Τι σημαίνει το mind στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mind στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mind στο Αγγλικά.

Η λέξη mind στο Αγγλικά σημαίνει μυαλό, λογικά, με πειράζει, με ενοχλεί, κοιτάω, κάνω, προσέχω, φροντίζω, προσέχω, με πειράζει, με ενοχλεί, πνεύμα, μυαλό, μυαλό, μυαλό, γνώμη, άποψη, μυαλό, ακούω, έχω το νου μου, ακούω, προσοχή σε, προσέχω, φυλάσσω, επιβλέπω, με νοιάζει, με απασχολεί, με ενδιαφέρει, με ενοχλεί, με εκνευρίζει, προσέχω, προσέχω κάποιον, έχω βαρεθεί τη ζωή μου, έχω στο νου μου, έχοντας υπόψη, έχοντας κατά νου, τα χάνω, μένω με το στόμα ανοιχτό, αποπροσανατολίζω, εντυπωσιάζω, φέρνω κπ/κτ στο μυαλό μου, υπενθυμίζω, νοοτροπία, θυμάμαι, αλλαγή γνώμης, αλλάζω γνώμη, στενομυαλιά, έρχομαι στο μυαλό/στη μνήμη, περνώ από το μυαλό, βγάζω από το μυαλό, σπάω τα νεύρα σε κπ, βγάζω κπ εκτός εαυτού, τρελαίνω, φτιάχνω, ανάβω, ψυχική κατάσταση, βγάλε κτ/κπ από το μυαλό σου, τα λέω ένα χεράκι σε κπ, τρελαίνομαι, τρελαίνομαι από κτ, κάνω του κεφαλιού μου, σκέφτομαι να κάνω κτ, έχω κάπιον/κάτι στο μυαλό μου, λογική, οξύνοια, δεν έχω πρόβλημα, δεν με νοιάζει, δεν με πειράζει, δεν έχω πρόβλημα, -, στο μυαλό, στο μυαλό, στη φαντασία, που είναι στα συγκαλά σου, που έχει τα μυαλά στο κεφάλι του, ανήσυχο πνεύμα, ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, Είναι όλα στο μυαλό, Είναι της φαντασίας μου, είμαι ανοιχτόμυαλος, έχω στον νου μου, έχω στο νου μου κπ για κτ, δεδομένου, ξέρω τι θέλω, αποφασίζω, σπαζοκεφαλιά, παιχνίδια του μυαλού, πρόσεχε!, κπ που διαβάζει τη σκέψη, τηλεπάθεια, προσοχή στο κενό, να ξέρεις, να ξέρεις όμως, πρόσεξε πώς συμπεριφέρεσαι, κοίτα τη δουλειά σου, κοιτάω τη δουλειά μου, προσέχω τους τρόπους μου, περίπλοκος, που επηρεάζει τις αισθήσεις, που αλλοιώνει τις αισθήσεις, απίστευτος, παραισθησιογόνος, περίπλοκος, εκπληκτικός, εντυπωσιακός, παραισθησιογόνος, πολύ βαρετός, φαντασία, νοοτροπία, δεν πειράζει, δεν στενοχωριέμαι για κτ/κπ, δε με πειράζει, δε με νοιάζει, έτοιμος είμαι, που έχουν την ίδια άποψη, που σκέφτονται το ίδιο, που έχει σώας τας φρένας, της ίδιας γνώμης, της ίδιας άποψης, μη έχων σώας τας φρένας, σκέφτομαι, με απασχολεί κτ, Τι σκέφτεσαι;, κολλημένο μυαλό, ανοιχτό μυαλό, γίνομαι δεκτικός σε κτ, μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονούνται, τρελαίνομαι, ανησυχώ για κάτι, δε δίνω σημασία σε κπ/κτ, έχω το κεφάλι μου ήσυχο, αυτοκυριαρχία, αυτοσυγκράτηση, διαβάζω τη σκέψη κάποιου, αρρωστημένο μυαλό, μου διαφεύγει, διαύγεια πνεύματος, λέω αυτό που σκέφτομαι, ψυχική κατάσταση, δεν μπορώ να βγάλω κτ από το μυαλό μου, αποσπώ κπ από κτ, νοοτροπία, ασυνείδητο, παραφροσύνη, φρενοβλάβεια, τρέλα, έχοντας αυτό κατά νου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mind

μυαλό

noun (brain)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The mind can perceive what the eyes cannot see.
Ο νους αντιλαμβάνεται πράγματα που τα μάτια δεν βλέπουν.

λογικά

noun (sanity) (πνευματική υγεία)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
He must have lost his mind!
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η αγκαλιά σου, μάγισσα, το νου μου έχει πάρει.

με πειράζει, με ενοχλεί

intransitive verb (care, object)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I'd like to sit here. Do you mind?
Θα ήθελα να καθίσω εδώ. Έχεις πρόβλημα;

κοιτάω, κάνω

transitive verb (attend to) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mind your own business and don't tell others what to do.
Κοίτα (or: Ασχολήσου με) τη δουλειά σου και μη σε νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι.

προσέχω, φροντίζω

transitive verb (child, pet: care, supervise) (φροντίζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My sister minds the kids for me while I'm working.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχε το νου σου στα παιδιά όσο θα λείπω.

προσέχω

transitive verb (pay attention)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mind your manners when you go to the dinner party.
Να προσέχεις τους τρόπους σου όταν πας στο δείπνο.

με πειράζει, με ενοχλεί

transitive verb (object to) (να κάνω κάτι)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Do you mind having to babysit for your brothers so often?
Σε πειράζει (or: Έχεις πρόβλημα) που πρέπει να προσέχεις τα αδέρφια σου τόσο συχνά;

πνεύμα, μυαλό

noun (spirit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In old age, the mind is often willing when the body isn't.
Στα γεράματα, συχνά το πνεύμα (or: το μυαλό) θέλει, αλλά το σώμα δεν μπορεί.

μυαλό

noun (intellect)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He has a quick mind.
Έχει γρήγορη σκέψη.

μυαλό

noun (person: intelligent) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She is one of the best minds in the business.
Είναι ένα από τα καλύτερα μυαλά της επιχείρησης.

γνώμη, άποψη

noun (opinion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Don't change your mind about this issue, please.
Μην αλλάξεις γνώμη γι' αυτό το θέμα, σε παρακαλώ.

μυαλό

noun (attention)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His mind was not on the lost keys and he forgot all about them.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πού έχεις το μυαλό σου;

ακούω

intransitive verb (obey) (μτφ, καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He's always in trouble and doesn't mind.
Μπλέκει πάντα σε μπελάδες και δεν ακούει (or: υπακούει).

έχω το νου μου

intransitive verb (be careful)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Please mind when you are crossing the road.
Σε παρακαλώ πρόσεχε (or: έχε το νου σου) όταν περνάς το δρόμο.

ακούω

transitive verb (heed, obey) (μτφ, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mind your mother and clean your room.
Άκου (or: Υπάκουσε) τη μητέρα σου και πήγαινε να καθαρίσεις το δωμάτιό σου.

προσοχή σε

transitive verb (watch out)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Mind the slippery steps.
Πρόσεξε τα σκαλοπάτια, γιατί γλιστράνε.

προσέχω, φυλάσσω, επιβλέπω

transitive verb (watch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Would you mind the shop for me?
Θα έχεις το νου σου στο μαγαζί μου;

με νοιάζει, με απασχολεί, με ενδιαφέρει

transitive verb (care about)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I don't mind the other commuters' rudeness.
Δεν ασχολούμαι με (or: νοιάζομαι για) την αγένεια των άλλων επιβατών.

με ενοχλεί, με εκνευρίζει

transitive verb (be disturbed by)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I very much mind the intrusions of government.
Μου τη δίνουν οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης.

προσέχω

phrasal verb, intransitive (UK (be careful)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προσέχω κάποιον

(UK (pay attention to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω βαρεθεί τη ζωή μου

verbal expression (figurative, informal (be extremely bored) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω στο νου μου

verbal expression (consider, take into account)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Bear in mind that we already have an enormous sum invested in the project.
Έχε στο νου σου ότι έχουμε ήδη επενδύσει ένα τεράστιο ποσό στο έργο.

έχοντας υπόψη, έχοντας κατά νου

conjunction (considering that)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That is a great score, bearing in mind that you just started studying yesterday.

τα χάνω, μένω με το στόμα ανοιχτό

verbal expression (slang (astound [sb]) (μτφ: εκπλήσσομαι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When I heard about the revolutionary new cancer treatment, it blew my mind. Wait until you see the final scene of the movie--it's going to blow your mind!

αποπροσανατολίζω

verbal expression (slang (drugs: disorient, overwhelm [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εντυπωσιάζω

verbal expression (be bewildering, amazing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φέρνω κπ/κτ στο μυαλό μου

verbal expression (recall)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The smell of bread baking brings to mind the years I spent in boarding school.

υπενθυμίζω

verbal expression (remind)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Your story calls to mind the day I wore my evening gown to a staff meeting.

νοοτροπία

noun (way of thinking)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His cast of mind always leads to extreme opinions.

θυμάμαι

verbal expression (recall the past)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αλλαγή γνώμης

noun (reversal of decision)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She's had a change of mind and now says she won't marry me.

αλλάζω γνώμη

verbal expression (reverse your decision)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I changed my mind and decided to go to the party after all.

στενομυαλιά

noun (not accepting new ideas)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His closed mind will not allow him to even think about it.

έρχομαι στο μυαλό/στη μνήμη

verbal expression (be recalled)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He tried to solve the problem by brainstorming, jotting down the first thing that came to mind.

περνώ από το μυαλό

verbal expression (occur to you, enter your thoughts)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't tell me a wicked thought has never crossed your mind.

βγάζω από το μυαλό

verbal expression (give no more thought to [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I quickly dismissed the idea from my mind.
Πολύ γρήγορα έβγαλα την ιδέα από το μυαλό μου.

σπάω τα νεύρα σε κπ, βγάζω κπ εκτός εαυτού

verbal expression (figurative, informal (annoy) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The baby's constant crying drove James out of his mind.

τρελαίνω, φτιάχνω, ανάβω

verbal expression (figurative, informal (arouse sexually) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Watching you sunbathe used to drive me out of my mind.

ψυχική κατάσταση

noun (mental state)

When he's in a good frame of mind he's very polite.

βγάλε κτ/κπ από το μυαλό σου

verbal expression (stop thinking about [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I know it was a tough breakup, but you need to get it out of your mind.

τα λέω ένα χεράκι σε κπ

verbal expression (scold harshly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρελαίνομαι

verbal expression (figurative, informal (become insane) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I will go out of my mind if that loud music continues!

τρελαίνομαι από κτ

verbal expression (figurative, informal (become extremely anxious, worried) (μεταφορικά)

When Becky didn't come home that night, her mother went out of her mind with worry.

κάνω του κεφαλιού μου

verbal expression (figurative ([sth] inanimate: malfunction) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My hair has a mind of its own today.

σκέφτομαι να κάνω κτ

verbal expression (think about doing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I have a mind to tell your parents about what you've been doing.

έχω κάπιον/κάτι στο μυαλό μου

verbal expression (think of [sth/sb] in particular)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λογική, οξύνοια

noun (sanity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Meditation can be useful to maintain a healthy mind.

δεν έχω πρόβλημα, δεν με νοιάζει

interjection (informal (I have no preference)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
"We can go to the cinema or ten-pin bowling. What do you want to do?" "I don't mind."
«Μπορούμε να πάμε σινεμά ή για μπόουλινγκ με δέκα κορίνες. Τι προτιμάς να κάνουμε;» «Δεν έχω πρόβλημα (or: δεν με νοιάζει).»

δεν με πειράζει, δεν έχω πρόβλημα

interjection (informal (I am not upset)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I don't mind if you sit beside me.
Δεν με πειράζει να κάτσεις δίπλα μου.

-

adverb (under consideration)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Keep in mind that the biology exam's tomorrow and you've yet to study for it.
Να θυμάσαι ότι αύριο είναι το διαγώνισμα βιολογίας και ακόμα δεν έχεις διαβάσει.

στο μυαλό

adverb (mentally)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
This kind of ill-treatment leaves a lasting impression in the mind.

στο μυαλό, στη φαντασία

adverb (imaginary)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I wish you'd stop worrying about ghosts – they're all in the mind, you know.

που είναι στα συγκαλά σου, που έχει τα μυαλά στο κεφάλι του

adjective (sane) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nobody in their right mind would drive a motorcycle without wearing a helmet.

ανήσυχο πνεύμα

noun (intellectual curiosity) (μεταφορικά)

ενδιαφέρουσα προσωπικότητα

noun (figurative, usually plural (interested person)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Είναι όλα στο μυαλό, Είναι της φαντασίας μου

expression (It is imaginary.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Some people believe they have been cured by faith-healers, but it's all in the mind.

είμαι ανοιχτόμυαλος

verbal expression (be willing to consider new ideas)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

έχω στον νου μου

verbal expression (remember [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Now, keep in mind that in May of 1929 the stock market hadn't crashed yet.
Mην ξεχνάτε, λοιπόν, ότι τον Μάιο του 1929 δεν είχε συμβεί ακόμα το κραχ του χρηματιστηρίου.

έχω στο νου μου κπ για κτ

verbal expression (consider [sb] for [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you ever need a cleaner, keep me in mind.

δεδομένου

conjunction (considering, remembering)

Keeping in mind the limited time we've had, I think we've done quite well.

ξέρω τι θέλω

verbal expression (be confident)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποφασίζω

verbal expression (informal (decide)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Are you coming with me or not? Make up your mind!
Θα έρθεις μαζί μου ή όχι; Αποφάσισε!

σπαζοκεφαλιά

noun (slang ([sth] that affects way of thinking)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παιχνίδια του μυαλού

plural noun (colloquial (psychological manipulation)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πρόσεχε!

interjection (UK (be careful)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

κπ που διαβάζει τη σκέψη

noun (psychic)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The magician claims to be a mind reader, but actually it is just a clever trick.

τηλεπάθεια

noun (telepathy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My cousin believes he can use mind reading to understand the thoughts of his pet dog.

προσοχή στο κενό

interjection (London underground safety announcement)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

να ξέρεις, να ξέρεις όμως

interjection (informal (although, having said that)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The meal was fantastic -- expensive, mind you! He can be very disorganized. Mind you, I'm no better.
Το φαγητό ήταν καταπληκτικό - ακριβό όμως, να ξέρεις! Μπορεί να είναι πολύ ανοργάνωτος. Να ξέρεις όμως ότι ούτε εγώ είμαι καλύτερος.

πρόσεξε πώς συμπεριφέρεσαι

interjection (informal (behave yourself)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοίτα τη δουλειά σου

interjection (informal (the matter doesn't concern you) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's nothing to do with you; mind your own business!

κοιτάω τη δουλειά μου

verbal expression (informal (look after what does concern you) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you mind your own business, you won't get in as much trouble.
Αν κοιτάς τη δουλειά σου, δεν θα μπλέκεις τόσο πολύ.

προσέχω τους τρόπους μου

verbal expression (informal (show good manners)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περίπλοκος

adjective (difficult to understand)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που επηρεάζει τις αισθήσεις, που αλλοιώνει τις αισθήσεις

adjective (consciousness altering)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απίστευτος

adjective (almost unbelievable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παραισθησιογόνος

adjective (slang (drug: hallucinogenic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

περίπλοκος

adjective (informal (complicated)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εκπληκτικός, εντυπωσιακός

adjective (informal (overwhelming)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παραισθησιογόνος

adjective (drug, etc.: hallucinatory)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολύ βαρετός

adjective (very boring)

φαντασία

noun (imagination)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In my mind's eye, I can picture the big house that I will live in one day.

νοοτροπία

noun (attitude, mentality)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You need a positive mindset to overcome these obstacles.
Χρειάζεσαι θετική νοοτροπία για να ξεπεράσεις αυτά τα εμπόδια.

δεν πειράζει

interjection (informal (It doesn't matter)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Dinner is ruined!" "Never mind. We'll get takeaway." "Do you still need a ride?" "No, never mind. I'll take the bus."
«Το δείπνο καταστράφηκε!» «Δεν πειράζει. Θα πάρουμε απέξω.»

δεν στενοχωριέμαι για κτ/κπ

verbal expression (informal (pay no attention to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Never mind the spilled tea; I'll just wipe it up and pour you another cup.
Μη σκας για το τσάι που χύθηκε· απλά σκούπισέ το και βάλε άλλο.

δε με πειράζει

verbal expression (not upset)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I thought Dave might be upset that we didn't invite him, but he didn't mind.

δε με νοιάζει

verbal expression (no preference)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I don't mind which day we go to the cinema as I'm free all week.

έτοιμος είμαι

adjective (disposed to do [sth]) (καθομιλουμένη)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I'm of a mind to give you a spanking!
Έτοιμος είμαι να σου δώσω ένα χέρι ξύλο!

που έχουν την ίδια άποψη, που σκέφτονται το ίδιο

adjective (having similar opinions)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm glad to know that we are of like mind on this topic.

που έχει σώας τας φρένας

adjective (sane)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Being of sound mind, I hereby bequeath all my possessions to my husband and daughter.

της ίδιας γνώμης, της ίδιας άποψης

adjective (having a similar opinion)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
We've reached a consensus. The whole committee is of the same mind on this issue.

μη έχων σώας τας φρένας

adjective (not rational or sane)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His lawyers are pleading 'not guilty', on account of him being of unsound mind.

σκέφτομαι

expression (in thoughts)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This matter has been very much on my mind lately.

με απασχολεί κτ

expression (be a concern)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Heather's health has been on my mind a lot recently.

Τι σκέφτεσαι;

interjection (what are you thinking?)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κολλημένο μυαλό

noun (figurative, informal (mental focus on one thing only)

ανοιχτό μυαλό

noun (receptive attitude) (μεταφορικά)

I'm trying to keep an open mind about the issue.
Προσπαθώ να αντιμετωπίσω το θέμα αυτό με ανοιχτό μυαλό.

γίνομαι δεκτικός σε κτ

verbal expression (accept possibility)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Immersing yourself in a different culture can open your mind to new ways of thinking.
Εάν εντρυφήσεις σε ένα διαφορετικό πολιτισμό, θα ανακαλύψεις νέους τρόπους σκέψης.

μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονούνται

expression (people forget quickly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρελαίνομαι

verbal expression (figurative, informal (be irrational, crazy)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανησυχώ για κάτι

verbal expression (figurative, informal (be extremely anxious, worried)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δε δίνω σημασία σε κπ/κτ

verbal expression (informal (ignore or disregard [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The deer was a good distance away and paid us no mind.

έχω το κεφάλι μου ήσυχο

noun (reassurance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Having their house insured gave them security and peace of mind.

αυτοκυριαρχία, αυτοσυγκράτηση

noun (composure, clarity of thought)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Firefighters must possess presence of mind when dealing with dangerous situations. Not everyone has the presence of mind to comprehend complex, abstract ideas.
Οι πυροσβέστες πρέπει να έχουν αυτοκυριαρχία όταν αντιμετωπίζουν επικίνδυνες καταστάσεις.

διαβάζω τη σκέψη κάποιου

verbal expression (figurative (guess [sb]'s intentions correctly) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You must have read my mind; this report is exactly what I would have written.
Πρέπει να διάβασες την σκέψη μου, αυτή η αναφορά είναι ακριβώς ό,τι θα έγραφα κι εγώ.

αρρωστημένο μυαλό

noun (unhealthy mental state)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μου διαφεύγει

verbal expression (be forgotten)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I missed the meeting; it slipped my mind.
Δεν πήγα στη συνάντηση. Το ξέχασα τελείως.

διαύγεια πνεύματος

noun (sanity)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
All we can hope for as we grow older is a sound mind in a healthy body.

λέω αυτό που σκέφτομαι

verbal expression (give one's frank opinion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ψυχική κατάσταση

noun (mental condition, mood)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His current state of mind seems confused.
Η τωρινή του ψυχική κατάσταση φαίνεται διαταραγμένη.

δεν μπορώ να βγάλω κτ από το μυαλό μου

verbal expression (informal, figurative (remain in your thoughts or memory)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποσπώ κπ από κτ

verbal expression (informal (distract [sb] from thinking about [sth])

νοοτροπία

noun (inclination, bent)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He's of a generally pessimistic turn of mind.

ασυνείδητο

noun (mental processes of which one is unaware)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Many have tried hypnosis to reveal the secrets hidden in the unconscious mind.

παραφροσύνη, φρενοβλάβεια, τρέλα

noun (insanity, mental instability)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He was accused of taking advantage of someone with an unsound mind.

έχοντας αυτό κατά νου

adverb (taking this into consideration)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mind στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του mind

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.