Τι σημαίνει το pez στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pez στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pez στο ισπανικά.

Η λέξη pez στο ισπανικά σημαίνει ψάρι, ρητίνη, πίσσα, επιτυχημένος, αγγελόψαρο, μάρλιν, κροκοδειλόψαρο, βαλιστίδες, ψάρι fugu, έξω από τα νερά μου, που μοιάζει με ψάρι, που θυμίζει ψάρι, υπερευρυγώνιος, έξω από τα νερά μου, στο στοιχείο μου, ξιφίας, χρυσόψαρο, σπουδαίο πρόσωπο, μεγάλη προσωπικότητα, σανπιέρρος, γοφάρι, τοξότης, σφυροκέφαλος καρχαρίας, σπέρμα ψαριού, λαγοκέφαλος, ιστιοφόρος, αμερικάνικη πέρκα, κοκκοκεντροφόρος, αγκαθίτης, δίπνοος, δίπνευστος, ψάρι, ψάρι έξω από το νερό, χελιδονόψαρο, σαλάχι μάντα, αδύναμη μνήμη, τροπικό ψάρι, ψάρι-κλόουν, πλατύψαρο, σαν τη μύγα μες στο γάλα, υδρόβιος οργανισμός που βρίσκει την τροφή του στον πυθμένα θάλασσας ή ποταμού, λυόσφαιρα, πετρόχελο, πλατυκέφαλος, σεβαστός, μαγιάτικο, ψάρι που σκάβει λαγούμι μέσα στη λάσπη για να επιβιώσει από την ξηρασία, δόλωμα, σπουδαίος, πριονόψαρο, που έχει επιρροή, σκαρίδα, βοϊδοκεφαλόψαρο, ψάρι της θάλασσας, μονομάχος, ξιφίας, βραδυκίνητο ψάρι, μεγάλο σε μέγεθος και ηλικία, μεγάλο κεφάλι, καβαλημένος, οστεϊχθύς, ρητίνη, ψάρι επιτρεπτού μεγέθους σύμφωνα με το νόμο για το ψάρεμα, βατραχόψαρο, χριστόψαρο, βοϊδοκεφαλόψαρο, χρυσόψαρο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pez

ψάρι

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mi hijo tiene un pez como mascota.
Ο γιος μου έχει ένα ψάρι για κατοικίδιο.

ρητίνη

nombre femenino (de pino)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A veces los jugadores de béisbol le ponen pez al bate para mejorar el agarre.

πίσσα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los obreros echaron alquitrán sobre la superficie de la carretera.
Οι εργάτες έχυσαν την πίσσα στην επιφάνεια του δρόμου.

επιτυχημένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jenna es un as en el mundo de la alta costura.

αγγελόψαρο

(Cuba)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μάρλιν

(PR, tipo de pez) (είδος ψαριού)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κροκοδειλόψαρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βαλιστίδες

(οικογένεια ψαριών)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ψάρι fugu

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

έξω από τα νερά μου

locución adjetiva (coloquial, figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El chico de pueblo se sintió como pez fuera del agua cuando fue a visitar la ciudad de New York. No me gustó la fiesta, estaba llena de fanáticos del fútbol y me sentí como pez fuera del agua.
Το αγόρι από την επαρχία ήταν έξω από τα νερά του όταν επισκέφτηκε την πόλη της Νέας Υόρκης. Δεν πέρασα ωραία στο πάρτι - ήταν γεμάτο από οπαδούς του ποδοσφαίρου και ένιωσα λίγο έξω από τα νερά μου.

που μοιάζει με ψάρι, που θυμίζει ψάρι

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπερευρυγώνιος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La fotografía se tomó con un lente gran angular y muestra una vista de ojo de pez de la ciudad.

έξω από τα νερά μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Siempre me siento como pez fuera del agua en las reuniones formales.

στο στοιχείο μου

expresión (coloquial)

ξιφίας

locución nominal masculina (pez)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los peces espada son un desafío para los deportistas.

χρυσόψαρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El gato estaba mirando al pez dorado en la pecera.

σπουδαίο πρόσωπο, μεγάλη προσωπικότητα

(καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπήρξε σπουδαίο πρόσωπο (or: μεγάλη προσωπικότητα) στην πολιτική σκηνή της Ελλάδος.

σανπιέρρος

(ψάρι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Vimos un pez de San Pedro cuando fuimos a bucear.

γοφάρι

(Pomatomus saltatrix) (ψάρι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τοξότης

locución nominal masculina (ψάρι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σφυροκέφαλος καρχαρίας

locución nominal masculina

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σπέρμα ψαριού

(biología)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

λαγοκέφαλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ιστιοφόρος

locución nominal masculina (είδος ψαριού)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αμερικάνικη πέρκα

locución nominal masculina (ψάρι γλυκού νερού)

κοκκοκεντροφόρος, αγκαθίτης

locución nominal masculina (ψάρι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δίπνοος, δίπνευστος

locución nominal masculina (είδος ψαριού)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ψάρι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El equipo espera capturar una variedad peces de pesca deportiva como atunes, agujas azules o peces vela.

ψάρι έξω από το νερό

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A pesar de que como jugador de fútbol es excelente, para el golf es como pez fuera del agua.

χελιδονόψαρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σαλάχι μάντα

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αδύναμη μνήμη

expresión (coloquial, figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τροπικό ψάρι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los peces de colores más llamativos que he visto son los peces tropicales.

ψάρι-κλόουν

nombre masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El protagonista de la película Buscando a Nemo es un pez payaso.

πλατύψαρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σαν τη μύγα μες στο γάλα

locución nominal masculina (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υδρόβιος οργανισμός που βρίσκει την τροφή του στον πυθμένα θάλασσας ή ποταμού

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

λυόσφαιρα

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πετρόχελο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πλατυκέφαλος

locución nominal masculina

σεβαστός

(ψάρι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μαγιάτικο

nombre masculino (pez) (ψάρι)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
El serviola se puede cocinar de muchas maneras diferentes.
Το μαγιάτικο μπορεί να μαγειρευτεί με πολλούς τρόπους.

ψάρι που σκάβει λαγούμι μέσα στη λάσπη για να επιβιώσει από την ξηρασία

locución nominal masculina

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δόλωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σπουδαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Se cree gran cosa desde que le dieron el auto de la compañía.
Από τότε που του έδωσαν εταιρικό αυτοκίνητο, νομίζει πως είναι σπουδαίος.

πριονόψαρο

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

που έχει επιρροή

locución nominal masculina (figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκαρίδα

locución nominal masculina (ψάρι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βοϊδοκεφαλόψαρο

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ψάρι της θάλασσας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μονομάχος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ξιφίας

locución nominal masculina (carne)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El pez espada estaba un poco seco pero tenía buen sabor.
Ο ξιφίας ήταν λίγο στεγνός, αλλά είχε ωραία γεύση.

βραδυκίνητο ψάρι, μεγάλο σε μέγεθος και ηλικία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεγάλο κεφάλι

locución nominal masculina (coloquial, figurado) (μεταφορικά)

καβαλημένος

(despectivo) (καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

οστεϊχθύς

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ρητίνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La resina de Borgoña es una resina producida por cierto tipo de pinos.

ψάρι επιτρεπτού μεγέθους σύμφωνα με το νόμο για το ψάρεμα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
El pescador capturó un montón de peces, pero ningún pez tenía el tamaño legal.
Ο ψαράς έπιασε αρκετά ψάρια, κανένα από αυτά όμως δεν ήταν αρκετά μεγάλο ώστε να το κρατήσει.

βατραχόψαρο

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χριστόψαρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βοϊδοκεφαλόψαρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los pescadores estaban molestos porque solamente pescaban peces escorpión.

χρυσόψαρο

(ψάρι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pez στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.