Τι σημαίνει το question στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης question στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του question στο Αγγλικά.
Η λέξη question στο Αγγλικά σημαίνει ερώτηση, απορία, ζήτημα, θέμα, ζήτημα, θέμα, ανακρίνω, αμφισβητώ, ερώτηση, ερώτημα, πρόταση, θέμα, ζήτημα, ερώτημα, ρωτάω, ρωτώ, ρωτάω, ρωτώ, αμφισβητώ, κάνω μία ερώτηση, κάνω μια ερώτηση σε κπ, θέτω το ερώτημα, θεωρώ κτ δεδομένο, πέραν αμφιβολίας, ερώτηση για επιπλέον βαθμούς, αμφιβάλλω, έχω αμφιβολίες, έχω ενδοιασμούς, φλέγον θέμα, φλέγον ζήτημα, κρίσιμη ερώτηση, αμφισβητώ, κλειστή ερώτηση, εξετάζω κπ κατ' αντιπαράσταση, ευθεία ερώτηση, συμπληρωματική ερώτηση, καλή ερώτηση, καλή ερώτηση, σε απάντηση της ερώτησης σου, υπό συζήτηση, υπό αμφισβήτηση, ερώτηση που υπαινίσσεται την απάντηση, ανοιχτή ερώτηση, αναπάντητο ερώτημα, αποκλείεται, θέμα υπό συζήτηση, κάνω πρόταση γάμου, κάνω μια ερώτηση, θέτω το ερώτημα, υπό συζήτηση θέμα, ερωτηματικό, ερωτηματικό, νομικό ζήτημα, ερώτηση ηχώ, συνεδρία ερωταπαντήσεων, θέτω ένα ερώτημα, θέτω μια ερώτηση, θέτω το ζήτημα, θέτω το ερώτημα, ρητορική ερώτηση, εν λόγω θέμα, ερώτηση ηχώ, δεν υπάρχει αμφιβολία, δεν υπάρχει αμφιβολία, ερώτηση παγίδα, ερώτηση που απαντάται μονολεκτικά με ναι ή όχι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης question
ερώτηση, απορίαnoun (query) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I have a question about the procedure. Έχω μια ερώτηση (or: απορία) σχετικά με τη διαδικασία. |
ζήτημα, θέμαnoun (matter, doubt) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There are three questions that need to be resolved. Υπάρχουν τρία ζητήματα (or: θέματα) που πρέπει να διευθετηθούν. |
ζήτημα, θέμαnoun (function of, matter of) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The completion date was a question of time and money. Η ημερομηνία ολοκλήρωσης ήταν ζήτημα (or: θέμα) χρόνου και χρήματος. |
ανακρίνωtransitive verb (interrogate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The police questioned the suspect for five hours. Η αστυνομία ανέκρινε τον ύποπτο για πέντε ώρες. |
αμφισβητώtransitive verb (doubt) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He questioned the usefulness of the rule, but never asked anybody about it. Αμφισβητούσε τη χρησιμότητα του κανονισμού, αλλά δεν ρώτησε ποτέ κανέναν γι'αυτό. |
ερώτησηnoun (interrogative sentence) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Is that a statement or a question? |
ερώτημαnoun (problem) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Should I go or not? That is the question. Να πάω ή όχι; Ιδού η απορία. |
πρότασηnoun (proposition) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The question will be the subject of a vote at the town meeting. |
θέμα, ζήτημαnoun (subject of dispute) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The question of regional autonomy has never been resolved. |
ερώτημαnoun (law: controversy) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The question before the court today is whether habeas corpus applies here. |
ρωτάω, ρωτώintransitive verb (ask questions) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) You are free to question and dispute, but nothing will change as a result. |
ρωτάω, ρωτώtransitive verb (inquire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I questioned the actor for hours about his profession. |
αμφισβητώtransitive verb (challenge) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) In some countries one can be imprisoned for questioning authority. |
κάνω μία ερώτησηverbal expression (make enquiry) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The teacher said to her students, "If you don't understand the material, please ask a question!". |
κάνω μια ερώτηση σε κπverbal expression (want to know [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) My young daughter asks me a lot of questions. |
θέτω το ερώτημαverbal expression (invite obvious question) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θεωρώ κτ δεδομένοverbal expression (assume truth of argument) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πέραν αμφιβολίαςadjective (certain) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) His integrity is beyond question. |
ερώτηση για επιπλέον βαθμούςnoun (quiz question worth extra points) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αμφιβάλλω, έχω αμφιβολίες, έχω ενδοιασμούςtransitive verb (cast doubt on) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φλέγον θέμα, φλέγον ζήτημαnoun (urgent matter for discussion) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κρίσιμη ερώτησηnoun (question needing an urgent answer) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I have a burning question. I need to know when you saw him last. |
αμφισβητώverbal expression (cast doubt on [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κλειστή ερώτησηnoun (enquiry eliciting "yes" or "no") (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εξετάζω κπ κατ' αντιπαράστασηtransitive verb (law: interrogate witness) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ευθεία ερώτησηnoun (interrogative sentence) (ερωτηματική πρόταση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A question mark always comes at the end of a direct question. |
συμπληρωματική ερώτησηnoun (additional enquiry) |
καλή ερώτησηnoun (pertinent or insightful enquiry) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Should you give money to beggars? That is a good question. |
καλή ερώτησηinterjection (expressing [sth] not yet considered) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Do I love her enough to marry her? - good question! |
σε απάντηση της ερώτησης σουexpression (in reply to you) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) In answer to your question, no, he's not married. |
υπό συζήτησηadverb (being considered or discussed) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The judge noted that the legal precedent in question was quite tenuous. |
υπό αμφισβήτησηadverb (being disputed) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The legality of assisted suicide is in question in many countries. |
ερώτηση που υπαινίσσεται την απάντησηnoun (question that suggests answer) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανοιχτή ερώτησηnoun (question: invites long answer) (τύπος ερώτησης) When interviewing someone, it is better to ask open questions which encourage them to talk about themselves. |
αναπάντητο ερώτημαnoun (question: no decisive answer) How the project was going to be paid for remained an open question that needed an answer before voters would approve it. |
αποκλείεταιadjective (not possible or permitted) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) It is out of the question for a twelve year old to go to a night club! |
θέμα υπό συζήτησηnoun (issue being discussed) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Could we please return to the point in question? |
κάνω πρόταση γάμουverbal expression (slang (propose marriage to [sb]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) When will he ever pop the question? They've been dating for so long. |
κάνω μια ερώτησηverbal expression (ask [sth], make an enquiry) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) One of the reporters posed a question about the Prime Minister's reaction to recent events in Spain. |
θέτω το ερώτημαverbal expression (raise an issue) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) This defeat poses a question about the team's ability to defend. Μετά από αυτή την ήττα τίθεται το ερώτημα αν η ομάδα είναι ικανή να παίξει άμυνα. |
υπό συζήτηση θέμαnoun (matter being discussed) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) That's good to know … but the question at issue is entirely different. |
ερωτηματικόnoun (interrogative punctuation symbol) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A written sentence that is a question must end with a question mark. |
ερωτηματικόnoun (figurative (element of doubt) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There's a question mark over his ability to manage the team. |
νομικό ζήτημαnoun ([sth] subject to legal interpretation) |
ερώτηση ηχώnoun (interrogative ending to a sentence) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
συνεδρία ερωταπαντήσεωνnoun (conference) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The presentation will be followed by a question-and-answer session. |
θέτω ένα ερώτημα, θέτω μια ερώτησηverbal expression (ask [sth], enquire) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mark raised a difficult question during the meeting and nobody wanted to answer it. |
θέτω το ζήτημα, θέτω το ερώτημαverbal expression (pose an issue) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The report raises the question of how to deal with the unemployed. |
ρητορική ερώτησηnoun (statement in form of a question) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εν λόγω θέμαnoun (matter under discussion) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ερώτηση ηχώnoun (interrogative ending to a sentence) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δεν υπάρχει αμφιβολίαinterjection (it is indisputable) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He's an evil man; there is no question. |
δεν υπάρχει αμφιβολία(it is indisputable that) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) There's no question many citizens resent paying taxes. |
ερώτηση παγίδαnoun ([sth] asked to mislead or incriminate [sb]) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ερώτηση που απαντάται μονολεκτικά με ναι ή όχιnoun (only two possible answers) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του question στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του question
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.