Τι σημαίνει το object to στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης object to στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του object to στο Αγγλικά.

Η λέξη object to στο Αγγλικά σημαίνει αντικείμενο, πράγμα, σκοπός, στόχος, αντικείμενο, ενίσταμαι, διαφωνώ με κτ, αντιδρώ σε κτ, διαφωνώ με κτ, αντιδρώ σε κτ, διαφωνώ με το να κάνω κτ, αντιδρώ στο να κάνω κτ, διαφωνώ λέγοντας ότι/πως, αντιδρώ λέγοντας ότι/πως, αντικείμενο, θέμα, αντικείμενο, άμεσο αντικείμενο, αντωνυμία σε θέση άμεσου αντικειμένου, αυτός που τον κοροϊδεύουν, φυσικό αντικείμενο, έμμεσο αντικείμενο, αντωνυμία που χρησιμοποιείται ως έμμεσο αντικείμενο, χαρακτηριστικό παράδειγμα, μάθημα με εποπτικά μέσα, αντωνυμία ως αντικείμενο, αντικείμενο του σεξ, ούφο, άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης object to

αντικείμενο, πράγμα

noun (physical thing, item)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There are a number of objects lying on the floor.
Αρκετά αντικείμενα κείτονται στο πάτωμα.

σκοπός, στόχος

noun (goal, objective)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Henry's object is to become CEO by the time he's thirty-five.
Ο σκοπό του Χένρυ είναι να γίνει CEO μέχρι τα τριανταπέντε του.

αντικείμενο

noun (complement of a verb) (γραμματική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Transitive verbs take an object.
Τα μεταβατικά ρήματα παίρνουν αντικείμενο.

ενίσταμαι

intransitive verb (disapprove) (λόγιος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You want to build a road through the nature reserve? Well, I object!
Θέλεις να ανοίξεις δρόμο μέσα από το καταφύγιο άγριας ζωής; Λοιπόν, ενίσταμαι!

διαφωνώ με κτ, αντιδρώ σε κτ

(disagree with)

Ann objected to Ben's participation in the project.
Η Ανν διαφωνούσε με τη συμμετοχή του Μπεν στο πρότζεκτ.

διαφωνώ με κτ, αντιδρώ σε κτ

(oppose)

Helen objects to the plan for a new road.
Η Έλεν διαφωνεί με το σχέδιο για έναν νέο δρόμο.

διαφωνώ με το να κάνω κτ, αντιδρώ στο να κάνω κτ

verbal expression (be opposed to, disagree with [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The worker objected to having to work late since he wouldn't get paid for the extra hours.
Ο εργάτης διαφώνησε με το να δουλεύει μέχρι αργά γιατί δε θα πληρωνόταν υπερωρίες.

διαφωνώ λέγοντας ότι/πως, αντιδρώ λέγοντας ότι/πως

transitive verb (with clause: state disapproval)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Peter and Mary objected that John had cheated.
Ο Πήτερ και η Μαίρη διαφώνησαν λέγοντας πως ο Τζον είχε αντιγράψει.

αντικείμενο, θέμα

noun (subject of discussion)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The object of this discussion is Alan's performance at school this year.

αντικείμενο

noun (focus of interest)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
David's dog is the object of his affections.

άμεσο αντικείμενο

noun (grammar) (γραμματική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The direct object comes immediately after the verb.

αντωνυμία σε θέση άμεσου αντικειμένου

noun (grammar: type of object)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
"It" can be a direct object pronoun in English.

αυτός που τον κοροϊδεύουν

noun (source of mockery)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φυσικό αντικείμενο

noun (art: [sth] not usually used for art)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Duchamp's urinal is a classic example of the artistic use of found objects.

έμμεσο αντικείμενο

noun (noun or pronoun indirectly affected by a verb)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In the sentence "I gave John the book", John is the indirect object of the verb.

αντωνυμία που χρησιμοποιείται ως έμμεσο αντικείμενο

noun (grammar: type of object)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
"Her" is the indirect object pronoun in the sentence "I bought a plate for her."

χαρακτηριστικό παράδειγμα, μάθημα με εποπτικά μέσα

noun (demonstration, practical example)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His recent car accident provided him with an object lesson in the importance of safe driving.

αντωνυμία ως αντικείμενο

pronoun (grammar: type of object)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
"Him" can function as an object pronoun in English.

αντικείμενο του σεξ

noun (figurative ([sb] valued only for their attractiveness)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I'm sick and tired of you treating me like some kind of sex object.

ούφο

noun (informal, initialism (unidentified flying object) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Roger claims that he once saw a UFO just above the horizon. There have been sightings of UFOs for decades.

άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο

noun (UFO, flying saucer) (ΑΤΙΑ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του object to στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.