Τι σημαίνει το observar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης observar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του observar στο ισπανικά.

Η λέξη observar στο ισπανικά σημαίνει παρατηρώ, παρακολουθώ, παρατηρώ, σημειώνω, τηρώ, παρακολουθώ, παρατηρώ, παρακολουθώ, παρατηρώ, παρακολουθώ, παρατηρώ, κόβω, παρακολουθώ, κοιτάζω, που παρακολουθεί, που παρατηρεί, ελέγχω, παρακολουθώ, αντικρίζω, κοιτάζω, παρακολουθώ, εξετάζω, αναλύω, παρατηρώ, παρακολουθώ, έχω το νου μου σε κτ/κπ, παρατηρώ, σημειώνω, παρατηρώ τα ουράνια σώματα, παρατηρώ, παρατηρώ τους ανθρώπους, παρατηρώ τον κόσμο, παρατηρώ πουλιά, κοιτάζω από μέσα, παρατηρώ, σχολιάζω, παρατηρώ τα πουλιά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης observar

παρατηρώ, παρακολουθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Observé a un hombre caminando por la calle.
Παρακολουθούσα έναν άνδρα να περπατά στο δρόμο.

παρατηρώ, σημειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
«Eso fue muy valiente», observó John.
«Ήταν πολύ θαρραλέο,» παρατήρησε ο Τζον.

τηρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Todos deben observar la ley.

παρακολουθώ, παρατηρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mary solo está aquí para observar.
Η Μαίρη είναι εδώ απλώς για να παρακολουθήσει.

παρακολουθώ

(paciente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La doctora tuvo bajo observación a la paciente durante 24 horas para asegurarse de que se hubiera curado.
Η γιατρός παρακολούθησε τον ασθενής της για εικοσιτέσσερις ώρες για να βεβαιωθεί πως είχε γίνει καλά.

παρατηρώ, παρακολουθώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρατηρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Observó sus movimientos con interés.
Παρατηρούσε τις κινήσεις της με ενδιαφέρον.

κόβω

(καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La madre de Judy observó su falda y frunció el entrecejo.

παρακολουθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El supervisor está observando nuestro progreso.

κοιτάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él la observaba desde el lado opuesto del salón, haciendo que se sintiera nerviosa.
Την έκοψε από την άλλη άκρη του δωματίου, δημιουργώντας της νευρικότητα.

που παρακολουθεί, που παρατηρεί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los corredores del maratón fueron alentados por la multitud que observaba.

ελέγχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estoy vigilando su trabajo para asegurarme de que lo está haciendo correctamente.

παρακολουθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vio la pelea en el parque.
Κοιτούσε (or: έβλεπε) τον καυγά στο πάρκο.

αντικρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estábamos asombrados cuando miramos las Montañas Rocosas por primera vez.
Νιώσαμε δέος όταν για πρώτη φορά αντικρίσαμε τα Βραχώδη Όρη.

κοιτάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El escultor contempló su última creación con orgullo.
Ο γλύπτης κοίταξε την τελευταία δημιουργία του με περηφάνια.

παρακολουθώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Frank prefería mirar, no participar.
Ο Φρανκ προτιμά να κοιτάει (or: βλέπει) παρά να συμμετέχει.

εξετάζω, αναλύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El detective trató de analizar todos los hechos.

παρατηρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Miró su cara durante un rato y después sonrió.
Περιεργάστηκε το πρόσωπό του για πολύ ώρα και μετά χαμογέλασε.

παρακολουθώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mientras mi padre nos enseñaba a nadar, mi madre miraba desde la orilla.
Την ώρα που ο πατέρας μου με μάθαινε να κολυμπάω, η μητέρα μου παρακολουθούσε απ' την ακτή.

έχω το νου μου σε κτ/κπ

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Debes vigilar que no haya serpientes cuando camines por estas montañas.
Όταν περπατάς σ' αυτούς τους λόφους, πρέπει να έχεις το νου σου στα φίδια.

παρατηρώ, σημειώνω

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Helen observó que llegaron tarde.
Η Έλεν παρατηρεί πως έχουν αργήσει.

παρατηρώ τα ουράνια σώματα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρατηρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρατηρώ τους ανθρώπους, παρατηρώ τον κόσμο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Suelo sentarme en la terraza de este bar y aprovecho para observar a la gente. Me gusta observar cómo pasa la vida. Se aprende mucho observando.

παρατηρώ πουλιά

locución verbal (ως χόμπυ)

κοιτάζω από μέσα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La ventana estaba abierta, desde adentro pude observar cuando se marchaba.

παρατηρώ, σχολιάζω

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Andrew destacó que sólo quería ayudar.
Ο Άντριου επισήμανε ότι προσπάθησε μονάχα να βοηθήσει.

παρατηρώ τα πουλιά

locución verbal (ornitología)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Todos los años, Allison va a Canadá a observar y estudiar los pájaros.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του observar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.