Τι σημαίνει το or στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης or στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του or στο Γαλλικά.

Η λέξη or στο Γαλλικά σημαίνει χρυσάφι, χρυσό, χρυσός, χρυσό νόμισμα, χρυσός, χρυσαφένιος, πυρίτης, σιδηροπυρίτης, χαλκοπυρίτης, χρυσός κανόνας, κανόνας χρυσού, καταλαβαίνω, επιχρυσώνω, επιτομή, που αξίζει το βάρος του σε χρυσό, μου τρέχουν λεφτά από τα μπατζάκια, κολυμπάω στο χρήμα, για τίποτα στον κόσμο, Η σιωπή είναι χρυσός., Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός, ράβδος, χρυσωρυχείο, μαμμωνάς, κεραμιδί, νεραγκούλα, ράβδος χρυσού, χρυσό μετάλλιο, πεντηκοστή επέτειος, χρυσός κανόνας, καλόκαρδος, χρυσόσκονη, πυρετός χρυσοθηρίας, λεπτό φύλλο χρυσού, λεπτό φύλλο χρυσού, χρυσωρυχείο, χρυσοθήρας, χρυσοθηρία, χρυσή εποχή, χρυσή επέτειος, πλατίνα, πυρετός χρυσοθηρίας, Χρυσούς Αιών, χρυσορυχείο, ένδοξο παρελθόν, βιβλίο επισκεπτών, καθαρός χρυσός, ατόφιος χρυσός, μετανάστης στην Καλιφόρνια το 1849 για να συμμετάσχει στον πυρετό του χρυσού, υδραστίδα, ευκαιρία, Χρυσομαλλούσα, η κότα με τα χρυσά αβγά, χρυσωρυχείο, μπόνους καλωσορίσματος, ψήγμα χρυσού, ήλεκτρο, εποχή μεγάλης οικονομικής άνθισης στο τέλος του 19ου αιώνα στις ΗΠΑ, επιχρυσώνω, χρυσός, χρυσαφένιος, κουτί από πυξό του Νομισματοκοπείου της Αγγλίας για τη φύλαξη των προς έλεγχο πρότυπων νομισμάτων, βιβλίο επισκεπτών, Χρυσό Αστέρι, χρυσοθήρας, όνειρο, χρυσό ιωβηλαίο, η κότα με τα χρυσά αβγά, πληρώνω τα μαλλιά της κεφαλής μου για κτ, σολιδάγο, Χρυσή Ακτή, χρυσός, μαύρος χρυσός, χρυσός, ονειρεμένος, επίχρυσος, με χρυσό σκελετό, με τίποτα, κελεπούρι, το άγγιγμα του Μίδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης or

χρυσάφι

nom masculin (μέταλλο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sa bague est en or.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός.

χρυσό

nom masculin (couleur)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les couleurs de l'équipe étaient vert et or.
Τα χρώματα της ομάδας ήταν πράσινο και χρυσό.

χρυσός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La montre en or était magnifique.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Της έκανε δώρο ένα χρυσαφένιο δαχτυλίδι.

χρυσό νόμισμα

nom féminin pluriel

La princesse donnait des pièces d'or aux enfants quand elle marchait dans la rue.

χρυσός, χρυσαφένιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Une lumière dorée passait à travers les rideaux.
Το χρυσό φως έλαμπε καθώς έμπαινε από το παράθυρο.

πυρίτης

(minéral)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σιδηροπυρίτης, χαλκοπυρίτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χρυσός κανόνας, κανόνας χρυσού

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

καταλαβαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιχρυσώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'artiste a soigneusement doré le bord du vase.

επιτομή

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elizabeth est l'incarnation même du bon goût : chez elle, tout est magnifique du sol au plafond.

που αξίζει το βάρος του σε χρυσό

locution verbale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si vous utilisez beaucoup Internet, le haut débit vaut son pesant d'or.

μου τρέχουν λεφτά από τα μπατζάκια

(figuré, familier) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La liste de Noël de ma fille fait quatre pages : elle doit penser que nous sommes pleins aux as !

κολυμπάω στο χρήμα

verbe intransitif (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Après avoir gagné à la loterie, elle roulait sur l'or.

για τίποτα στον κόσμο

locution adverbiale (surtout pour [qch] qu'on n'aime pas)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Η σιωπή είναι χρυσός.

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός

(figuré)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ράβδος

(or) (χρυσός, ασήμι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les voleurs se sont enfuis avec 15 millions de dollars d'or en lingots.

χρυσωρυχείο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μαμμωνάς

nom masculin (richesse)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κεραμιδί

nom masculin (χρώμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νεραγκούλα

(Botanique : ranunculus repens) (φυτό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ράβδος χρυσού

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χρυσό μετάλλιο

nom féminin

πεντηκοστή επέτειος

nom masculin (cinquantième anniversaire)

Vera Lynn a chanté devant Buckingham Palace en 1995 pour marquer le jubilé d'or du 8 mai 1945.

χρυσός κανόνας

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
La règle d'or consiste à traiter les autres comme tu voudrais être traité

καλόκαρδος

nom masculin (figuré)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les enfants l'aiment parce qu'il a un cœur en or.

χρυσόσκονη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πυρετός χρυσοθηρίας

nom féminin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λεπτό φύλλο χρυσού

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λεπτό φύλλο χρυσού

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
On dirait de l'or massif mais ce n'est que du plâtre recouvert d'une feuille d'or.

χρυσωρυχείο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χρυσοθήρας

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χρυσοθηρία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χρυσή εποχή

nom masculin (μεταφορικά)

L'âge d'or des vols à bas prix est quasiment fini.

χρυσή επέτειος

nom féminin pluriel

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mes parents fêtent leurs noces d'or l'année prochaine.

πλατίνα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πυρετός χρυσοθηρίας

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La ruée vers l'or du début du vingtième siècle est devenue un symbole du rêve américain.

Χρυσούς Αιών

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Certains considèrent le 18e siècle comme l'âge d'or de la raison.

χρυσορυχείο

nom féminin (figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'eau en bouteille est la poule aux œufs d'or du nouveau millénaire , cela vaut plus que de l'essence !

ένδοξο παρελθόν

nom masculin

L'humanité est toujours tentée de chercher à revenir à son âge d'or.

βιβλίο επισκεπτών

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Merci de signer notre livre d'or avant de partir.
Σας παρακαλούμε να υπογράψετε το βιβλίο επισκεπτών πριν αναχωρήσετε από το ξενοδοχείο.

καθαρός χρυσός, ατόφιος χρυσός

nom masculin

μετανάστης στην Καλιφόρνια το 1849 για να συμμετάσχει στον πυρετό του χρυσού

nom masculin (Histoire américaine)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

υδραστίδα

nom masculin (plante)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ευκαιρία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ces chaussures de créateur étaient une occasion en or !
Αυτά τα επώνυμα παπούτσια ήταν ευκαιρία!

Χρυσομαλλούσα

nom propre féminin (personnage de conte)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)

η κότα με τα χρυσά αβγά

nom féminin (figuré)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χρυσωρυχείο

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπόνους καλωσορίσματος

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ψήγμα χρυσού

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ήλεκτρο

nom masculin (κράμα χρυσού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εποχή μεγάλης οικονομικής άνθισης στο τέλος του 19ου αιώνα στις ΗΠΑ

nom masculin (fin du XIXe)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

επιχρυσώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La broche est en argent fin qui a été dorée (or: couverte d'or).

χρυσός, χρυσαφένιος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le roi portait une couronne en or.
Ο βασιλιάς φορούσε χρυσό στέμμα.

κουτί από πυξό του Νομισματοκοπείου της Αγγλίας για τη φύλαξη των προς έλεγχο πρότυπων νομισμάτων

nom féminin (Hôtel des Monnaies de Londres)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βιβλίο επισκεπτών

nom masculin (sur site Internet) (μεταφορικά: ιστοσελίδα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Χρυσό Αστέρι

nom féminin (Union soviétique) (παράσημο)

L'Union soviétique a décerné l'étoile d'or aux "héros" de l'État communiste.

χρυσοθήρας

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

όνειρο

locution verbale (figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les billets pour ce concert valent de l'or ; tu serais chanceux d'en trouver.

χρυσό ιωβηλαίο

nom masculin (règne monarchique : 50 ans)

Le Roi Bhumibol Adulyadej de Thaïlande a fêté son jubilé d'or le 9 juin 1996.

η κότα με τα χρυσά αβγά

nom féminin (figuré) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πληρώνω τα μαλλιά της κεφαλής μου για κτ

locution verbale (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σολιδάγο

nom féminin (Botanique)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Χρυσή Ακτή

nom propre féminin (Histoire : Ghana) (Αφρική)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χρυσός

locution adjectivale (επιτυχημένη επιχείρηση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μαύρος χρυσός

nom masculin (figuré : pétrole) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

χρυσός

locution adjectivale (occasion,...) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ονειρεμένος

locution adjectivale (figuré)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Robert a décroché un boulot en or : il gagne un bon salaire pour un travail qui lui plaît vraiment.

επίχρυσος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με χρυσό σκελετό

locution adjectivale (lunettes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με τίποτα

(avec verbe négatif)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κελεπούρι

nom masculin (figuré : [qch] de désirable) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le nouveau boulot de Robert, c'est de l'or.

το άγγιγμα του Μίδα

nom féminin (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του or στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του or

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.