Τι σημαίνει το now στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης now στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του now στο Αγγλικά.

Η λέξη now στο Αγγλικά σημαίνει τώρα, τώρα, τώρα, τώρα, τώρα, σήμερα, λοιπόν, τώρα που, τώρα, σήμερα, τώρα, πλέον, τωρινός, σημερινός, τώρα, Και τώρα, Και τώρα, από μέρα σε μέρα, όπου να'ναι, ανά πάσα στιγμή, από στιγμή σε στιγμή, από δω και πέρα, μέχρι στιγμής, μέχρι τώρα, μέχρι τώρα, από τώρα μέχρι τότε, μέχρι τώρα, ως τώρα, γεια σου για τώρα, γεια σου προς το παρόν, ακόμα και τώρα, πότε πότε, καμιά φορά, περιστασιακά, πού και πού, πότε πότε, προσωρινά, προς το παρόν, από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα, Αντίο για τώρα, εδώ και τώρα, παρούσα κατάσταση, εδώ και τώρα, Έλα τώρα!, μόλις τώρα, αυτή τη στιγμή, μερικές φορές, που και που, για πάντα, πού και πού, πότε πότε, μια στο τόσο, τώρα ή ποτέ, ή τώρα ή ποτέ, τώρα που, όπου να' ναι, τώρα, ακριβώς τώρα, μέχρι τώρα, έως τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης now

τώρα

adverb (at present)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Steve does not have a job now.
Ο Στιβ είναι άνεργος τώρα.

τώρα

adverb (at this moment)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It is now eight o'clock.
Τώρα είναι οχτώ η ώρα.

τώρα

adverb (immediately)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We are leaving now.
Φεύγουμε τώρα.

τώρα

noun (present time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Now is the moment to take action.
Τώρα είναι η στιγμή που πρέπει να δράσουμε.

τώρα, σήμερα

noun (present moment)

The leaders' attention is focused in the now.
Οι προσοχή των ηγετών επικεντρώνεται στο τώρα (or: παρόν).

λοιπόν

adverb (introducing a statement)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Now, don't you think I'm right?
Λοιπόν, δεν πιστεύεις ότι έχω δίκιο;

τώρα που

conjunction (since at present)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Now you are a famous singer, everyone wants to be your friend. Now that Sally is here, the meeting can begin.
Τώρα που είσαι διάσημος τραγουδιστής, όλοι θέλουν να γίνουν φίλοι σου.

τώρα, σήμερα

adverb (nowadays)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Now, unlike in past times, children don't obey their parents.
Σήμερα, σε αντίθεση με παλιά, τα παιδιά δεν υπακούν τους γονείς τους.

τώρα, πλέον

adverb (consequently)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I understand now why you don't want to meet him.
Καταλαβαίνω πλέον γιατί δεν θέλεις να τον γνωρίσεις.

τωρινός, σημερινός

adjective (informal (current)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The now generation is self-absorbed.

τώρα

adverb (intensifier) (εμφατικός τύπος)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Now behave yourselves!
Καθίστε φρόνιμα. Τώρα!

Και τώρα

interjection (next)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"And now," said the magician, "I will make a rabbit appear from this empty hat!"

Και τώρα

interjection (presenting [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"And now for our flagship product," said the salesman, moving on to the next slide.

από μέρα σε μέρα

adverb (informal (some time soon)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I'm expecting the book I ordered to come any day now.

όπου να'ναι, ανά πάσα στιγμή, από στιγμή σε στιγμή

adverb (at any moment)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We'll be ready to leave any time now, as soon as my husband finds his glasses.

από δω και πέρα

adverb (from this moment onwards)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
As of now, you are no longer welcome in my house.
Στο εξής δεν είσαι πλέον ευπρόσδεκτος στο σπίτι μου.

μέχρι στιγμής, μέχρι τώρα

adverb (at this moment)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
As of now, we have collected nearly 80% of the funds we need to complete the project.
Μέχρι στιγμής έχουμε μαζέψει σχεδόν το 80% των κονδυλίων που χρειαζόμαστε για να ολοκληρώσουμε το έργο.

μέχρι τώρα

adverb (previously)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Before now, I had never really been in love!
Μέχρι τώρα δεν είχα ερωτευτεί ποτέ αληθινά!

από τώρα μέχρι τότε

adverb (from now until a future time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You'd better do a lot of work between now and then.

μέχρι τώρα, ως τώρα

adverb (before this moment)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
My guests should have arrived by now – dinner's getting cold.
Οι καλεσμένοι θα έπρεπε να έχουν έλθει ως τώρα. Τo φαγητό κρυώνει.

γεια σου για τώρα, γεια σου προς το παρόν

interjection (informal (see you soon)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's getting late and we have a full day planned for tomorrow, so let's say bye for now.

ακόμα και τώρα

adverb (still, continuing in the present)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Even now there are people who believe the moon landing was a hoax.

πότε πότε, καμιά φορά, περιστασιακά

adverb (occasionally)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I love a take-away curry every now and again.

πού και πού, πότε πότε

expression (informal (occasionally)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Every now and then, a stray cat comes into our yard.
Πότε πότε έρχονται στην αυλή μας αδέσποτες γάτες.

προσωρινά, προς το παρόν

adverb (temporarily, for the moment)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
For now, we'll just have to make do with the car we've got.
Προς το παρόν θα πρέπει να τα βγάλουμε πέρα με το αυτοκίνητο που έχουμε.

από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα

adverb (starting from this moment)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
From now on I expect you to call me when you're going to be late.
Από εδώ και στο εξής (or: από εδώ και πέρα) περιμένω να μου τηλεφωνείς όταν πρόκειται να αργήσεις.

Αντίο για τώρα

interjection (see you soon)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We'll talk again next week so goodbye for now.

εδώ και τώρα, παρούσα κατάσταση

noun (present situation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Stop worrying so much about the future - live for the here and now!

εδώ και τώρα

adverb (in this place and time)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Forget about long-term solutions - I want to know what can be done about the problem here and now.

Έλα τώρα!

interjection (expressing an objection)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Hey now, don't you think that's a little unfair?

μόλις τώρα

adverb (informal (a moment ago)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Colin was here just now – perhaps he's gone to get something from his office.

αυτή τη στιγμή

adverb (informal (at this moment)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I'm busy just now – could you possibly come back later?

μερικές φορές, που και που

adverb (occasionally)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Now and again I forget who I'm talking to and call him by his first name.

για πάντα

adverb (for eternity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My darling, I love you now and forever.

πού και πού, πότε πότε, μια στο τόσο

adverb (occasionally)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
My grandpa drinks a pint now and then. We go out for dinner now and then, but not very often.
Ο παππούς μου πίνει που και που μια μεγάλη μπύρα. Βγαίνουμε έξω για φαγητό μια στο τόσο, αλλά όχι πολύ συχνά.

τώρα ή ποτέ, ή τώρα ή ποτέ

expression (final chance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You have to decide, it's now or never if you want to go to the concert.

τώρα που

adverb (because at present)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Now that you're finally back home, you can finish your chores. Now that spring has come, I can plant my garden.

όπου να' ναι

adverb (US, informal (at almost exactly this moment)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
She phones every day at the same time; in fact, she should be phoning right about now.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μην κλαις, όπου να' ναι θα έρθει η μαμά.

τώρα, ακριβώς τώρα

adverb (at this precise moment)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You will do your homework right now!
Θα κάνεις τα μαθήματά σου τώρα!

μέχρι τώρα, έως τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής

adverb (informal (up to the present moment)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I haven't had a good reason to go there till now.

μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής

adverb (up to the present moment)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'd never considered that perspective until now.

μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής

adverb (thus far, to this point in time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Up to now, I have been successful in my career. No news up to now.
Μέχρι τώρα (or: Μέχρι στιγμής) ήμουν επιτυχημένος στην καριέρα μου. Κανένα νέο ως τώρα.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του now στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του now

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.