Τι σημαίνει το pendiente στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pendiente στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pendiente στο ισπανικά.

Η λέξη pendiente στο ισπανικά σημαίνει εκκρεμής, σκουλαρίκι, κλίση, πλαγιά, λοξή γωνία, απότομη κλίση, εκκρεμής, στο τραπέζι, κατηφόρα, κλίση, κλίση, κλίση, κατήφορος, προεξέχων, σε εκκρεμότητα, σε αναμονή, λακκούβα, κλίση, κλίση, πλαγιά, ανηφόρα, κατηφόρα, κλίση, ανωφέρεια, ανηφόρα, κλίση, κατωφέρεια, εκκρεμής, εισπρακτέος, ληξιπρόθεσμος, που πρέπει να πληρωθεί, κάθετη πλαγιά, σταδιακή κλίση, αψιδωτή γέφυρα, ανεξόφλητο χρέος, ανεξόφλητο χρέος, ανεξόφλητο τιμολόγιο, υπάλληλος που κοιτάζει συχνά το ρολόι του, μικρό σκουλαρίκι, ακούω/παρακολουθώ προσεκτικά, έχω ανοιχτούς λογαριασμούς, πηγαίνω στην κατηφόρα, κατηφορίζω, έχω το νου μου σε κτ/κπ, ανεξόφλητος, μικρής κλίσης, δεν εκπληρώνομαι, αναζητώ, ψάχνω, κρίκος, άτομο που κοιτάζει συχνά το ρολόι του, φυλάω σκοπιά, κρέμομαι από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pendiente

εκκρεμής

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El caso pendiente estaba poniendo nerviosa a Elaine.
Η εκκρεμής δικαστική υπόθεση προκαλούσε άγχος στην Ελέιν.

σκουλαρίκι

(ES)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elizabeth estaba buscando en el piso su pendiente perdido.
Η Ελίζαμπεθ έψαχνε το χαμένο της σκουλαρίκι στο πάτωμα.

κλίση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πλαγιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La bola se fue rodando por la cuesta.
Η μπάλα κύλησε και κατέβηκε την κατηφόρα.

λοξή γωνία

nombre femenino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El techo con pendiente evita la acumulación del agua de lluvia.

απότομη κλίση

nombre femenino (de cerro o montaña)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκκρεμής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Todavía tenemos tres asuntos pendientes. Esperamos resolverlos por completo la semana que viene.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έχουμε τρία εκκρεμή ζητήματα. Αν όλα πάνε καλά, θα μπορέσουμε να τα επιλύσουμε την άλλη εβδομάδα.

στο τραπέζι

adjetivo (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los diputados dejaron varios proyectos pendientes.

κατηφόρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Harry bajó corriendo la pendiente hacia el lago.
Ο Χάρυ κατέβηκε τρέχοντας την κατηφόρα προς τη λίμνη.

κλίση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tendré que entrenar mucho antes de poder subir corriendo por una colina larga con esta pendiente.

κλίση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La carretera tiene una pendiente del 2% en los próximos 10 km.

κλίση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ese tejado tiene una pendiente muy inclinada, ¿no crees?

κατήφορος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El auto bajó por la pendiente.

προεξέχων

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Las ramas colgantes del árbol tocaban el río.

σε εκκρεμότητα, σε αναμονή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El atraso en este proyecto se debe a la falta de personal.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Υπάρχουν συσσωρευμένα έγγραφα που χρειάζονται αρχειοθέτηση.

λακκούβα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Había una cuesta entre los dos campos donde se acumulaba agua.
Υπήρχε ένας λάκκος ανάμεσα στα δύο χωράφια όπου συλλέγονταν νερό.

κλίση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hay una cuesta bastante abrupta al final de la colina.
Υπάρχει μια εξαιρετικά απότομη κλίση στο κάτω μέρος του λόφου.

κλίση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Conforme aumenta el gradiente, el terreno se vuelve más accidentado.

πλαγιά

(λόφος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανηφόρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κατηφόρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κλίση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La inclinación de la silla hacía que sentarse en ella fuera muy incómodo.
Η κλίση της καρέκλας την έκανε πολύ άβολη για να καθίσεις πάνω της.

ανωφέρεια, ανηφόρα

(προς τα πάνω)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ten cuidado al manejar en calles con inclinaciones abruptas.

κλίση, κατωφέρεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El terreno es plano excepto por un declive hacia el río.
Το χωράφι είναι επίπεδο, εκτός από μια κλίση (or: κατωφέρεια) κοντά στο ποτάμι.

εκκρεμής

(asunto)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La disputa entre la dirección y los sindicatos sigue sin resolución.

εισπρακτέος

(που πρέπει να εισπραχθεί)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El número de facturas por cobrar se duplicó este mes.
Ο αριθμός των εισπρακτέων λογαριασμών έχει διπλασιαστεί αυτό το μήνα.

ληξιπρόθεσμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los inquilinos no tenían ingresos, así que su alquiler estaba pendiente de pago.

που πρέπει να πληρωθεί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tu cuota del seguro de este mes está pendiente de pago.
Η ασφάλειά σου για αυτόν τον μήνα πρέπει να πληρωθεί άμεσα.

κάθετη πλαγιά

Muchos escalaron la pendiente pero él fue el primero en conquistar la pared del acantilado.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η κάθετη πλαγιά του γκρεμού αποτελεί πρόκληση για τους ορειβάτες.

σταδιακή κλίση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La colina es de pendiente suave por la cara norte.

αψιδωτή γέφυρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανεξόφλητο χρέος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ανεξόφλητο χρέος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
No podía comprarse un auto porque tenía una deuda pendiente.

ανεξόφλητο τιμολόγιο

Recuérdales que tienen una factura pendiente de pago.

υπάλληλος που κοιτάζει συχνά το ρολόι του

(literalmente)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μικρό σκουλαρίκι

(όχι κρεμαστό)

ακούω/παρακολουθώ προσεκτικά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Eso fue interesante! Estuve muy pendiente de cada una de sus palabras.

έχω ανοιχτούς λογαριασμούς

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πηγαίνω στην κατηφόρα

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cualquier pelota que se suelte en un plano inclinado, bajará la pendiente.

κατηφορίζω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

έχω το νου μου σε κτ/κπ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Debes estar atento a las serpientes cuando camines por estas montañas.
Όταν περπατάς σ' αυτούς τους λόφους, πρέπει να έχεις το νου σου στα φίδια.

ανεξόφλητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μικρής κλίσης

locución adjetiva (techo) (στέγη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν εκπληρώνομαι

locución verbal (ambición)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναζητώ, ψάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Beth siempre está atenta a las ofertas en el supermercado.

κρίκος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Dana tenía dos enormes pendientes de aro en sus orejas.
Η Ντάνα φορούσε δυο μεγάλους κρίκους στα αυτιά της.

άτομο που κοιτάζει συχνά το ρολόι του

(literalmente)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φυλάω σκοπιά

No puedes dormirte esta noche. Debes estar en guardia por si hay ladrones.

κρέμομαι από κτ

locución verbal (μεταφορικά: χείλη, λόγια)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pendiente στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.