Τι σημαίνει το considerar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης considerar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του considerar στο ισπανικά.

Η λέξη considerar στο ισπανικά σημαίνει σκέφτομαι, σκέφτομαι, αναλογίζομαι, θεωρώ ότι κπ είναι κτ, θεωρώ ότι κτ/κπ είναι, θεωρώ πως κτ/κπ είναι, θεωρώ ότι κπ/κτ είναι κτ, σκέφτομαι, αναλογίζομαι, θεωρώ, θεωρώ, θεωρώ, θεωρώ, βλέπω, σκέφτομαι, κρίνω, θεωρώ, θεωρώ, θεωρώ, αναλογίζομαι, δεύτερη σκέψη, σκέφτομαι, ζυγίζω, βλέπω, σκέφτομαι, σκέφτομαι, ακούω, σκέφτομαι, σκέφτομαι, μελετάω, μελετώ, σκέφτομαι, θεωρώ, σκέφτομαι να κάνω κάτι, σκοπεύω να κάνω κάτι, το σκέφτομαι, βλέπω, βάζω, έχω, βλέπω, πιστεύω, θεωρώ, λαμβάνω υπόψη, συζητώ, κουβεντιάζω, λέω, λαμβάνω υπόψη, σκέφτομαι, εκτιμώ, σέβομαι, συνυπολογίζω, συζητάω, συζητώ, κουβεντιάζω, συζητώ, σκέφτομαι να κάνω κτ, αποκλείω κτ από έναν υπολογισμό, δεν συμπεριλαμβάνω κτ σε έναν υπολογισμό, περιφρονώ, θεωρώ, αποκλείω, υπό εξέταση, περασμένα-ξεχασμένα, σέβομαι, έχω στο νου μου, καλύπτω παν ενδεχόμενο, δεν το 'χω σε τίποτα να κάνω κτ, θεωρώ, κρίνω σκόπιμο, θεωρώ υπεύθυνο, παραβλέπω, συνυπολογίζω, άσχετα, ασχέτως, παρά, ανεξάρτητα, ανεξαρτήτως, σκέφτομαι να κάνω κτ, συζητώ να κάνω κτ, θεωρώ υπεύθυνο, θεωρώ κπ υπεύθυνο για κτ, θεωρώ, θεωρώ, θεωρώ κπ υπεύθυνο για κτ, σκέφτομαι, αισθάνομαι, σκέφτομαι να κάνω κάτι, θεωρώ, βλέπω κπ ως κτ, τελειώνω, θεωρώ, θεωρώ, πιστεύω, νομίζω, θεωρώ, εκτιμώ, θεωρώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης considerar

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Has considerado las consecuencias a largo plazo de esta decisión?
Έχεις λάβει υπόψη τις μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτής της απόφασης;

σκέφτομαι, αναλογίζομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Considera las implicaciones de ese descubrimiento.
Σκέψου (or: Αναλογίσου) τις συνέπειες αυτής της ανακάλυψης!

θεωρώ ότι κπ είναι κτ

verbo transitivo

Todos consideran a Shani una buena estudiante.
Η Σάνυ θεωρείται καλή μαθήτρια.

θεωρώ ότι κτ/κπ είναι, θεωρώ πως κτ/κπ είναι

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Considero que mis acciones de aquel día fueron un error.
Θεωρώ ότι οι πράξεις μου εκείνη τη μέρα ήταν λανθασμένες.

θεωρώ ότι κπ/κτ είναι κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mucha gente considera que el castigo corporal está mal.
Σήμερα, πολλοί θεωρούν ότι η σωματική ποινή είναι λάθος.

σκέφτομαι, αναλογίζομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sopesó sus opciones y lo que debía hacer más tarde.
Ζύγισε τις επιλογές της και τις επόμενες ενέργειές της.

θεωρώ

(κπ/κτ κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gerardo siempre insiste en conocer a los novios de su hija para ver si los considera apropiados.
Ο Τζέραλντ επιμένει να γνωρίζει πάντα τα αγόρια της κόρης του για να δει αν τα θεωρεί κατάλληλα.

θεωρώ

verbo transitivo (κάποιον κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo consideraba un héroe.
Τον θεωρούσε ήρωα.

θεωρώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Considero la televisión como una mala influencia.
Θεωρώ την τηλεόραση κακή επιρροή.

θεωρώ

verbo transitivo (κάτι ως κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo considera una excepción a la regla.
Το αντιμετωπίζει ως μια εξαίρεση του κανόνα.

βλέπω

(μτφ: κάποιον σαν κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siempre lo consideré mi hermano.
Πάντα τον έβλεπα σαν αδερφό.

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estoy considerando una carrera en Derecho.
Σκέφτομαι μια καριέρα στη νομική.

κρίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Debes hacer lo que consideres mejor.

θεωρώ

verbo transitivo (κάτι ως κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo considero un escándalo.
Λέω ότι είναι σκάνδαλο.

θεωρώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los críticos la consideraron una buena obra.

θεωρώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Consideraría un gran honor trabajar con usted.

αναλογίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δεύτερη σκέψη

Aceptó el trabajo sin pensarlo.
Δέχτηκε τη δουλειά χωρίς δεύτερη σκέψη.

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Era una decisión difícil y sopesé las alternativas durante un largo tiempo hasta que me decidí.
Ήταν μια δύσκολη απόφαση και την επεξεργάστηκα για πολύ καιρό πριν αποφασίσω.

ζυγίζω

(ES, figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Calibraba todas sus opciones antes de actuar.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα έβαλα κάτω και τα μέτρησα (or: υπολόγισα) και είδα ότι δεν θα μπορέσω να πάω διακοπές φέτος.

βλέπω, σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quizás me anote a esa clase. Todavía no lo decidí, lo tengo que pensar.
Ίσως παρακολουθήσω αυτό το μάθημα· δεν το έχω αποφασίσει ακόμα. Θα δούμε (or: Θα δείξει).

σκέφτομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bert salió fuera para pensarlo un momento.
Ο Μπερτ βγήκε έξω για να σκεφτεί για λίγο.

ακούω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me gustaría que escucharan mi propuesta.
Θα ήθελα να ακούσουν την πρότασή μου.

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jerry ponderó la oferta de trabajo durante mucho tiempo antes de aceptar.
Ο Τζέρυ σκεφτόταν την προσφορά εργασίας για πολύ καιρό πριν αποφασίσει να την αποδεχθεί.

σκέφτομαι, μελετάω, μελετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tenemos que discutir este asunto detenidamente.
Πρέπει να μελετήσουμε προσεκτικά αυτό το ζήτημα.

σκέφτομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mitchell fue a hacer senderismo en solitario para reflexionar.
Ο Μίτσελ πήγε μόνος του για πεζοπορία στα βουνά για να σκεφτεί.

θεωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Muchas personas ven mal a los tatuajes.
Πολλοί άνθρωποι έχουν κακή γνώμη για τα τατουάζ.

σκέφτομαι να κάνω κάτι, σκοπεύω να κάνω κάτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estamos contemplando ir a cenar esta noche a ese nuevo restaurante italiano.

το σκέφτομαι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Piénsalo, y dime que quieres hacer.
Σκέψου το και πες μου τι θέλεις να κάνεις.

βλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Veo sospechosa esa idea.

βάζω, έχω

(καθομ: κάποιον κάπου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Te cuento entre mis mejores amigos.
Σε θεωρώ έναν από τους καλύτερούς μου φίλους.

βλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vimos otras cinco casas antes de comprar esta casa.

πιστεύω, θεωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi marido dice que el otoño es la mejor temporada, pero yo soy de la opinión de que el invierno es mejor.

λαμβάνω υπόψη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ten en cuenta la edad de los niños antes de planear actividades.

συζητώ, κουβεντιάζω, λέω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hablan de invadir el país.

λαμβάνω υπόψη

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Pensábamos que ganaríamos fácilmente contra el otro equipo, pero no habíamos tomado en cuenta a su nuevo delantero.

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dedicó semanas a reflexionar sobre el asunto antes de ponerse manos a la obra.

εκτιμώ, σέβομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jefe estimaba (or: apreciaba) mucho el trabajo de Charlotte.
Το αφεντικό εκτιμούσε ιδιαιτέρως τη δουλειά της Σάρλοτ.

συνυπολογίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συζητάω, συζητώ, κουβεντιάζω

(idea)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συζητώ

verbo transitivo (idea) (με άλλους)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκέφτομαι να κάνω κτ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Henry está considerando hacer algún deporte.
Ο Χένρι σκέφτεται να ξεκινήσει ένα άθλημα.

αποκλείω κτ από έναν υπολογισμό, δεν συμπεριλαμβάνω κτ σε έναν υπολογισμό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περιφρονώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estas eran niñas ricas que despreciaban la ropa barata.
Ήταν πλουσιοκόριτσα τα οποία περιφρονούσαν τα φτηνά ρούχα.

θεωρώ

(κάποιον κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este restaurante se considera el mejor de la ciudad.
Το εστιατόριο θεωρείται το καλύτερο στην πόλη.

αποκλείω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υπό εξέταση

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El siguiente tema a considerar es el nuevo puente.

περασμένα-ξεχασμένα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En vez de perdonar y olvidar, Nicholas se enfadó cada vez más.
Αντί να θεωρήσει όσα έγιναν περασμένα-ξεχασμένα, ο Νίκολας θύμωνε ολοένα και περισσότερο.

σέβομαι

locución verbal (formal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sus colegas de la facultad consideraban en alta estima al viejo profesor.

έχω στο νου μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ten en cuenta que ya tenemos una enorme suma invertida en el proyecto.
Έχε στο νου σου ότι έχουμε ήδη επενδύσει ένα τεράστιο ποσό στο έργο.

καλύπτω παν ενδεχόμενο

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hemos investigado en detalle y creemos haber considerado todas las posibilidades.

δεν το 'χω σε τίποτα να κάνω κτ

θεωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Considero tus defectos como un desafío.

κρίνω σκόπιμο

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Agrega cualquier comentario que consideres conveniente.

θεωρώ υπεύθυνο

locución verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

παραβλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aunque Mary había trabajado como directora de aquel departamento no la tomaron en cuenta para la promoción.
Παρόλο που η Μέρι είχε δουλέψει ως μάνατζερ στο τμήμα την παρέβλεψαν για την προαγωγή.

συνυπολογίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nos olvidamos de considerar el coste del aire acondicionado.
Ξεχάσαμε να συνυπολογίσουμε το κόστος του κλιματισμού.

άσχετα, ασχέτως, παρά, ανεξάρτητα, ανεξαρτήτως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El comité organizativo aprobó los planes de reurbanización sin tener en cuenta el impacto en la localidad.
Η σχεδιαστική επιτροπή ενέκρινε τα σχέδια ανάπλασης παρά την επίδραση στην κοινότητα.

σκέφτομαι να κάνω κτ, συζητώ να κάνω κτ

locución verbal (συνήθως με άρνηση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θεωρώ υπεύθυνο

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

θεωρώ κπ υπεύθυνο για κτ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θεωρώ

(ότι κπ/κτ είναι κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La defensa consideró el veredicto del juez como una injusticia.
Η υπεράσπιση θεώρησε (or: έκρινε) την ετυμηγορία του δικαστή πολύ άδικη.

θεωρώ

(ότι κπ/κτ είναι κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El panel consideró como apta a Patricia y la contrató.
Η επιτροπή θεώρησε (or: έκρινε) την Πατρίτσια κατάλληλη για τη δουλειά και την προσέλαβε.

θεωρώ κπ υπεύθυνο για κτ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκέφτομαι

(να κάνω κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Brenda consideró hacerse con un perro guardián.

αισθάνομαι

(ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Consideró que sus acciones eran injustas.
Αισθανόταν ότι οι πράξεις της ήταν άδικες.

σκέφτομαι να κάνω κάτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¡Ni pienses en pedirme que te haga más favores!
Ούτε να σου περάσει από το μυαλό να μου ζητήσεις να σου κάνω άλλες χάρες!

θεωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le considero mi amigo.
Τον θεωρώ φίλο μου.

βλέπω κπ ως κτ

Los estudiantes ven a su profesor como un ejemplo a seguir.
Τα παιδιά βλέπουν τον δάσκαλό τους ως πρότυπο.

τελειώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Deberíamos poner un punto final a este asunto.

θεωρώ

(με επίθετο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pensó que pagar sus impuestos era lo correcto.
Θεωρούσε σωστό να πληρώνει τους φόρους.

θεωρώ, πιστεύω, νομίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él considera que esos actos deberían ser ilegales.

θεωρώ

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La nueva maestra fue rápidamente considerada soporífera por unanimidad.
Ο νέος δάσκαλος θεωρήθηκε βαρετός πολύ γρήγορα.

εκτιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sé que es uno de los directores más famosos de todos los tiempos, pero yo no lo considero tan bueno.

θεωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gobierno vio como un desastre el último escándalo.
Η κυβέρνηση θεώρησε καταστροφή το τελευταίο σκάνδαλο.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του considerar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του considerar

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.