Τι σημαίνει το present στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης present στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του present στο Αγγλικά.

Η λέξη present στο Αγγλικά σημαίνει δώρο, ενεστώτας, παρόν, παρών, παραβρίσκομαι σε κτ, τρέχων, παρών, συστήνω, συστήνω, απονέμω, απονέμω, που τριγυρίζει, υπάρχω, παρουσιάζω, παρουσιάζω, παρουσιάζω, εκθέτω, προσκομίζω, υποβάλλω, προσφέρω, προσφέρω, παρουσιάζω, παρουσιάζω, τώρα, επί του παρόντος, για την ώρα σήμερα, τώρα, επί του παρόντος, για την ώρα σήμερα, χριστουγεννιάτικο δώρο, που υπάρχει πάντα, μετοχή ενεστώτα, τρέχουσα εργασία, τρέχουσα απασχόληση, εξακολουθητικός ενεστώτας, το σήμερα, του σήμερα, μετοχή ενεστώτα, παρακείμενος, παρακείμενος, ενεστώτας διαρκείας, ενεστώτας, ενεστώτας, τρέχουσα αξία, παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, συστήνομαι, μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης present

δώρο

noun (gift)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The birthday present was just what she wanted.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Του έφερε πεσκέσι σπιτική πίτα.

ενεστώτας

noun (grammar: tense) (γραμματική: χρόνος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
This paragraph is in past tense, but that paragraph is all in present.

παρόν

noun (current time)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Try to stop worrying about tomorrow and keep your thoughts in the present.
Προσπάθησε να μην ανησυχείς για το αύριο και περιόρισε τις σκέψεις σου στο παρόν.

παρών

adjective (in attendance)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
The company director thanked all those present for making the conference a success.

παραβρίσκομαι σε κτ

verbal expression (attend)

It is essential that the entire team be present at this meeting.

τρέχων, παρών

noun as adjective (moment, time: current)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
At the present moment, we don't need anything.
Την παρούσα στιγμή δεν χρειαζόμαστε τίποτα.

συστήνω

transitive verb (person: introduce)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dad, allow me to present my boss, Mr. Smith.
Μπαμπά, επίτρεψέ μου να σου συστήσω το αφεντικό μου, τον κύριο Σμιθ.

συστήνω

(formal (person: introduce to [sb]) (κάποιον σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Governor, may I present to you Mr Johnson?
Κύριε Κυβερνήτη, να σας συστήσω τον κύριο Τζόνσον;

απονέμω

transitive verb (confer, give)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The previous year's winner presented the award.
Ο περσινός νικητής απένειμε το βραβείο.

απονέμω

(confer, give to) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It gives me great pleasure to present this award to you.
Με μεγάλη μου χαρά σας απονέμω αυτό το βραβείο.

που τριγυρίζει

adjective (in mind)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
With the failures of past governors constantly present in his mind, the politician vowed to do better.

υπάρχω

(existing now)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Wild buffalo are no longer present in North America.
Δεν υπάρχουν πια άγρια βουβάλια στη Βόρεια Αμερική.

παρουσιάζω

transitive verb (show: stage, put on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We now present our musical extravaganza!

παρουσιάζω

transitive verb (plan, idea: introduce)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Allow me to present my findings.

παρουσιάζω, εκθέτω

transitive verb (put on display)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The museum plans to present the new statue as part of an upcoming exhibit.

προσκομίζω

transitive verb (invoice)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The vendor presents his invoice weekly.

υποβάλλω

transitive verb (law: charges)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The district attorney presented charges of assault.

προσφέρω

transitive verb (give) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
For his years of service, they presented him with a gold watch.

προσφέρω

(give as a gift) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They presented a bouquet of flowers to the winner.

παρουσιάζω

(plan, idea: introduce) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He presented his plan to increase sales to his co-workers.

παρουσιάζω

(perform for [sb]) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We are proud to present the play "Hamlet" to you tonight.

τώρα, επί του παρόντος, για την ώρα σήμερα

adverb (currently)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
At present, there are six students enrolled in the phonetics course.
Επί του παρόντος, έξι σπουδαστές είναι εγγεγραμμένοι στο μάθημα φωνητικής.

τώρα, επί του παρόντος, για την ώρα σήμερα

adverb (now, currently)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
At the present time, there are many migrating birds here.

χριστουγεννιάτικο δώρο

noun (festive gift)

The family spent Christmas Eve wrapping their Christmas presents.

που υπάρχει πάντα

adjective (always existing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μετοχή ενεστώτα

noun (written, abbreviation (present participle)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τρέχουσα εργασία, τρέχουσα απασχόληση

noun (written (current job)

Please state your present appointment and the institution at which you are currently based.

εξακολουθητικός ενεστώτας

noun (grammar: current progressive tense)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
"I am writing a sentence" is an example of the present continuous tense.
«Ι am writing a sentence» είναι ένα παράδειγμα πρότασης σε εξακολουθητικό ενεστώτα.

το σήμερα

noun (modern age)

The historian was only interested in the past and not at all in tune with the present day.

του σήμερα

noun as adjective (of, in the modern age)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Present-day medicine uses a lot of sophisticated equipment.

μετοχή ενεστώτα

noun (grammar: -ing form of a verb) (γραμματική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The present participle of "run" is "running."

παρακείμενος

noun (tense: have been doing, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The present perfect is used for situations that began in the past and have continued until the present.
Ο παρακείμενος χρησιμοποιείται για πράξεις που ξεκίνησαν στο παρελθόν και συνεχίζονται μέχρι το παρόν.

παρακείμενος

noun (grammar: have been doing, etc.) (γραμματική, χρόνος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In this exercise, students have to decide whether to use the present perfect tense or the past simple tense.

ενεστώτας διαρκείας

(linguistics)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ενεστώτας

noun (grammar: indicative tense) (γραμματική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The present simple is one of the first tenses which students are taught when they are learning English.

ενεστώτας

noun (grammar) (γραμματική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In this lesson, the students learn how to use the present tense.

τρέχουσα αξία

noun (current monetary worth)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The present value of many homes has dropped considerably during the housing bust.

παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι

verbal expression (give an appearance or impression)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Graham likes to present himself as a highly educated person.

παρουσιάζομαι, συστήνομαι

verbal expression (introduce yourself)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Make sure that you present yourself with confidence.
Βεβαιώσου ότι θα συστηθείς με αυτοπεποίθηση.

μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής

adverb (until now)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I've worked for six weeks but haven't been paid up to the present.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του present στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του present

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.