγαπητικός, φίλος, γαμπρός, γαμπρός, αρραβωνιαστικός, μέλλων σύζυγος, μελλοντικός σύζυγος, άντρας, άνδρας, γυψοφίλη, νυφικός, η φιλενάδα ενός γκάνγκστερ, γαμπρός και νύφη, νυφικό, νύφη κατά παραγγελία, μητέρα της νύφης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης novia

κορίτσι

nombre femenino (συνήθως σε νεαρές ηλικίες)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Todavía no conoces a mi novia? Llevamos dos años juntos.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είδες γκόμενα ο Γιώργος;

νύφη

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La novia estaba radiante con su vestido de encaje.
Η νύφη έλαμπε στο δαντελένιο της νυφικό.

αγαπημένη

αρραβωνιαστικιά

nombre femenino (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φιλενάδα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi tío va a traer a su nueva novia a la fiesta.

αρραβωνιαστικιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi hermano me presentó a su prometida, Liz.
Ο αδερφός μου μού σύστησε την αρραβωνιαστικιά του, τη Λιζ.

μέλλουσα σύζυγος

νιόπαντρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El recién casado les mostró con orgullo a sus compañeros de trabajo algunas fotos de su nueva esposa.

κοπέλα, κοπελιά, φιλενάδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Era la chica de Juan, pero se separaron.
Ήταν η κοπελιά του Jake αλλά χώρισαν.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μέλλουσα νύφη

La futura esposa se pasó medio día laboral planeando su boda en secreto.

φίλος

nombre masculino (μτφ: ερωτικός σύντροφος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Julie y su novio han estado saliendo por dos años.
Η Τζούλι και ο σύντροφός της βγαίνουν εδώ και δύο χρόνια.

γαμπρός

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El novio es casi 20 años mayor que la novia.
Ο γαμπρός είναι περίπου 20 χρόνια μεγαλύτερος από τη νύφη.

καλός, αγαπητικός

(παλαιό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Parece que Helena tiene un nuevo novio, hoy la va a llevar al cine.

φίλος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Grace, ¿tienes novio?

γαμπρός

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γαμπρός

nombre masculino (boda)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El novio se paró al final del altar, esperando a la novia.

αρραβωνιαστικός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El prometido de Irene se llama Eric.
Ο αρραβωνιαστικός της Αϊρήν λέγεται Έρικ.

μέλλων σύζυγος, μελλοντικός σύζυγος

Joan se niega a mudarse con su prometido hasta que estén casados.

άντρας, άνδρας

(coloquial) (κυριολεκτικά: σύζυγος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
¿Ya tienes chico o sigues sola?
Βρήκες άντρα ή είσαι ακόμα μόνη σου;

γυψοφίλη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νυφικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

η φιλενάδα ενός γκάνγκστερ

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γαμπρός και νύφη

(boda)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bañaron a los novios en confeti cuando salían de la iglesia.

νυφικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νύφη κατά παραγγελία

(μειωτικό)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μητέρα της νύφης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La madre de la novia vestía de morado.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του novia στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.