Τι σημαίνει το oral στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης oral στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του oral στο Αγγλικά.

Η λέξη oral στο Αγγλικά σημαίνει στοματικός, από το στόμα, προφορικός, προφορικά, οδοντική υγιεινή, καρκίνος του στόματος, στοματική κοιλότητα, προφορική επικοινωνία, αντισυλληπτικό χάπι, προφορική μαρτυρία, προφορική εξέταση, προφορική εξέταση, στοματική εξέταση, στοματική υγιεινή, στοματικός έρπης, προφορική ιστορία, μεταγραφή μαγνητοφωνημένων μαρτυριών, απομαγνητοφώνηση μαρτυριών, προφορική ερμηνεία, σχολείο κωφών, στοματικό σεξ, στοματικό σεξ, χειρουργική επέμβαση στόματος, προφορική εξέταση, προφορική εξέταση, μυκητώδης στοματίτιδα, προφορική παράδοση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης oral

στοματικός

adjective (relating to the mouth)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Oral hygiene is very important.

από το στόμα

adjective (taken by mouth)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This medication is not for oral consumption.

προφορικός

adjective (spoken, not written)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Henry has an oral exam on Wednesday.

προφορικά

noun (informal, abbreviation (exam) (καθομιλουμένη)

Elizabeth failed her French oral.

οδοντική υγιεινή

noun (cleaning teeth)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Parents have a responsibility to teach their children the importance of dental hygiene.

καρκίνος του στόματος

noun (malignant tumour of the mouth)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pipe smoking has been linked to the development of oral cancer.

στοματική κοιλότητα

noun (inside of the mouth)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The strip search of the prisoner included a search of his oral cavity.

προφορική επικοινωνία

noun (speech, talking)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I don't like to rely on oral communication for business agreements.

αντισυλληπτικό χάπι

noun (the Pill)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Oral contraceptives stop a woman from ovulating.

προφορική μαρτυρία

noun (spoken testimony)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The robber's conviction was assured as the oral evidence included three witnesses who saw him do it!

προφορική εξέταση

noun (examination conducted in spoken words)

Many foreign language teachers give oral examinations to demonstrate a student's mastery of the spoken language.

προφορική εξέταση

noun (viva: spoken doctoral exam)

My oral examination involves going before the proctors and defending my doctoral thesis.

στοματική εξέταση

noun (medical inspection of the mouth)

An oral examination by the dentist revealed that I needed two fillings.

στοματική υγιεινή

noun (care and hygiene of the mouth) (διαδικασίες)

Oral health was important in our family.

στοματικός έρπης

noun (disease: cold sore)

προφορική ιστορία

noun (tape-recorded interviews)

μεταγραφή μαγνητοφωνημένων μαρτυριών, απομαγνητοφώνηση μαρτυριών

noun (transcription of audio interview)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προφορική ερμηνεία

noun (spoken analysis of texts)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
To complete the test, I had to give my oral interpretation of the significance of light and darkness in the Shakespeare play.

σχολείο κωφών

noun (educational institution for the deaf)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στοματικό σεξ

noun (fellatio) (σε άντρα)

Mary was performing oral sex on her boyfriend.

στοματικό σεξ

noun (cunnilingus) (σε γυναίκα)

Bill was performing oral sex on his girlfriend.

χειρουργική επέμβαση στόματος

noun (surgical dentistry)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
After my teeth were knocked out, oral surgery was required to replace them. Removal of wisdom teeth can require oral surgery.

προφορική εξέταση

noun (spoken examination)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Oral tests are an alternative to written exams in a variety of subjects.

προφορική εξέταση

noun (spoken language exam)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The students had to prepare for an oral test to demonstrate their conversational Spanish.

μυκητώδης στοματίτιδα

noun (yeast infection in the mouth) (μόλυνση)

A poor diet can be one of the causes of oral thrush.

προφορική παράδοση

noun (lore and literature transmitted orally through ages)

Songs are an important part of the oral tradition of a community.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του oral στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του oral

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.